Η ανακοίνωση ότι τελικά θα ασκηθούν ποινικές διώξεις για την υπόθεση των δανειοδοτήσεων προς τα πολιτικά κόμματα για την περίοδο 2010-2011 σηματοδοτεί τα τυπικά εγκαίνια μιας περιόδου όπου η κυβέρνηση θα επενδύσει τα μέγιστα σε μια αλυσίδα από ποινικές υποθέσεις τις οποίες θα αξιοποιήσει πολιτικά με σκοπό να χτίσει το «αφήγημα» ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι διεφθαρμένοι και ποινικά ελεγχόμενοι.

Η αρχή θα γίνει με την υπόθεση των δανείων των κομμάτων, αλλά αναμένεται μέσα στις επόμενες μέρες, σύμφωνα και με τις διαρροές που οι ίδιοι οι κυβερνητικοί κύκλοι κάνουν, και η σταδιακά άσκηση διώξεων και για τις άλλες υποθέσεις «κυβερνητικού ενδιαφέροντος», ξεκινώντας από την υπόθεση Novartis. Κι όπως λένε αυτοί που είναι ήδη… κομιστές πληροφοριών και δικογραφιών η υπόθεση θα πέφτει στο πολιτικό σκηνικό «σταγόνα – σταγόνα».

Η πρακτική αυτή αποτυπώνει και την κυριαρχία της «γραμμής Παπαγγελόπουλου». Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, που ως εισαγγελικός λειτουργός δέχτηκε συχνά κριτική για το πώς δεν προχώρησε κρίσιμες υποθέσεις, είναι γνωστό ότι είναι υποστηρικτής της μαζικής προώθησης δικογραφιών προς ποινική διερεύνηση ακόμη και εάν είναι προφανές ότι αυτές δεν πρόκειται να οδηγήσουν ούτε σε καταδίκες ούτε καν σε πλήρη διαλεύκανση κρίσιμων σκανδάλων. Για την ακρίβεια, έχει κατηγορηθεί από νομικούς και δικαστικούς κύκλους ότι επιλέγει μια πρακτική που ενέχει τον κίνδυνο τελικά να οδηγήσει σε ατιμωρησία σε υποθέσεις μεγάλου και σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.

Είναι γνωστή η ατάκα του άλλωστε σε εισαγγελέα «κάνε εσύ τη δίωξη κι ας τρέχουν μετά να βρουν το δίκιο τους». Ηδη τον τελευταίο καιρό ακουγόταν στο παρασκήνιο φωνές περί… οργής του πρωθυπουργού για το πρόσωπο του Παπαγγελόπουλου επειδή δεν προχώρησαν υποθέσεις που του είχε υποσχεθεί.

Μόνο που σε αυτή τη φάση και εν μέσω μιας προεκλογικής εκστρατείας που έχει ξεκινήσει, το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να μπορεί να χαρακτηρίζει πολιτικούς αντιπάλους ως «υπόδικους» παρά να εξασφαλίσει πραγματικά την απονομή δικαιοσύνης.

Γιατί  αυτό που προκρίνεται σήμερα είναι μια «στρατηγική πόλωσης» που ελλείψει μεγάλων προγραμματικών αποστάσεων από τη ΝΔ, εφόσον το πλέγμα πολιτικής κυρίως το υπαγορεύουν οι «θεσμοί», έρχεται να διαμορφώσει προεκλογικές διαχωριστικές γραμμές στη βάση της «ηθικής». Αυτό, άλλωστε, αποτυπώνει και η αναγόρευση του κ. Πολάκη, του λόγου και της αισθητικής του, στην επικοινωνιακή αιχμή της κυβέρνησης.

Η υπόθεση της Novartis έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας υπόθεσης η οποία «βολεύει» επικοινωνιακά την κυβέρνηση. Θα ρίχνουν δικογραφίες, θα βγαίνουν τα «σκυλιά που αλυχτούν», θα σπεύδουν οι κατηγορούμενοι για ανομωτί καταθέσεις έχοντας ξωπίσω τους τις κάμερες, θα βγαίνουν και μερικά πρωτοσέλιδα από αυτά που αρέσουν στα υπόγεια του Μαξίμου και να το σκηνικό στημένο μια χαρά για εκλογές… αίματος.

Τελικώς δείχνει να επικρατεί στο Μαξίμου η γραμμή Καρτερού – Παπαγγελόπουλου – Τζανακόπουλου – Πολάκη και Σία. Μια γραμμή σκληρή, ακραίας πόλωσης όπου θα πέφτει η λάσπη με το τσουβάλι. Είπαμε. Στόχος είναι η κατασκευή κατηγορουμένων για τις… φωτογραφίες, για να φτιάξει αφίσες ο Τσίπρας στις εκλογές.

Ειδικά στην υπόθεση της Novartis, μετά από 2 χρόνια έρευνας το μόνο που απέμεινε είναι οι καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων οι οποίοι μάλιστα έχουν καταγγείλει πιέσεις για να πουν όσα έχουν πει. Θα υπάρξουν στοιχεία για ροή χρήματος; Θα βρεθούν λογαριασμοί; Θα αποκαλυφθεί παθητική δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος; Αν ναι τότε να πάνε όλοι φυλακή, έστω κι αν όλο το σκηνικό στήνεται τώρα που το έχει ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ για να ξεχαστούν Μακεδονικά, ελληνοτουρκικά, Λοϊζου, δημοσκοπήσεις κ.λπ.

