Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου
Ουάλας Στίβενς
Η ποίηση ήταν ανέκαθεν ο μεγεθυσμένος λόγος, η εικόνα που άπλωσε, η βασίλισσα της λογοτεχνίας. Οταν λέμε ότι το εικονοστάσιο της ποίησης μεγεθύνθηκε, εννοούμε ότι το αποτέλεσμα του ποιητικού λόγου, η στιγμιαία μεταφυσική, υπέστη μια μεταμόρφωση η οποία εξισώνεται με τη γένεση ενός άλλου λόγου. Οι ψηφίδες που αποτελούν τα κομμάτια της – καθώς κάθε στιγμή, ακόμα και το αστραπιαίο μπορεί να κατατμηθεί – αποκολλούνται από το αυτοτελές πυρηνικό ποιητικό σώμα και εξακοντίζονται σε διάφορες κατευθύνσεις.
Ακολουθώντας ένα παράδειγμα από την επιστήμη της Φυσικής, θα λέγαμε πως ο πυρήνας-ποιητικός στοχασμός υφίσταται μία σχάση. Ποιο είναι όμως το επακόλουθο; Τα κομμάτια αυτά του υπερακοντισμένου ποιητικού υλικού χάνονται στον χώρο, χωρίς αρχικά καμία συνδετική δύναμη να τα συγκρατεί. Μιλάμε δηλαδή για ένα δευτερογενές χάος – πρωτογενές είναι το «ασύλληπτο» – που ήδη κατοικεί στη σκέψη του ποιητή, σε μια κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με το εγώ του – αποτελούμενο από κατακερματισμένες ψηφίδες μιας «εικονοποιίας» που έχει αρχικά καταστραφεί. Το χάος αυτό, ωστόσο, δημιουργεί στο μυαλό του συγγραφέα πάλι ένα είδος συγκίνησης, διαφορετικής υφής από εκείνη που τον οδηγεί στη σύνθεση ενός ποιήματος. Συγκινείται ασυνείδητα από το ίδιο του το υλικό.
Η στιγμή είναι κρίσιμη. Η πηγή της ποιητικής έμπνευσης έχει εκραγεί. Ο,τι έχει απομείνει είναι πια δύσκολο να γίνει ποίημα, οι δεσμοί που συγκρατούν αυτό το πολύτιμο σώμα έχουν ήδη διαρραγεί, έχει τρόπον τινά αποκρυσταλλοποιηθεί. Ετσι λοιπόν κομμάτια και θρύψαλα μιας άγνωστης «ασύνδετης» πηγής συγκίνησης αιωρούνται σε ένα τοπίο πέρα από το συνειδητό.
Ωστόσο το νερό της πηγής δεν κατευθύνεται προς τον ουρανό αλλά χύνεται ενδοστρεφώς προς τη «γη», προς το «καταγωγικό του σώμα» και επιστρέφει στον συγγραφέα. Εκείνος τότε ενισχύεται, φορτίζεται με μία ενέργεια που δεν μοιάζει τόσο με την εκκένωση που προκαλεί ένα ποίημα, αλλά με ένα «μούδιασμα». Πρέπει να ανταποκριθεί. Η πρόκληση είναι εδώ, υπαρκτή.
Ετσι περνάει στη δεύτερη φάση στην οποία τα αιωρούμενα σωματίδια ποιητικής συγκίνησης αρχίζουν και αποκτούν μια ελάχιστη, κατ’ αρχήν, τιμή χημικής συγγένειας. Είναι το σημείο όπου ο δημιουργός, υποσυνείδητα, συνειρμικά, μαγικά σχεδόν, συναρμολογεί τις εκλεκτικές συγγένειες του χαοτικού υλικού του. Αντιφατικά ζεύγη εμφανίζονται και παρασύρουν στο διάβα τους ουρές από μνήμες, ξεχασμένα επεισόδια και πάσης φύσεως υλικό που αντλεί ο ποιητής από το εσωτερικό του οπλοστάσιο. Είναι λοιπόν ακριβώς αυτό το νερό της πηγής το οποίο έρχεται και κυλά παράλληλα με το «νερό της δημιουργίας». Το αίμα και οι μνήμες που προϋπάρχουν. Αυτό το αίμα-νερό, που αναβλύζει από την «ποιητική» του φύση θα αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία που θα ενώσει τα θραύσματα, έτσι ώστε να αρχίσει να δημιουργείται η ανάγκη μιας τάξης σε αυτό το φαινομενικό χάος.
Για να γίνω πιο κατανοητός θα μιλήσω ξεχωριστά για ποίηση και πεζό. Στην ποίηση σε πρώτη φάση το ερέθισμα είναι ένα σύνθετο μάγμα που αποτελείται από εικόνα, λόγο και νόημα. Και τα τρία είναι συνεκτικά δεμένα μεταξύ τους, ώστε να μη δια-χωρίζονται. Για να καταλήξει αυτό το ερέθισμα σε λόγια στο χαρτί, ακολουθείται μία – ασυνείδητη σε πρώτη φάση – προσπάθεια αποκόλλησης. Η πρώτη φάση είναι ο διαχωρισμός του όλου: εικόνα – λόγος – νόημα, με τα δυο τελευταία να λειτουργούν ακόμη συζευκτικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει ένα εντός και ένα έναντι. Εναντι είναι η εικόνα και εντός ο ουσιώδης λόγος, ο καίριος, ο ανερμήνευτος λόγος, που είναι ακόμα γαντζωμένος γερά στο νόημα. Ενας λόγος που φύεται από την καρδιά του νοήματος.
