Όπως λοιπόν διακινεί ο κυβερνητικός μηχανισμός πληροφόρησης, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να παίξει ένα από τα τελευταία του χαρτιά – αν όχι το τελευταίο.
Κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες ελήφθη η απόφαση να κατατεθεί μονομερώς από την κυβέρνηση, παρά τις ενστάσεις των θεσμών, η νομοθετική ρύθμιση για τα κόκκινα δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Αυτό αναμένεται να γίνει την Παρασκευή 22 Μαρτίου. Και θα πρόκειται προφανώς για μονομερή ενέργεια, καθώς θα γίνει τρεις μόλις ημέρες πριν από την συνεδρίαση του Euroworking Group της Δευτέρας και περίπου δύο εβδομάδες πριν από την συνεδρίαση του Eurogroup, στην οποία θα ληφθεί η απόφαση για την εκταμίευση της δόσης του 1 δισ.
Πρόκειται για έναν από τους τελευταίους προεκλογικούς ελιγμούς της κυβέρνησης, από τον οποίο θα φανούν πολλά.
Είναι πασίδηλο ότι στο Μέγαρο Μαξίμου και υπό την πίεση όλων των αρνητικών στοιχείων και δημοσκοπήσεων, έχουν αποφασίσει να σκηνοθετήσουν μία ρήξη με τους θεσμούς. Προχωρούν σε μία μονομερή νομοθέτηση, θυσιάζοντας κατά πάσα βεβαιότητα το 1 δισ. και αξιολογώντας ως σημαντικότερο το εκλογικό τους παιχνίδι.
Κατά τα αναμενόμενα, θα πιέσουν την αντιπολίτευση, θα την καλέσουν να ψηφίσει και αυτή και θα την καταγγείλουν αν δεν το κάνει, πιστεύοντας ότι έτσι έχουν να αποκομίσουν δημοσκοπικά οφέλη.
Όπως και να ΄χει, η πρωτοβουλία αυτή αποκαλύπτει και πάλι τον πραγματικό χαρακτήρα της κυβέρνησης Τσίπρα. Καιροσκοπισμός και μικροπολιτική διαχείριση.
Η ουσία είναι πως ακόμη και νομοθετώντας το δικό της σχέδιο για τα κόκκινα δάνεια, το πρόβλημα δεν λύνεται. Οι τράπεζες θα εξακολουθήσουν να δέχονται πιέσεις, απλώς αλλάζει ο χρονοδιακόπτης για την έκρηξη του προβλήματος.
Από την στάση των Ευρωπαίων θα κριθούν πολλά. Σε περίπτωση που κάνουν τα στραβά μάτια, θα φανεί τι είδους παιχνίδι έχουν παίξει όλα αυτά τα χρόνια με τον Τσίπρα και πού μπορεί να φτάσουν τα ανταλλάγματά τους για τις υπηρεσίες που τους προσέφερε.
Η πολιτική ουσία από την άλλη πλευρά είναι ότι ο δρόμος προς τις εκλογές είναι ανοιχτός.
Ο Πρωθυπουργός απλώς κάνει τις τελευταίες κινήσεις απόγνωσης, προτού λάβει τις αποφάσεις του για τον χρόνο διεξαγωγής τους. Ζει και πάλι το όνειρο της δήθεν ρήξης. Και το κόστος της το πληρώνουν για μία ακόμη φορά άλλοι.
Για να ανοίγει όμως τα τελευταία του χαρτιά, μοιάζει ολοένα και περισσότερο με τον χαμένο του τραπεζιού. Αρνείται πεισματικά να αποχωρήσει και να περιορίσει τις απώλειές του και εξακολουθεί να ελπίζει ότι θα ρεφάρει.