Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, η Ελλάδα είχε πέρυσι ανάπτυξη κάτω του 2%, πολύ χαμηλότερα από την προσδοκία των αρμοδίων ότι τάχα θα πλησίαζε το 3%. Το γεγονός ότι την ίδια χρονιά η ευρωζώνη είχε αισθητά υψηλότερο ρυθμό σημαίνει ότι η αποτυχία της δικής μας οικονομίας να τη φτάσει οφείλεται καθαρά σε εγχώριες πολιτικές. Πέρα από άλλες χρόνιες υστερήσεις, η πιο σημαντική αιτία καθήλωσης της ελληνικής οικονομίας είναι τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί να είναι άνω του 3,50% του ΑΕΠ μέχρι το 1922 και αισθητά άνω του 2% μέχρι το 2040. Για να επιτυγχάνονται τέτοιοι στόχοι, απαιτείται πολύ υψηλή φορολογία και μεγάλες εισφορές ασφάλισης που εγκλωβίζουν τη χώρα σε μια πολυετή αντιαναπτυξιακή καραντίνα. Για να κατανοηθεί η υφεσιακή πίεση που ασκείται στην ελληνική οικονομία, αρκεί κανείς να δει ότι στην ευρωζώνη τα αντίστοιχα πλεονάσματα εφέτος θα είναι κατά μέσο όρο μόλις 1% του ΑΕΠ. Ακόμη και στην ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενη Γερμανία, το πρωτογενές ήταν πέρυσι μόλις το ήμισυ του δικού μας και υπήρχαν πολλές φωνές στο εσωτερικό της που το θεωρούσαν υπερβολικό και αντιαναπτυξιακό!
Ο κίνδυνος είχε ήδη επισημανθεί σε αυτές τις στήλες από το 2014, όταν είχαν τότε πρωτοσυμφωνηθεί τα υπέρογκα πλεονάσματα στον Προϋπολογισμό 2015, αν και τελικά δεν υλοποιήθηκαν λόγω των αιφνίδιων εκλογών. Οι επισημάνσεις έγιναν ακόμη εντονότερες με τη συμφωνία που έγινε το καλοκαίρι του 2015, τότε ήταν που οι εταίροι-δανειστές επέβαλαν μια εμπροσθοβαρή αποπληρωμή έστω και ενός μέρους του χρέους, αν και γνώριζαν ότι έτσι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σχεδόν στάσιμη. Προσπάθεια να τεθεί το 3,50% ξανά σε διαπραγμάτευση δεν έγινε από καμία πλευρά, καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν η μοιραία τιμωρία μας για να μην επαναληφθούν οι τυχοδιωκτισμοί του πρώτου εξαμήνου.
Ομως η ασφυξία της ελληνικής οικονομίας έγινε πλέον εμφανής, καθώς η υπερφορολόγηση αφαίμαξε την οικονομία, ματαίωσε πολλές νέες επενδύσεις, ενώ αρκετές επιχειρήσεις και επαγγελματίες είτε έκλεισαν, είτε έστειλαν τα ΑΦΜ τους εκτός χώρας. Ακόμη και όσοι από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση ήταν υπέρμαχοι των υπέρογκων πλεονασμάτων, άρχισαν επιτέλους να εκδηλώνουν κάποια σημάδια αναθεώρησης της τιμωρητικής συμφωνίας. Μέχρι τώρα όμως με λάθος προσέγγιση και επιχειρήματα ανεπαρκή για να ανατρέψουν τα ήδη τετελεσμένα.
Από τη μια μεριά η κυβέρνηση ακολουθεί μέχρι σήμερα την ένδοξη τακτική «υπερκάλυψης του πλάνου», έτσι ώστε να πάρουν μεν οι πιστωτές τη λεόντειο μερίδα των εσόδων αλλά να μείνει και κάτι για να μοιραστεί στους εγχώριους αναξιοπαθούντες τις παραμονές εκλογών. Η ενίσχυση των πιο αδύναμων θα έπρεπε βέβαια να είναι θέμα ζωτικής σημασίας για τη συνοχή της χώρας, αλλά να γίνεται με τελικό στόχο την άρση των δυσμενών συνθηκών που τους έβαλε στο όριο της φτώχειας και διαρκή αξιολόγηση για το αν πράγματι το επιτυγχάνει. Δυστυχώς όμως η συμφωνία για τα υπέρογκα πλεονάσματα και τη συνεχιζόμενη ύφεση μάλλον θα αυξήσει στο μέλλον τους αποδέκτες επιδομάτων, αντί να τους εξασφαλίσει μια κανονική θέση εργασίας και να τους βγάλει από την ανάγκη.
Η μικρή τόνωση της κατανάλωσης που προκαλούν τα επιδόματα δεν αρκεί να φέρει την ανάπτυξη, γιατί την ίδια στιγμή οι επενδύσεις αναβάλλονται και μεγάλη δραστηριότητα αφιερώνεται στη διεκδίκηση και την επέκταση νέων χαριστικών ρυθμίσεων. Επιπλέον, προκαλείται σημαντική δημοσιονομική διαρροή γιατί η σπουδή να σφυρηλατηθούν ευγνώμονες ψηφοφόροι ελαστικοποιεί τα όποια κριτήρια και ανέχεται διάφορους επιτηδείους να φοροδιαφεύγουν ώστε να δικαιούνται παροχές απόρων και διευκολύνσεις. Ακόμη και να βρει κάποιος δουλειά, τον συμφέρει να την κρύψει για να μη φύγει από την πλατφόρμα χορηγήσεων.
