Σε ποιον κόσμο κυριολεκτικά ζει η Ελλάδα; Σύμφωνα με την κυβερνητική ρητορική ζει σ’ έναν κόσμο μέσα στον οποίο έχει αναδειχθεί σε πυλώνα σταθερότητας και συνεργασίας στην περιοχή, ρόλο που όντως έχει, και προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε ομολογουμένως και η Συμφωνία των Πρεσπών. Από εκεί και πέρα όμως δεν φαίνεται να την απασχολεί σχεδόν απολύτως τίποτα από τις μεγάλες απειλές, κινδύνους, προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η Ευρώπη και το ευρύτερο παγκόσμιο σύστημα. Και όχι μόνο δεν φαίνεται να την απασχολεί αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται να λειτουργεί ως να μην υπάρχουν καθόλου. Να αγνοεί δηλαδή τη μεγάλη εικόνα των κινδύνων ως εάν να μην την αφορούν και να μην την αγγίζουν. Ενώ αφορούν, αγγίζουν και προβληματίζουν το σύνολο σχεδόν των υπολοίπων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Το αξιοσημείωτο είναι ότι και η αντιπολίτευση, ιδιαίτερα η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν φαίνεται επίσης να ασχολείται σοβαρά με αυτούς του κινδύνους και απειλές.
Με τον τρόπο αυτόν η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται μάλλον εκτός της ευρύτερης ευρωπαϊκής ατζέντας θεμάτων, σε μια δική της ξεχωριστή λογική και θεματολογία. Βέβαια η κυβέρνηση επευφημείται λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, συμφωνία που έλυσε με τον τρόπο που έλυσε ένα διαχρονικό πρόβλημα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η παράβλεψη ή και οι θέσεις της στα άλλα μείζονα θέματα, απειλές και προκλήσεις δεν ενοχλούν. Ενοχλούν έστω κι αν η ενόχληση αυτή δεν εκφράζεται δημόσια. Από τον μακροσκελή κατάλογο θεμάτων που η Ελλάδα εμφανίζεται να παραβλέπει ως κινδύνους και απειλές ή και να μην ευθυγραμμίζεται με τη γενικότερη ευρωπαϊκή προβληματική, τρία μπορούν να επισημανθούν ως τα σημαντικότερα:
Πρώτον, η (σχεδόν) πλήρης κατάρρευση της σχέσης Ευρώπης – Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ), η λεγόμενη ατλαντική σχέση, ιδιαίτερα όπως είχε θεσμικά εκφραστεί στο ΝΑΤΟ. Οπως γράφουν δύο διακεκριμένοι αμερικανοί αναλυτές στο Foreign Affairs, οι Ph.H. Gordon και J. Shapiro, ο πρόεδρος Τραμπ «δολοφόνησε την Ατλαντική Συμμαχία» («How Trump killed the Atlantic Alliance») καταφέροντας το «θανάσιμο χτύπημα» με πράξεις και λόγια. Στο μέλλον ακόμη και μια φιλική προς την Ευρώπη αμερικανική διοίκηση θα είναι αδύνατο να αναστήσει τη Συμμαχία. Ισως κατασκευάσει κάτι καινούργιο. Η κατάρρευση της ατλαντικής σχέσης ασφάλειας έχει κυριολεκτικά πανικοβάλει τους Ευρωπαίους, κάτι που φάνηκε και στην πρόσφατη συνάντηση του Μονάχου. Και βεβαίως δεν είναι μόνο η ασφάλεια. Είναι μια σειρά από άλλα θέματα, όπως οι εμπορικές σχέσεις (ουσιαστικά οι δύο πλευρές βρίσκονται σε εμπορικό πόλεμο), η κλιματική αλλαγή, η υπονόμευση από πλευράς Ουάσιγκτον της πολυμερούς παγκόσμιας τάξης, η υποστήριξη που προσφέρουν οι σημερινές ΗΠΑ στον εθνολαϊκισμό και σε αυταρχικούς ηγέτες και σειρά άλλων. Για ορισμένους «οι σημερινές ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν ήδη μια απειλή για την Ευρώπη». Η μόνη χώρα-μέλος όμως της ΕΕ που δεν φαίνεται να σκοτίζεται για όλα αυτά είναι η Ελλάδα. Αναπτύσσει πολύπλευρα τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ ως να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα. Ετσι η πολιτική δύναμη που πριν από μερικά χρόνια είχε ως σύνθημα «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» μιλά σήμερα για «πλήρη ταύτιση συμφερόντων με τις ΗΠΑ (του Ντ. Τραμπ). Αλλά άλλο καλές σχέσεις – που πρέπει να έχει – και άλλο «πλήρης ταύτιση». Η Ελλάδα είναι χώρα-μέλος της ΕΕ.
