Η ελληνική φιλοξενία εξακολουθεί να αποτελεί το ισχυρότερο «χαρτί» του τουριστικού προϊόντος σε σχέση με τον ανταγωνισμό και κυρίως έναντι των προορισμών της Νότιας Ευρώπης.
Μάλιστα, το σημαντικότερο κριτήριο ικανοποίησης των τουριστών από την εμπειρία των διακοπών τους στην Ελλάδα είναι «η φιλικότητα των ανθρώπων του προορισμού». Επίσης, στα πιο δυνατά σημεία του ελληνικού τουρισμού συγκαταλέγονται η γαστρονομία, η ποιότητα διαμονής, η ασφάλεια και η ομορφιά των τοπίων.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα μελέτης που εκπόνησε η TCI Research για λογαριασμό του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) με τίτλο «Αξιολόγηση του brand «Ελλάδα» και σύγκριση με τον ανταγωνισμό στη Νότια Ευρώπη».
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο πολιτιστικός πλούτος της Ελλάδας, ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά της στον τουρισμό, εμφανίζεται μονοδιάστατος χωρίς ποικιλία πολιτιστικών θεαμάτων συγκριτικά με τον ανταγωνισμό στη Νότια Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία και Κροατία).
Επιπλέον, η Ελλάδα υστερεί κυρίως σε θέματα διαχείρισης προορισμού, δηλαδή στις υποδομές μεταφορών, σε κέντρα τουριστικής πληροφόρησης, σε σηματοδότηση, στην καθαριότητα και στη γενικότερη εικόνα των πόλεων.
Σε ό,τι αφορά τους βασικούς δείκτες ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα βρίσκεται σε σημαντικά πιο πλεονεκτική θέση στην εκπλήρωση προσδοκιών από τις διακοπές, στο «value for money στη διαμονή», ενώ στα ίδια επίπεδα με τον ανταγωνισμό βρίσκεται «η πρόθεση των επισκεπτών να συστήσουν τον προορισμό σε άλλους».
Βάσει του βαθμού ικανοποίησης από την εμπειρία των διακοπών το 36% των τουριστών που έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα προτίθενται να επιστρέψουν για διακοπές στη χώρα μας ποσοστό που υπολείπεται όμως του μέσου όρου στους έξι άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς (46%).
Η αντίληψη των τουριστών για τις ιδανικές διακοπές στη Μεσόγειο, φαίνεται ότι έχει μεταβληθεί και έχει απομακρυνθεί από το πρότυπο «ήλιος και θάλασσα».
Πέρα από τη φιλοξενία των κατοίκων, που αποτελεί το κύριο κριτήριο ικανοποίησης, η ικανοποίηση των ταξιδιωτών στον προορισμό διακοπών καθορίζεται από τη διαμονή (2η θέση), την αίσθηση ασφαλείας (θέση 3), την τοπική κουζίνα, την ομορφιά των τοπίων, τις αγορές και τα κέντρα τουριστικής πληροφόρησης, ενώ μόλις στην 8η θέση των κριτηρίων εμφανίζονται οι παραλίες.
Τα συμπεράσματα
Ο ανθρώπινος παράγοντας κυριαρχεί στα κριτήρια και στις διαστάσεις της τουριστικής εμπειρίας, που αποτελούν τα κύρια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της τουριστικής Ελλάδας.
Σύμφωνα με τη μελέτη της TCI Research, η φιλικότητα των κατοίκων και οι πολύ θετικές επιδόσεις στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών από το ανθρώπινο δυναμικό στα καταλύματα, στα καταστήματα εστίασης, στα μουσεία, στις δημόσιες μεταφορές, όπως και η αίσθηση ασφάλειας και η καλή σχέση ποιότητας – τιμής είναι οι σημαντικότεροι άυλοι παράγοντες που καθιστούν τη χώρα μας εξαιρετικά ανταγωνιστική ως τουριστικό προορισμό.
Τα υψηλά επίπεδα ικανοποίησης σχετικά με τη διαμονή και την ποιότητα του φαγητού, επίσης, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμπειρίας των επισκεπτών. Σημειώνεται ότι για τους τουρίστες που αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη γαστρονομία (foodies) η Ελλάδα προσφέρει άκρως ανταγωνιστικές εμπειρίες τόσο σε επίπεδο ποικιλίας και επιλογής φαγητού όσο και στους περισσότερους άλλους παράγοντες που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη κατηγορία επισκεπτών, όπως είναι η ψυχαγωγία, η μετακίνηση, η αίσθηση ασφάλειας κ.ά.
Επίσης, εξαιρετική είναι και η εμπειρία που αποκομίζουν οι ξένοι επισκέπτες από τις παραλίες, με εξαίρεση την καθαριότητα, όπου η χώρα μας υστερεί σημαντικά έναντι του ανταγωνισμού.
Σε ό,τι αφορά το επίπεδο μέσων μαζικής μεταφοράς, η Ελλάδα βρίσκεται σε αποδεκτά επίπεδα, λίγο υψηλότερα από τον ανταγωνισμό και ιδιαίτερα ως προς τις τιμές.
Οι «μαύρες τρύπες»
Τα στοιχεία στα οποία η Ελλάδα μειονεκτεί συνδέονται κυρίως με τη λειτουργία των προορισμών.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι των ανταγωνιστριών χωρών σε ζητήματα που σχετίζονται με την καθαριότητα, την άναρχη πολεοδομία και την ευκολία περιήγησης, τις οδικές υποδομές και τη σηματοδότηση στους τουριστικούς προορισμούς.
Οσον αφορά τους πολιτιστικούς πόρους, η Ελλάδα βαθμολογείται θετικά στο κλασικό προϊόν (ιστορικά μνημεία, αξιοθέατα, κ.λπ.), ωστόσο καταγράφεται η αναγκαιότητα για ανάπτυξη μιας ευρύτερης ποικιλομορφίας (σε επίπεδο προϊόντος, όχι πόρων) – π.χ. Βυζαντινός, νεότερος και σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός – αλλά και αναβάθμιση της παρουσίασης των πολιτιστικών πόρων με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους για τον επισκέπτη (story telling), πέρα από τη βασική τεκμηρίωση που προσφέρεται.
Αρνητική είναι και η εικόνα για άλλους παράγοντες που είναι εξίσου σημαντικοί για τους τουρίστες με ενδιαφέρον στον πολιτισμό, όπως είναι η κατάσταση και η καθαριότητα εντός και εκτός των αρχαιολογικών χώρων, η εικόνα των πόλεων, αλλά και το φάσμα των αγοραστικών επιλογών (shopping).
Αντίστοιχα, φαίνεται ότι η χώρα μειονεκτεί σημαντικά στην παροχή επαρκούς πληροφόρησης, τόσο μέσω των κέντρων πληροφόρησης (info-centers) όσο και ως προς την ποιότητα των διαθέσιμων εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας (mobile apps).