Ο εγκέφαλός μας κουράζεται περισσότερο για να ξεχάσει παρά για να θυμηθεί κάτι! Αυτό ανακάλυψαν ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Οστιν μέσω νευροαπεικόνισης, όπως ανέφεραν σε δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Journal of Neuroscience».
«Αδειάζοντας» τις κακές αναμνήσεις
Τα ευρήματα μαρτυρούν ότι προκειμένου να ξεχάσουμε μια ανεπιθύμητη εμπειρία, χρειάζεται να επικεντρώσουμε περισσότερο την προσοχή μας σε αυτή. «Πιθανότατα θέλουμε να ξεφορτωθούμε αναμνήσεις που πυροδοτούν δυσπροσάρμοστες συμπεριφορές, όπως είναι οι τραυματικές εμπειρίες, έτσι ώστε να μπορούμε να ανταποκριθούμε στις νέες εμπειρίες με καλύτερο τρόπο» σημείωσε ο Τζάροντ Λιούις-Πίκοκ, κύριος συγγραφέας της νέας μελέτης, επίκουρος καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Οστιν και πρόσθεσε: «Δεκαετίες έρευνας έχουν δείξει πως έχουμε την ικανότητα να ξεχνούμε κάτι εκουσίως, ωστόσο το πώς το καταφέρνει αυτό ο εγκέφαλός μας παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό μυστήριο. Μόλις κατανοήσουμε αυτή τη διαδικασία και βρούμε τρόπους για να την ελέγξουμε, θα είμαστε σε θέση να σχεδιάσουμε θεραπείες ώστε να βοηθούμε ασθενείς που θέλουν να «διώξουν» τις ανεπιθύμητες αναμνήσεις τους».
Οι αναμνήσεις μας δεν είναι στατικές. Πρόκειται για δυναμικές «κατασκευές» του εγκεφάλου που συνεχώς ανανεώνονται, τροποποιούνται και επανοργανώνονται μέσω της εμπειρίας. Ο εγκέφαλός μας θυμάται και ξεχνά πληροφορίες ασταμάτητα – και ο κύριος όγκος αυτής της διαδικασίας λαμβάνει χώρα αυτόματα κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Διαφορετικές εγκεφαλικές
περιοχές στο επίκεντρο
Σε ό,τι αφορά το να ξεχνάμε από πρόθεση, προηγούμενες μελέτες έχουν επικεντρωθεί στο να εντοπίσουν «hotspot» δραστηριότητας στις δομές του εγκεφάλου που συνδέονται με τον έλεγχο, όπως είναι ο προμετωπιαίος φλοιός, αλλά και στις δομές που συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη μνήμη, όπως ο ιππόκαμπος. Η τελευταία μελέτη όμως επικεντρώνεται σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου και συγκεκριμένα στις περιοχές εκείνες που σχετίζονται με την αισθητηριακή και την αντιληπτική μνήμη – πρόκειται συγκεκριμένα για την κοιλιακή περιοχή του κροταφικού φλοιού – καθώς και στα μοτίβα δραστηριότητας σε αυτές τις περιοχές τα οποία συνδέονται με τις αναπαραστάσεις σύνθετων οπτικών ερεθισμάτων.
Οι ερευνητές, χρησιμοποιώντας νευροαπεικόνιση προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μοτίβα εγκεφαλικής δραστηριότητας, έδειξαν σε μια ομάδα υγιών ενηλίκων εικόνες από διαφορετικά τοπία και πρόσωπα. Εδωσαν οδηγία στους εθελοντές είτε να θυμούνται είτε να ξεχνούν την κάθε εικόνα.
«Κλειδί» τα μέτρια επίπεδα δραστηριότητας
Τα ευρήματά τους επιβεβαίωσαν ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα του ελέγχου σχετικά με το τι ξεχνούν καθώς και ότι η επιτυχημένη εκούσια διαδικασία της… λησμονιάς απαιτούσε μέτρια επίπεδα εγκεφαλικής δραστηριότητας στις περιοχές της αισθητηριακής και αντιληπτικής μνήμης – σε κάθε περίπτωση πάντως υψηλότερα επίπεδα εγκεφαλικής δραστηριότητας σε σύγκριση με τη διαδικασία της… θύμησης. «Τα μέτρια επίπεδα εγκεφαλικής δραστηριότητας είναι ζωτικής σημασίας σε ό,τι αφορά αυτόν τον μηχανισμό που συνδέεται με την ικανότητα του να ξεχνάμε. Αν η εγκεφαλική δραστηριότητα είναι πολύ ισχυρή, η ανάμνηση θα ενισχυθεί. Αν είναι πολύ αδύναμη, το άτομο δεν θα μπορεί να τροποποιήσει την ανάμνηση» εξήγησε η Τρέισι Γουάνγκ, πρώτη συγγραφέας της νέας μελέτης, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Οστιν.
Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε επίσης ότι οι συμμετέχοντες έτειναν να ξεχνούν περισσότερο εικόνες τοπίων σε σύγκριση με εικόνες προσώπων. Και αυτό διότι, όπως υπογράμμισαν, οι φωτογραφίες προσώπων φέρουν πολύ πιο έντονες συναισθηματικές πληροφορίες.
Με «όπλο» τη νευροανάδραση
«Αρχίζουμε να μαθαίνουμε πώς αυτοί οι μηχανισμοί στον εγκέφαλό μας αποκρίνονται σε διαφορετικούς τύπους πληροφοριών και απαιτούνται πολύ περισσότερες μελέτες προτού κατανοήσουμε με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να ενεργοποιούμε την ικανότητά μας να ξεχνάμε» είπε ο καθηγητής Λιούις-Πίκοκ, ο οποίος έχει ξεκινήσει μια νέα μελέτη με χρήση νευροανάδρασης προκειμένου να καταγράψει πόση προσοχή δίνουν οι άνθρωποι σε συγκεκριμένους τύπους αναμνήσεων. Η νευροανάδραση είναι μια καινοτόμος και ελπιδοφόρα μέθοδος, η οποία υπόσχεται να βοηθήσει στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης παθολογιών που σχετίζονται με δυσλειτουργίες του εγκεφάλου. Στη μέθοδο αυτή χρησιμοποιείται κατάλληλος ηλεκτροεγκεφαλογραφικός εξοπλισμός ο οποίος καταγράφει άμεσα την ηλεκτροεγκεφαλική δραστηριότητα του ατόμου και την ίδια στιγμή του παρέχει μια απλή μέθοδο για να μάθει τι συμβαίνει στον εγκέφαλό του και πώς μπορεί να το τροποποιήσει και να το διορθώσει προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
«Τα νέα μας ευρήματα ανοίγουν τον δρόμο για μελλοντικές μελέτες σχετικά με το πώς επεξεργαζόμαστε και τελικώς το πώς απαλλασσόμαστε από τις πολύ ισχυρές συναισθηματικές αναμνήσεις ο οποίες μπορούν να έχουν μεγάλη επίδραση στην υγεία και την ευζωία μας» κατέληξε ο δρ Λιούις-Πίκοκ.