Από την άλλη μεριά, η αξιωματική αντιπολίτευση λέει ότι θα επιδιώξει τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος για να χρηματοδοτήσει ευρείες φοροαπαλλαγές. Προσδοκεί έτσι ότι με κάποιον αυτόματο τρόπο θα πυροδοτηθεί η ανάπτυξη, για την οποία άλλο συγκεκριμένο σχέδιο δεν φαίνεται να διαθέτει. Ομως οφείλει να γνωρίζει ότι μόνη της η μείωση του φορολογικού συντελεστή επαγγελματιών και επιχειρήσεων χωρίς δεσμεύσεις επενδύσεων και απασχόλησης δεν θα φέρει υποχρεωτικά και ισχυρή ανάπτυξη, ενώ θα υπάρχει πάντα κίνδυνος να οδηγήσει σε κατάρρευση εσόδων. Αυτό έδειξε και η εμπειρία του 2006 όταν, επίσης με κυβέρνηση ΝΔ, είχαν μειωθεί απότομα και χωρίς καμία υποχρέωση νέων επενδύσεων οι συντελεστές φορολογίας επιχειρήσεων. Παρά τις προσδοκίες, η ανάπτυξη δεν απογειώθηκε ενώ τα δημόσια ελλείμματα άρχισαν σταδιακά να διογκώνονται με τη γνωστή κατάληξη.
Η μόνη αναπτυξιακή επιλογή είναι οι μεν στόχοι του πρωτογενούς να τεθούν λίγο ψηλότερα από τα εκάστοτε μέσα επίπεδα της ευρωζώνης, δηλαδή περίπου 1,50% του ΑΕΠ, αλλά η προσπάθεια συλλογής εσόδων να συνεχιστεί απρόσκοπτα, ώστε ο απομένων δημοσιονομικός χώρος 2% του ΑΕΠ να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις, κυρίως υποδομές και στήριξη εξαγωγών. Μια τέτοια δραστική αλλαγή του μείγματος πολιτικής μπορεί σε δύο χρόνια να υπερδιπλασιάσει τον ρυθμό ανάπτυξης και η ελληνική οικονομία να μπει επιτέλους σε τροχιά συστηματικής προόδου, αντί να σέρνεται κοντά στο τίποτα. Τα οφέλη θα έλθουν γρήγορα, καθώς ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα πέσει αυτομάτως, η εξόφλησή του θα γίνει ευκολότερη γιατί έχει μικρότερο ρίσκο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μειωθούν και το τραπεζικό σύστημα θα αποκτήσει ρευστότητα για νέες επενδύσεις. Επίσης, η ενίσχυση των εξαγωγών θα περιορίσει το εξωτερικό έλλειμμα που αλλιώς θα διευρύνεται ακόμη και με μια μικρή αναθέρμανση της οικονομίας.
Με τόσα οφέλη που έχει το χαμηλότερο πρωτογενές, το ερώτημα είναι γιατί άραγε δεν το αποδέχονται οι εταίροι-δανειστές αφού στην τελική ευνοεί και τους ίδιους; Η απάντηση είναι γιατί απλούστατα κανείς τους δεν πιστεύει ότι διαδοχικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα θα ακολουθήσουν με συνέπεια ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα επενδύσεων, αλλά θα επιδοθούν σε νέα κύματα παροχών προς ψηφοφόρους. Ετσι προτιμούν να διατηρούν τα πλεονάσματα της τιμωρίας και όσο αντέξουν οι ειλικρινείς φορολογούμενοι. Μάλιστα ακόμη και αν κάποια στιγμή η οικονομία κρασάρει και δεν καταφέρουν να τα μαζέψουν, θα έχουν καβάντζα την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου μέσω του δίδυμου μηχανισμού τιμωρίας που καιροφυλακτεί στο Υπερταμείο.
Εδώ ακριβώς τίθεται το κρίσιμο ζήτημα αξιοπιστίας της χώρας. Ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί η αλλαγή του πλεονάσματος χωρίς οι πιστωτές να φοβούνται νέα υποτροπή ελλειμμάτων είναι να κατοχυρωθεί συνταγματικά η ετήσια διάθεση 2% του ΑΕΠ σε παραγωγικές επενδύσεις επί μια εικοσαετία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανάκαμψης, μια προσεκτική μείωση φορολογίας με ανταπόδοση επενδύσεων θα αυξήσει την απασχόληση χωρίς να χαθούν κρατικά έσοδα και οι εισφορές θα μπορούν να μειωθούν χωρίς να απειληθεί εκ νέου το ασφαλιστικό σύστημα.
Οι εταίροι-δανειστές δεν θα έχουν κανέναν σοβαρό λόγο για να μη δεχθούν αυτή την αλλαγή. Μάλιστα ως περαιτέρω εγγύηση μπορούν να εποπτεύουν και να πιστοποιούν οι ίδιοι τη συμφωνημένη αλλαγή χρήσης του πλεονάσματος, σε αντάλλαγμα με τις ρυθμίσεις χρέους που έχουν εξαγγείλει. Εκτός των άλλων, αυτή θα είναι και μια καλύτερη δουλειά να κάνουν γιατί θα προσφέρουν πραγματική ανάπτυξη και θέσεις εργασίας στη χώρα, από το να στρογγυλοκάθονται άπραγοι στο Υπερταμείο και να περιμένουν τη στιγμή που η ελληνική οικονομία θα γονατίσει για να το εκποιήσουν.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.