Η εβδομάδα που πέρασε ήταν πολύ πυκνή για τις ευρωτουρκικές σχέσεις και συνάμα ενδεικτική της εκατέρωθεν αμηχανίας για την εξέλιξή τους. Εν αρχή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με μεγάλη πλειοψηφία πρότεινε την αναστολή των διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας, καλώντας, παράλληλα, σε αυστηρό τόνο την Αγκυρα να απόσχει από προκλητικές ενέργειες σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου, καθώς και να άρει το casus belli. Το αφτί της γείτονος δεν ίδρωσε λόγω του μη δεσμευτικού χαρακτήρα του ψηφίσματος, ωστόσο επιβεβαιώθηκε η συνεχιζόμενη απόκλιση της γείτονος από την ΕΕ. Στις 13-14 Μαρτίου ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τσαβούσογλου, συμμετείχε στη διήμερη σύνοδο που συγκλήθηκε από τη Φεντερίκα Μογκερίνι στις Βρυξέλλες για τη Συρία. Προφανώς, διερευνήθηκε η προοπτική συνεργασίας (και) στο κομμάτι της ασφάλειας, ειδικότερα δε η συνέργεια των υπηρεσιών για την ανάσχεση μετακίνησης προς ευρωπαϊκό έδαφος των ευρωπαϊκής καταγωγής τρομοκρατών που πολέμησαν στο πλευρό του Daesh. Την επόμενη μέρα, Τσαβούσογλου και Μογκερίνι συναντήθηκαν εκ νέου, υπό άλλο πλαίσιο, αυτό του Συμβουλίου Σύνδεσης, το οποίο συνεδρίασε ύστερα από τρία χρόνια, όπου και ξεδιπλώθηκε το σύνολο της διμερούς ατζέντας. Η διατήρηση της συμφωνίας (Κοινής Δήλωσης του Μαρτίου του 2016) για τη συγκράτηση των προσφυγομεταναστευτικών ροών, ειδικότερα εν όψει των ευρωεκλογών, είναι επίσης καθοριστικής σημασίας.
Αγκάθια παραμένουν:
– Η μη απελευθέρωση του καθεστώτος βίζας για τους τούρκους πολίτες, για την οποία η ΕΕ είχε δεσμευθεί υπό την πίεση να βρεθεί λύση για τις ορδές προσφύγων και μεταναστών του 2015 που κατευθύνονταν προς τη Γηραιά Ηπειρο. Απαιτείται μεγαλύτερη ευελιξία εκ μέρους ΕΕ και Τουρκίας στην απελευθέρωση θεωρήσεων διαβατηρίων. Η μεν πρώτη μπορεί να εξετάσει τη συμπερίληψη ειδικών κατηγοριών τούρκων πολιτών (π.χ. φοιτητών, ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών κ.ά.), η δε δεύτερη να εργαστεί στη βελτίωση του αντιτρομοκρατικού νόμου και της έκδοσης τρίτης γενιάς διαβατηρίων για να συμμορφωθεί με τα 72 κριτήρια.
– Το παρατεταμένο «πάγωμα» της Τελωνειακής Ενωσης, η οποία δεν έχει επικαιροποιηθεί από την υπογραφή της στις 31 Δεκεμβρίου 1995. Υπάρχουν, άλλωστε, αρκετά ζητήματα που χωρίζουν τα δύο μέρη, όπως η προστασία αγροτικών προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, συμμετοχή της Τουρκίας στον μηχανισμό λήψης αποφάσεων της ΕΕ σε εμπορικά ζητήματα και η συμπερίληψη «ρήτρας Τουρκίας» στις Συμφωνίες Ελεύθερων Συναλλαγών που διαπραγματεύεται η ΕΕ με τρίτες χώρες.
– Οι συνεχείς συλλήψεις, απολύσεις και διώξεις σε συνάρτηση με την αναστολή λειτουργίας του κράτους δικαίου και τη συστηματική χειραγώγηση των μίντια, που απομακρύνουν θεσμικά την Αγκυρα από τις Βρυξέλλες.
– Οι επιθέσεις με ιδεολογικό πρόσημο από πλευράς Ερντογάν εναντίον της ΕΕ. Αυτές γίνονται συχνά πάνω σε θρησκευτικές/πολιτιστικές βάσεις (και δη με διάθεση εργαλειοποίησης της τουρκικής Διασποράς), εν μέσω ανησυχίας για αύξηση των αιτήσεων ασύλου όσων διώκονται μετά το πραξικόπημα του 2016. Ως κινήσεις εξομάλυνσης κρίνονται τυχόν ανακοπή διώξεων εναντίον ευρωπαίων πολιτών ή διπλής καταγωγής Τούρκων, ο μετριασμός των συλλήψεων και η δραστική μείωση των αιτημάτων έκδοσης εκ μέρους των τουρκικών αρχών – είναι χαρακτηριστική η κατάχρηση της Interpol για την άσκηση διώξεων πολιτών που εναντιώνονται στον Ερντογάν. Αντιστοίχως, η Αγκυρα αναμένει τη λήψη περιοριστικών μέτρων για τη δράση του PKK σε ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. σε οικονομικούς πόρους, χρήση συμβόλων, προπαγανδιστικού υλικού). Πρόσφατα, μάλιστα, κατακεραύνωσε το Βέλγιο για το μπλοκάρισμα της δίωξης σε βάρος μελών του PKK. Η περίπτωση του δικτύου Γκιουλέν είναι πιο σύνθετη, γιατί δεν θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από την ΕΕ, οπότε οι διαδικασίες έκδοσης γίνονται μόνο στη βάση απτών αποδείξεων για εγκληματική δράση.
Η ΕΕ έχει συνειδησιακά πολιτικό πρόβλημα ανοχής απέναντι στο φαινόμενο Ερντογάν. Tα δύο μέρη βρίσκονται πλέον σε αναζήτηση φόρμουλας (έστω και μίνιμουμ) συνεννόησης, με έμφαση στα πρακτικά ζητήματα όπου συγκλίνουν. Ο κίνδυνος εδώ είναι, χάριν της ανάγκης εξεύρεσης ενός σχετικά λειτουργικού συμβιβασμού, να αφεθεί κατά μέρος η αιρεσιμότητα, δηλαδή η επικράτηση όρων και προϋποθέσεων που θα διαμόρφωναν ένα πλαίσιο κανόνων και υποχρεώσεων για την Τουρκία. Η οικονομική πτυχή είναι εξίσου καθοριστική και για τα δύο μέρη, με αποτέλεσμα για όσα κράτη-μέλη της ΕΕ κάνουν δουλειές με την Τουρκία η τωρινή κατάσταση να είναι βολική. Οπως άλλωστε και για την Αγκυρα, που δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια και δυσφορεί κάθε φορά που οι Βρυξέλλες τη νουθετούν ή προσπαθούν να την επαναφέρουν στον μεταρρυθμιστικό οίστρο των πρώτων ετών του Ερντογάν στην εξουσία, το υφιστάμενο καθεστώς των σχέσεων με την ΕΕ (ιδίως όσο διατηρούνται οι εμπορικές συναλλαγές και οι επενδύσεις) δεν είναι τόσο ενοχλητικό όσο διατείνεται.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».