Ομως, πολύ φοβούμαστε ότι η επιλογή μερίδας της κυβέρνησης να βάλει φωτιά στην αποθήκη με τα πυρομαχικά θα έχει τρομακτικές συνέπειες. Η γραμμή «να βάλουμε κάποιους φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές» μπορεί να αρέσει στους φανατικούς, όμως, στην πλειοψηφία προκαλεί απέχθεια όταν στηρίζεται σε σαθρά επιχειρήματα κι έχει στόχο μόνο την πολιτική διάσωση της κυβέρνησης.

 

Τι ακριβώς ήταν τα δάνεια των κομμάτων;

Το θέμα με τα δάνεια των κομμάτων  είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας υπόθεσης που ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε στις πραγματικές του διαστάσεις και συχνά αποτέλεσε πεδίο κομματικής αντιδικίας, την ώρα που σε ορισμένες πλευρές του απηχεί και έναν ορισμένο αντικοινοβουλευτικό λαϊκισμό.

Στην Ελλάδα τα κοινοβουλευτικά κόμματα κατέφευγαν συχνά στον τραπεζικό δανεισμό για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Η πρακτική που είχαν επιλέξει όλα τα κόμματα, ήταν να προσφέρουν ως εξασφάλιση, να ενεχυριάζουν δηλαδή, τις μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις τους. Ο δανεισμός ήταν υψηλός μεν αλλά εντασσόταν και στο γεγονός ότι τα κόμματα ανέπτυσσαν μεγάλες δραστηριότητες, έκαναν μεγάλες προεκλογικές εκστρατείες κ.λπ.

Μόνο το ΚΚΕ είχε μια διαφοροποίηση καθώς προσέφερε και άλλες εμπράγματες εγγυήσεις, κυρίως ακίνητα. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέφυγε και αυτός στην πρακτική της χορήγησης δανείων με εξασφάλιση τις μελλοντικές επιχορηγήσεις. Ακόμη και το… 2017 ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε ρύθμιση των χρεών του με ενεχυρίαση των γραφείων της Πλατείας Κουμουνδούρου και της μελλοντικής κρατικής επιχορήγησης για την περίοδο 2019-2023.

Με την είσοδο στην εποχή των μνημονίων κρίσιμες παράμετροι άλλαξαν. Τα κόμματα βρέθηκαν να έχουν μικρότερα έσοδα από τα ίδια τα μέλη του, ενώ τα μνημόνια επέβαλαν μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης και της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων. Επιπλέον, ειδικά στις εκλογές του 2012 είδαμε μεγάλες ανατροπές στους κομματικούς συσχετισμούς με σημαντική υποχώρηση της ΝΔ και καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ.

Από 68.208.000 ευρώ το 2009, η κρατική επιχορήγηση έπεσε στα 7.978.000 ευρώ το 2014 και το 2018 ήταν 13,5 εκατομμύρια ευρώ. Τα κόμματα συσσώρευσαν χρέη και σταμάτησαν να θεωρούνται αξιόχρεα.

Γι’ αυτό το λόγο το 2014 ψηφίστηκε ο νόμος 4304/2014 που προέβλεπε ότι «απαγορεύεται η χορήγηση δανείων από τις τράπεζες προς τους δικαιούχους κρατικής χρηματοδότησης με εγγύηση την κρατική χρηματοδότηση πέραν του τρέχοντος οικονομικού έτους».

Την ίδια εποχή ούτως ή άλλως ο τραπεζικός δανεισμός είχε συνολικά στο μικροσκόπιο διαδικασιών ελέγχου για να διαπιστωθεί πώς είχαν φτάσει οι τράπεζες στην ανάγκη τόσο μεγάλων ανακεφαλαιοποιήσεων.

Όλα αυτά διαπλέκονταν και με ένα πολύ συγκεκριμένο αντανακλαστικό της κοινής γνώμης που έβλεπε αρνητικά την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων. Παρότι ιστορικά η ίδια η έννοια της δημόσιας επιχορήγησης των πολιτικών κομμάτων είχε θεωρηθεί μια προοδευτική και δημοκρατική θωράκιση του πολιτικού συστήματος απέναντι στις κάθε είδους εξαρτήσεις από ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα, πλέον αντιμετωπίζονταν από μερίδα της κοινής γνώμης ως διασπάθιση του δημόσιου χρήματος.

Ως αποτέλεσμα, έγινε ένας εξαντλητικός έλεγχος των δανείων των κομμάτων που έδειξε τον τρόπο που για χρόνια χορηγούνταν δάνεια με μόνη εγγύηση τις μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις, με παρατηρούμενες περιπτώσεις όπου η επιχορήγηση της ίδια χρονιάς αποτελούσε εξασφάλιση για περισσότερα του ενός δάνεια.

