Τον περασμένο Σεπτέμβριο το αμερικανικό Πεντάγωνο δημοσίευσε μία έκθεση, στην οποία έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για το γεγονός ότι ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός από τμήματα που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία των συστημάτων εθνικής ασφάλειας παρέχεται στον στρατό των ΗΠΑ από εταιρείες που έχουν έδρα στο εξωτερικό.
Ο λόγος της δημοσίευσης της έκθεσης αυτής έγινε εμφανής λίγο αργότερα: η λειτουργία των πυραύλων ετίθετο σε κίνδυνο, επειδή έκλεισε η αμερικανική εταιρεία που προμηθεύει κατ’ αποκλειστικότητα τους διακόπτες παροχής καυσίμου, ενώ και για την προμήθεια στερεού καυσίμου όφειλε ο αμερικανικός στρατός να καταφύγει σε μια νορβηγική εταιρεία, διότι το προϊόν από τον μοναδικό Αμερικανό προμηθευτή που έχει απομείνει ανοικτός δεν πληροί αυστηρώς τις προδιαγραφές.
Αλλά τα προβλήματα στη λειτουργία των πυραύλων δεν είναι το μόνο πρόβλημα, που σχετίζεται με την ομαλή προμήθεια ανταλλακτικών και εξοπλισμού. Στην ίδια έκθεση του υπουργείου Αμύνης καταγράφονται αντίστοιχα προβλήματα στην προμήθεια του ειδικά κατεργασμένου μετάλλου για τη θωράκιση των αρμάτων μάχης, ή τις τεχνικές μεθόδους υψηλής τεχνογνωσίας για την προώθηση των υποβρυχίων. Για να μη μιλήσει κανείς για τα ελικόπτερα του αμερικανικού στρατού, που θα γνωρίσουν δύσκολες μέρες μετά την πτώχευση της μοναδικής εταιρείας στις ΗΠΑ που κατασκεύαζε ανταλλακτικά για τα Apache Ah-64E, Osprey V-22 e Sikorsky S-65.
Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται άμεσα με τις επιπτώσεις του φαινόμενου της οικονομικής απορρύθμισης, που ως πολιτική εφαρμόσθηκε εκτεταμένα στην αμερικανική οικονομία με την άνθηση της παγκοσμιοποίησης.
Όπως τονίζει ο Ιταλός οικονομολόγος Μπρούνο Αμορόζο «στις αλλαγές στις βιομηχανικές στρατηγικές που εισήγαγε η παγκοσμιοποίηση στη δεκαετία του 1970 -δηλ. η μετάβαση από το φορντικό μοντέλο παραγωγής στη μεταβιομηχανική εποχή – οι ΗΠΑ εξερεύνησαν εντατικά ποιοι θα ήσαν οι τομείς με τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και που η ανάπτυξή τους θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει τον ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Το επίκεντρο των ερευνών αυτών ήταν η τεχνολογική καινοτομία σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, με αιχμή του δόρατος τη στρατιωτική βιομηχανία και τα χρηματοοικονομικά, τομείς που θεωρήθηκαν τα κατεξοχήν εργαλεία για επιθετικές και κερδοσκοπικές δραστηριότητες, που είναι απαραίτητοι παράγοντες για το διαγούμισμα των νέων ευκαιριών για κατανάλωση και για την καταλήστευση των αποταμιεύσεων των πολιτών σε όλον τον κόσμο».
Ήταν χάρη στην εξοπλιστική πολιτική του Ρόναλντ Ρίγκαν, που οι αμερικανικές εταιρείες και οι τομείς που συνδέονταν με την πολεμική βιομηχανία έφθασαν να προσλάβουν έως και 600.000 περισσότερους εργαζόμενους, τη στιγμή που η αντίστοιχη πολιτική βιομηχανία έχανε 1,6 εκατ. θέσεις εργασίας.
Την ίδια στιγμή, στον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο» άρχιζαν να λειτουργούν όλο και περισσότερες εταιρείες, ιδίως σε χώρες που μαστίζονταν από την ύφεση κι εξασφάλιζαν θέσεις εργασίας με χαμηλότερους μισθούς, χαλαρές συνθήκες εργασίας και μικρή φορολογία. Μέσω αυτών, η αμερικανική βιομηχανία ξεπέρασε τις δυσκολίες, που αυστηρή χρηματοπιστωτική πολιτική της κεντρικής τράπεζας Fed και η πολιτική του «σκληρού» δολαρίου επέβαλαν στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Αρχικά, το φαινόμενο ξεκίνησε ως ανάληψη υπεργολαβιών στις χώρες αυτές από τις μεγάλες προμηθεύτριες εταιρείες, όμως βαθμηδόν μετατοπίσθηκε σε αυτές σχεδόν το σύνολο της παραγωγής. Αποτέλεσμα της μεταφοράς αυτής, ήταν η ραγδαία αποβιομηχάνιση του αμερικανικού τομέα της πολεμικής βιομηχανίας. Μόνον όσον αφορά τα ναυπηγεία, από το 2000 έχουν κλείσει περί τα 20.000 στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα το πολεμικό ναυτικό της χώρας να έχει περιορισμένη δυνατότητα για γρήγορη προμήθειά του σε ανταλλακτικά, όποτε έχει ανάγκη. Αλλά και όσον αφορά τα διάφορα ανταλλακτικά τμήματα, τα πλαστικά μέρη και τα μέταλλα, που χρειάζονται οι τα αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, το μεγαλύτερο ποσοστό τους κατασκευάζεται στο εξωτερικό, ενώ το 90% των ηλεκτρονικών συστημάτων και τα κυκλώματα των αμερικανικών όπλων κατασκευάζονται στην Ασία.
Σύμφωνα με την έκθεση του Πενταγώνου, μεταξύ 2000-2016 έχουν κλείσει περίπου 66.000 εταιρείες (που αντιστοιχεί σε 5 εκατ. θέσεις εργασίας), με τις 17.000 εξ αυτών να συνεργάζονται απ’ ευθείας με το Πεντάγωνο. Πολλές από αυτές «με δυσκολία ανταποκρίνονται στα έξοδα των αναγκαίων επενδύσεων για να κρατηθούν στο ύψος των παραγγελιών», τονίζει το Πεντάγωνο, που σημειώνει ότι «εξαιτίας της διάβρωσης της αμερικανικής οικονομίας κατά την τελευταία 20ετία, σήμερα εξαρτώμεθα από ξένες γραμμές παραγωγής», που συχνά δεν βρίσκονται σε έθνη φιλικά προσκείμενα στις ΗΠΑ, όπως η Κίνα–όπου κατασκευάζονται τα ηλεκτρονικά συστήματα και το αλουμίνιου που είναι απαραίτητα για το σύστημα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Το Πεντάγωνο, απέναντι στην όλο και μεγαλύτερη διείσδυση των κινεζικών εταιρειών στην προμήθεια της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας, κάνει πλέον έκκληση για τον τερματισμό «των δυστροφιών που διαπιστώνονται στην κινεζική αγορά εργασίας, οι οποίες εγκυμονούν κινδύνους για την τεχνολογική ηγεμονία των ΗΠΑ και την απώλεια της βιομηχανικής δύναμης, που βρίσκεται στη βάση της στρατιωτικής μας υπεροχής».