Παρότι θα ήθελαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά, στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν ότι καλά ότι δεν πρόκειται να κερδίσουν αυτές τις εκλογές. Προφανώς και δεν πρόκειται να το παραδεχθούν δημόσια, όμως το ξέρουν καλά γιατί αυτό δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και όταν παρεμβαίνουν για να κάνουν τα αποτελέσματα κάπως πιο «φιλικά» προς αυτούς.
Με αυτή την έννοια, η προεκλογική εκστρατεία δεν έχει το βλέμμα στραμμένο μόνο στην κάλπη αλλά και στην επόμενη μέρα από αυτήν, την επόμενη μέρα που αναμένεται να σφραγιστεί από μια κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κυρικάκο Μητσοτάκη.
Η διαπίστωση αυτή προσφέρει και ένα ερμηνευτικό κλειδί για την ιδιαίτερα μεγάλη πόλωση που έχει επιλέξει ως τακτική η ηγετική ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η στρατηγική της πόλωσης με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα
Αυτό φαίνεται στον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα οξύνει την πολιτική αντιπαράθεση απέναντι στη ΝΔ.
Αυτή η πόλωση έχει δύο διαστάσεις. Η μία αφορά τη συνεχή πολεμική απέναντι στον «ακραίο νεοφιλελευθερισμό» της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η διάσταση αυτή έχει ενδιαφέρον όχι τόσο ως προς το χαρακτηρισμό που αποδίδει στην αντιπολίτευση, όσο ως προς το γεγονός η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα εδώ και 4 χρόνια εφαρμόζει πολιτικές που μόνο ως νεοφιλελεύθερες μπορούν να χαρακτηριστούν: ιδιωτικοποιήσεις, αλλαγές στο ασφαλιστικό, εφαρμογή της «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ για την απελευθέρωση αγορών, επέκταση των ελαστικών μορφών εργασιας.
Η άλλη διάσταση είναι αυτή που αφορά τη συνεχή καταγγελία της ακροδεξιάς και του ακροδεξιού κινδύνου, στην Ευρώπη αλλά και στη χώρα.
Και αυτή η καταγγελτική γραμμή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι προφανές ότι το βασικό ενδιαφέρον του Αλέξη Τσίπρα και του επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εάν θα αυξηθεί ή μειωθεί το ποσοστό του Βίκτωρ Όρμπαν ή του Ματτέο Σαλβίνι. Το βασικό τους άγχος είναι το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά το ελληνικό πολιτικό τοπίο δεν θα είχε πρόβλημα π.χ. με μια δεξιά διάσπαση της ΝΔ με γραμμή Ορμπάν – Σαλβίνι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς ενδιαφέρεται στο να ταυτίσει την ΝΔ με την ακροδεξιά. Όχι γιατί δεν γνωρίζει ότι η ΝΔ δεν ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά (ακόμη και εάν υπάρχουν στο εσωτερικό της φωνές που απηχούν τέτοιες αντιλήψεις), αλλά γιατί αυτό επιτρέπει ένα βολικό αντιπολιτευτικό αφήγημα για την επόμενη μέρα των εκλογών.
Η στρατηγική της μετεκλογικής πόλωσης
Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν πάμε σε ένα σενάριο σύντομης «δεξιάς παρένθεσης». Η επόμενη εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας θα γίνει με αναθεωρημένο το Σύνταγμα και η ΝΔ έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει η εκλογή του ΠτΔ να μην σημαίνει και πρόωρες εκλογές.
Επομένως, το Μέγαρο Μαξίμου επεξεργάζεται από τώρα μια στρατηγική που θα εξασφαλίζει τη φθορά της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και την κατοχύρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως του βασικού αντιπολιτευτικού πόλου και άρα και της επόμενης κυβερνητικής λύσης.
Σε αυτό το φόντο το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα προλειαίνει από τώρα το έδαφος για την αντιπολίτευση που θέλει να ασκήσει.
Ουσιαστικά θέλει να δοκιμάσει μια παραλλαγή της τακτικής του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου απέναντι στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην περίοδο 1990-1993: ολομέτωπη επίθεση από την πρώτη στιγμή, σκληρές «αξιακές» ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, προσπάθεια να παρουσιαστεί η ΝΔ ως ο εχθρός της προόδου και της δημοκρατίας.
Αυτό στηρίζεται και στην εκτίμηση ότι η ΝΔ δεν κατορθώνει να συσπειρώσει θετικά ψηφοφόρους αλλά περισσότερο ως αντίδραση στα σημερινά κοινωνικά προβλήματα αλλά και στην βεβαιότητα ότι τα μέτρα που θα πάρει η ΝΔ ως κυβέρνηση θα διαμορφώσουν ένα οξυμένο κοινωνικό κλίμα και μεγάλες κινητοποιήσεις.
Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση για να μπορέσει να καρπωθεί πολιτικά και εκλογικά αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει εξαρχής να έχει μια πολωτική ρητορική, να προσφέρει καμία συναίνεση στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, να διαμορφώνει ένα πλαίσιο πολιτικά ασφυκτικό.
Τα όρια της στρατηγικής της πόλωσης
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτή η στρατηγική θα αποδώσει.
Καταρχάς, όσο και εάν υψώσει τους ρητορικούς τόνους ο ΣΥΡΙΖΑ, η πραγματικότητα είναι ότι το κυβερνών κόμμα ως προς την πολιτική που όντως εφαρμόζει δεν απέχει πολύ από αυτά που θα εφαρμόσει και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Δηλαδή, θα έχει μια πραγματική δυσκολία να απαντήσει γιατί αντιτίθεται σε μέτρα που και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοζε, ιδίως από τη στιγμή που θα συνεχίσουν να έρχονται και ως υποδείξεις από τους θεσμούς.
Έπειτα, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτή η τακτική αντιπαράθεσης «ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι» θα έχει τα επιθυμητά πολιτικά και εκλογικά αποτελέσματα, καθώς δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι οι πολίτες θα θελήσουν να αυτοτοποθετηθούν με τον έναν ή τον άλλο πόλο της αντίθεσης.
Για την ακρίβεια, είναι πολύ πιο πιθανό να δούμε τους πολίτες να τοποθετούνται αντιθετικά προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Εάν κανείς κοιτάξει τις δημοσκοπήσεις θα διαπιστώσει απογοήτευση και δυσπιστία και για την κυβέρνηση και για την αξιωματική αντιπολίτευση, όπως και μια γενικότερη αποκαρδίωση και έλλειψη αισιοδοξίας και θετικής προοπτικής.
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι μια εικόνα «σκυλοκαυγά» ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, και πριν και μετά τις εκλογές, δεν θα οδηγούσε αρκετούς ψηφοφόρους τόσο στην επιλογή «στρατοπέδου» όσο σε μια ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ έστω και έμμεσα θα οδηγούσε στην ενίσχυση άλλων δυνάμεων που θα διατυπώνουν συνολική αντίθεση σε όλα τα «συστημικά» κόμματα.
Και ξέρουμε πολύ καλά ότι ένα υπάρχει ένας χώρος που έχει δοκιμάσει να παίξει αυτό το χαρτί από τα δεξιά, αυτός είναι η ακροδεξιά που όπως και σε όλη την Ευρώπη κυρίως επενδύει στο να μπορέσει να εκμεταλλευτεί την αποτυχία των κομμάτων διακυβέρνησης να απαντήσουν στις αγωνίες των πολιτών.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και μια άλλη παράμετρος. Σε όλη την Ευρώπη καταγράφεται μια αποδιάρθρωση της πολιτικής συζήτησης, μέσα από την υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία και την τεχνοκρατική διαχείριση που αποξενώνει τους πολίτες και τους κάνει να θεωρούν την πολιτική μια δραστηριότητα που αφορά απλώς τις εκπροσωπήσει οργανωμένων συμφερόντων χωρίς πραγματική ανταλλαγή προγραμμάτων και επιχειρημάτων.
Στην Ελλάδα αυτό επιτείνεται και από μια φραστική πόλωση και την κυριαρχία μιας πολιτικής αισθητικής που μηρυκάζει τη φραστική βαναυσότητα των κοινωνικών μέσων δικτύωσης για να συγκαλύψει την απουσία επιχειρημάτων, με πιο χαρακτηριστικό (αλλά όχι μόνο…) παράδειγμα τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας κ. Παύλο Πολάκη.
Η στρατηγική της ρητορικής πόλωσης, οι εύκολες κραυγές, οι τεχνητές διαχωριστικές γραμμές απλώς επιτείνουν την αποξένωση των πολιτών από την πολιτική, την ιδιώτευση και την εξατομίκευση. Δεν στρατεύουν αλλά αποστρατεύουν.
Και στο βαθμό που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί την αποτυχία της αριστεράς (ή τουλάχιστον μιας ορισμένης εκδοχής της) να απαντήσει στην αγωνία των πολιτών για μια πολιτική που να μπορεί να αλλάξει τη ζωή τους προς το καλύτερο, τότε διαμορφώνεται ένα επικίνδυνο κενό, σαν κι αυτό που εκμεταλλεύεται σήμερα η ακροδεξιά στην Ευρώπη για να εμπεδώσει τις δικές της επικίνδυνες, βάναυσες και μισαλλόδοξες «πολώσεις».