Βέβαια εδώ πρέπει να πούμε κάτι: σε σχέση με το συνολικό όγκο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, που το Σεπτέμβριο του 2014 υπερέβαιναν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, τα συνολικού ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ δάνεια των κομμάτων δεν αποτελούν παρά ένα μικρό ποσοστό. Ούτε είναι στο σύνολό τους μη εξυπηρετούμενα, καθώς μεγάλο μέρος τους είναι ρυθμισμένο και αποπληρώνεται εντός της ρύθμισης.

Η διαρκής επιστροφή του πορίσματος Καλούδη

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι που βγαίνει το 2013 το πόρισμα του Εισαγγελέα Γ. Καλούδη. Το πόρισμα αυτό εντοπίζει και περιγράφει την κατάσταση που δείξαμε και πιο πάνω, αλλά εκτιμά ότι όλα αυτά συνιστούν το ποινικό αδίκημα της απιστίας και για τους υπαλλήλους που εισηγήθηκαν να χορηγηθούν τα δάνεια χωρίς τις απαραίτητες εξασφαλίσεις (δηλαδή με ενέχυρο μόνο τη μελλοντική κρατική επιχορήγηση) και για τους οικονομικούς υπευθύνους των κομμάτων που έλαβαν αυτά τα δάνεια.

Ο εισαγγελέας είχε καταλήξει ότι οι δανειοδοτήσεις εγκρίνονταν και χορηγούνταν χωρίς καμία εξασφάλιση για τις τράπεζες αφού η μοναδική εγγύηση που ελάμβαναν ήταν μελλοντικές κρατικές χρηματοδοτήσεις των κομμάτων βασιζόμενες στα εκλογικά ποσοστά τους. Κατά την εκτίμησή του για τις πιστώσεις αυτές δεν υπήρχαν επαρκείς εξασφαλίσεις, καθώς δεν μπορεί να θεωρηθεί εξασφάλιση μία μελλοντική χρηματοδότηση στηριζόμενη στον αστάθμητο παράγοντα της εκλογικής δύναμης του δανειζόμενου.

Ήδη από τότε είχε θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο πόρισμα έκανε ένα άλμα από τη διαπίστωση μιας προβληματικής κατάσταση στην απόδοση ποινικών ευθυνών. Μάλιστα, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι ο εισαγγελέας Καλούδης στο πόρισμα δεν ακολουθούσε τον ορισμό της απιστίας όπως αυτός είχε διαμορφωθεί μέσα στη νομολογία.

Το πόρισμα Καλούδη τότε είχε τεθεί στο αρχείο, εκτός όλων των άλλων και γιατί το 2013 νόμο 4146/2013 είχε προστεθεί ειδική ρύθμιση που απάλλασσε τα τραπεζικά στελέχη από το αδίκημα της απιστίας για τέτοια δάνεια: «Δεν συνιστά απιστία, κατά την έννοια των άρθρων 256 και 390 του Ποινικού Κώδικα, για τον Πρόεδρο, τα μέλη του Δ.Σ. και τα στελέχη των Τραπεζών, η σύναψη δανείων πάσης φύσεως με νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται κατά νόμο, καθώς και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) υφίστανται αποφάσεις των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων κάθε τράπεζας και β) τηρήθηκαν, κατά τη χορήγησή τους, οι σχετικές κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ)».

 

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρει το ζήτημα

Όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να επαναφέρει το ζήτημα. Για το σκοπό αυτό έγινε και η εξεταστική επιτροπή της Βουλής «για τη διερεύνηση της νοµιµότητας της δανειοδότησης των πολιτικών κοµµάτων, καθώς και των ιδιοκτητριών εταιρειών µέσων µαζικής ενηµέρωσης από τα τραπεζικά ιδρύµατα της χώρας».

Εκεί στο πόρισμα της η κυβερνητική πλειοψηφία ως προς τα οικονομικά των κομμάτων λίγο πολύ επανέλαβε τις γνωστές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το σκανδαλώδη δανεισμό των κομμάτων (εννοώντας μόνο το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ), όμως δεν κατέληξε στην ύπαρξη ποινικών ευθυνών για πολιτικά πρόσωπα.

Παράλληλα το 2017 η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ανέσυρε ξανά το πόρισμα Καλούδη και έτσι φτάσαμε στην τωρινή παραγγελία για την απαγγελία κακουργηματικών κατηγοριών σε οικονομικά στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ καθώς και σε στελέχη πέντε τραπεζών, που απέστειλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών η Οικονομική Εισαγγελία. Για κακούργημα θα κληθούν σε απολογία εννέα κομματικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που ήταν οι ταμίες την χρονική περίοδο από 2005-2011. Πάνω από εκατό είναι τα τραπεζικά στελέχη από τις τράπεζες Αγροτική, Εθνική, Πειραιώς, Eurobank, Attica, για τα οποία παραγγέλλεται επίσης η άσκηση κακουργηματικής δίωξης.

Αναμένεται η υπόθεση να αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση επικοινωνιακά σε συνδυασμό με τη σταδιακή και κλιμακούμενη ανακίνηση και άλλων δικογραφιών.