Ταυτόχρονα αυτό το ζεύγος λόγος-νόημα υπακούει σε έναν ιδιόρρυθμο βιολογικό χρόνο, που δεν είναι του συγγραφέα, αλλά του ίδιου του μάγματος. Η δεύτερη φάση και πιο δύσκολη είναι η προσπάθεια να αποκολληθεί από το ζεύγος λόγος-νόημα ο ποιητικός λόγος. Και αυτό γιατί υπάρχουν φορές που ο λόγος είναι τόσο στέρεα συγκολλημένος με το νόημα που αρνείται να το εγκαταλείψει και να αφεθεί να στάξει στο χαρτί.
Εκείνες φυσικά είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες στιγμές και όταν επιτυγχάνονται, τότε προκύπτει η αληθινή ποίηση. Η πράξη της ποιητικής γραφής είναι μια διαρκής ταλάντευση, μια σχοινοβασία στις παρυφές του νοήματος την ώρα που ο ποιητής προσπαθήσει να αποκολλήσει την εξωτερική του φλούδα που είναι ο λόγος.
Στο μυθιστόρημα τα πράγματα είναι κάπως αλλιώς. Εκεί έχουμε να κάνουμε με μια διαρκή εκγύμναση του πνεύματος. Συμβιώνουμε με το πρόβλημα, μια και παρεμβάλλεται αυτό που λέμε ιστορία και οι φορείς της, ο κινητοποιός μηχανισμός της, οι ήρωες. Το θέμα που απασχολεί την πράξη της μυθιστορηματικής γραφής είναι η προφορικότητα του κειμένου. Ξέρει κανείς ότι ένα κείμενο είναι τελειωμένο από τη στιγμή που μιλιέται, από τη στιγμή που «διαβάζεται» και «κάθεται». Στο μυθιστόρημα υπάρχει εντός μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί. Κατασκευάζεται μια δομή, υπάρχει μια τάξη, μερικές φορές και πολύ αυστηρή. Συνειδητά τα πεζά κείμενα υπακούουν σε ένα πλέγμα κανόνων, αρκετοί από τους οποίους δεν είναι αντιληπτοί. Για να το εκφράσουμε παραστατικότερα, τα κείμενα κατά βάθος είναι παλίμψηστα. Υπάρχει το πρώτο επίπεδο, η πλοκή και οι εμφανείς της κώδικες και από κάτω αρχίζουν να εξυφαίνονται εσωτερικά νήματα μεταξύ προσώπων, των μερών του κειμένου, υποϊστοριών που δημιουργούν ένα πλέγμα το οποίο κάποια στιγμή χάνεται κάτω από την επίδραση της ανάγνωσης. Εκεί ο αναγνώστης που θα μπει στον κόπο να εξορύξει το στρώμα αυτό θα διεισδύσει σε βάθος και θα ανακαλύψει τις τυχόν διαπλοκές και σχέσεις που δημιουργούνται στο υπέδαφος. Πολλοί δεν θα το κάνουν, ωστόσο το κείμενο οφείλει να μεριμνά για την περίπτωση που κάποιοι θα το επιχειρήσουν. Ετσι η ιστορία δένεται, αποκτά βαθύτερες ρίζες και μπορεί να λειτουργήσει σε περισσότερα του ενός επίπεδα.
Και το σήμερα; Η ποίηση αλλά κυρίως η πεζογραφία τι έχουν να πουν για τον καιρό που γράφτηκαν;
Ο δεσμός του ποιητή από τη μία με την εποχή του λέει ο Σεφέρης
«…είναι ένας ομφάλιος λώρος, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός. Είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας». Ιστορία και μυθιστόρημα, από την άλλη, έχουν βαθιές συγγένειες. Ωστόσο «η τέχνη δεν είναι καμία φιλαρμονική του Δήμου να συνοδεύει την Ιστορία» λέει ο Κούντερα. Κάτι που βλέπουμε ολοένα και περισσότερο στα σύγχρονα πονήματα που μοιάζουν με σκηνικά για ιστορικά γεγονότα, σάουντρακ για τη μία και κυρίαρχη εκδοχή τους, ενώ ξέρουμε καλά ότι η Ιστορία είναι μια ζέουσα αέναα διαμορφούμενη συνθήκη. Και ο ίδιος ο Κούντερα συνεχίζει «δεν είναι απαραίτητο να δώσουμε όλες τις δυνατές πληροφορίες γύρω από το εκάστοτε μυθιστορηματικό πρόσωπο – είναι ανώφελο να πείσουμε πως είναι εξίσου πραγματικό με εσάς και εμένα – για να είναι ισχυρό και να μας μείνει αλησμόνητο, αρκεί να γεμίζει τον σωρό της κατάστασης την οποία δημιούργησε για αυτό ο μυθιστοριογράφος».
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.