Αυτή η είδηση έκανε την εμφάνισή της με την πρώτη επισκόπηση του ηλεκτρονικού μου ταχυδρομείου: «Ανήρ Αληθώς Μέγας Κεκοίμηται Εν Κυρίω». Ηταν η 25η Μαρτίου, ημέρα της μεγάλης εθνικής επετείου και της μεγάλης εορτής της Ορθοδοξίας. Και ως εξ ενστίκτου η σκέψη ταξίδεψε ευθύς στον Σεβασμιότατο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό. Δεν ήταν μόνο το πνεύμα της μεγάλης εορτής, ούτε η εκκλησιαστική γλώσσα της είδησης που με παρέπεμψαν στον μέγα ιερωμένο. Δεν ήταν ούτε το γεγονός ότι γνωρίζαμε τη μάχη που έδινε από καιρό με την επάρατη νόσο. Είναι κυρίως η φράση «Ανήρ Αληθώς Μέγας». Γιατί ο Ανήρ υπήρξε «αληθώς Μέγας». Μέγας ιεράρχης και Μέγας ποιητής. Και αυτά ο συντάκτης του κειμένου δεν τα λέει τώρα που εξαιτίας της εκδημίας του πολλοί θα τα πουν και θα τα γράψουν πολλά. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω για τον Ανδρα πριν από 15 περίπου χρόνια, όταν καλοί μου φίλοι είχαν την ευλογημένη ιδέα να μου χαρίσουν τη συγκεντρωτική ποιητική του συλλογή «Ο βαθμός της εκπλήξεως».

Και είναι όντως μέγας ο βαθμός της εκπλήξεως που αισθάνομαι κάθε φορά συλλαβίζοντας προσεκτικά με όλες μου τις αισθήσεις την ποίηση του ιερωμένου ποιητή. Υψιστη η τελειότητα. Και τώρα, ειρωνεία της τύχης, οι ίδιοι αυτοί φίλοι που με οδήγησαν στους εξαίσιους δρόμους της ποίησής Του μού έφεραν και τη μακάβρια είδηση: «Ανήρ Αληθώς Μέγας Κεκοίμηται Εν Κυρίω». Η είδηση που παγώνει, η είδηση που συντρίβει. Οι ίδιοι αυτοί φίλοι που είχαν την εξαίσια ιδέα να στείλουν έναν κρητικό αμφορέα, πλήρη κρητικής γης, για να τον συνοδεύσει στη νέα του κατοικία. Εναν αμφορέα στολισμένο με μοσχοβολημένα κρίνα από τις αυλές του χωριού του, γεμάτο από τα χώματα πάνω στα οποία έκανε τα πρώτα βήματα της εγκόσμιας ζωής, έτσι για να τον βοηθήσουν και στα πρώτα του βήματα, στις άλλες γειτονιές, στις γειτονιές των Αγγέλων. Εκεί στις γειτονιές που θα συναντήσετε Σεβασμιότατε και τη σεμνή και γλυκύτατη μορφή της πολυαγαπημένης Σας μητέρας. Εκείνης της φτωχιάς και περήφανης μάνας, που ήξερε να θυσιάζεται για «να θρέψει τα λιμώττοντα ορφανά Της». Η Μάνα που ποτέ δεν ήταν τόσο παρούσα μέσα Σας όσο από τη στιγμή της αποδημίας Της, γι’ αυτό και την αναστήσατε πολλάκις με την ποίησή σας. Τη μάνα που «ήτανε μαραμένα τα χέρια Της/ σαν άνθη που τα κόψαν την αυγή/ και τα λησμόνησαν χωρίς νερό στο ανθογυάλι».
Να είναι ευλογημένο το χώμα της μακρινής ηπείρου που επί 44 χρόνια τη διακονήσατε. Εμείς εδώ μένομε ουσιωδώς φτωχότεροι, σε εποχές που φωτεινές προσωπικότητες σαν τη δική Σας μάς είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίες. Καλό σας ταξίδι, Μεγάλε ιερωμένε και ποιητή.

Ο κ. Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.