Δεύτερον, ο ρόλος της Ρωσίας που θεωρείται αποσταθεροποιητικός και επίσης μεγάλη απειλή από τους (περισσότερους) Ευρωπαίους, έστω κι αν ορισμένοι προσπαθούν να έχουν καλές σχέσεις ή προωθούν διάφορα projects μαζί της (Γερμανία – αγωγός αερίου, κ.λπ.). Αποσταθεροποιητικός λόγω των παρεμβάσεων που επιχειρεί στις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες κρατών-μελών της ΕΕ προκειμένου να επηρεάσει τα εκλογικά αποτελέσματα (cyber attacks), της στήριξης που προσφέρει στα εθνολαϊκιστικά, ευρωσκεπτικιστικά κόμματα και ηγέτες (Λεπέν, Σαλβίνι κ.ά.) αλλά και της επεκτατικής παρεμβατικής πολιτικής της από Ουκρανία, Βαλκάνια μέχρι Μ. Ανατολή, Συρία κ.ά. Ετσι η Ενωση έχει επιβάλει κυρώσεις και γενικώς ακολουθεί μια πολύ σταθμισμένη πολιτική απέναντι στη Ρωσία. Στην Ελλάδα, με την εξαίρεση του διπλωματικού επεισοδίου του περασμένου καλοκαιριού (σπασμωδική απέλαση ρώσων διπλωματών), κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν βλέπουν απολύτως κανένα πρόβλημα στη ρωσική συμπεριφορά. Η ανάγκη για καλές σχέσεις οδηγεί σε οιονεί τύφλωση.
Τρίτον, η επέλαση της Κίνας στην Ευρώπη θεωρείται από πολλούς (π.χ. W. Munchau) η μείζων γεωπολιτική πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η επέλαση έχει πρωτίστως οικονομικό χαρακτήρα διείσδυσης σε κρίσιμους κλάδους της ευρωπαϊκής οικονομίας υψηλής τεχνολογίας (όπως δίκτυα πέμπτης γενιάς – G-5, κ.λπ.). Αλλά και η συστηματική προσπάθεια της Κίνας να προσδέσει σ’ ένα οικονομικό δίκτυο ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό κρατών του πλανήτη (Belt and Road Initiative – BRI). Η Ενωση ως θεσμός – αν και με τις χώρες-μέλη διχασμένες πάνω στο θέμα – επιχειρεί να αντιδράσει με διάφορους τρόπους (σύναψη συμφωνίας για τις επενδύσεις, κ.λπ.). Γαλλία και Γερμανία π.χ. έχουν φθάσει μέχρι του σημείου να προτείνουν την τροποποίηση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ για τον σκοπό αυτόν. Στην Ελλάδα η επενδυτική παρουσία της Κίνας είναι (και καλώς) από τις ισχυρότερες. Αλλά αυτό δεν μπορεί να σημαίνει και την απουσία κάθε προβληματισμού για τις γενικότερες προεκτάσεις και συνέπειες της κινεζικής επέλασης. Δεν μπορεί να σημαίνει επίσης και μπλοκάρισμα κάθε προσπάθειας κριτικής για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα (κάτι που κάνει σταθερά η Αθήνα).
Η Ελλάδα είναι όντως στον δικό της κόσμο…
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.