Τρία χρόνια συμπληρώνονται από την εφαρμογή της συμφωνίας (κοινής δήλωσης) ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό, που υπογράφηκε στις 18 Μαρτίου 2016 και άρχισε να εφαρμόζεται δύο ημέρες αργότερα. Ολες οι πλευρές _ Βρυξέλλες, Αθήνα, ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κλπ _ επαναλαμβάνουν συνεχώς τα τρία αυτά χρόνια ότι η συμφωνία είναι επιτυχημένη επειδή μείωσε τις ροές κατά 97% σε σχέση με το 2015. Όμως η σύγκριση γίνεται με την χρονιά όπου η βαλκανική δίοδος και τα σύνορα της Γερμανίας ήταν ανοιχτά, και από την Ελλάδα πέρασαν 1,5 εκατ. πρόσφυγες.
Ένα τέτοιο κύμα προσφύγων, όπως του 2015, θα ήταν αδύνατο να επαναληφθεί σήμερα, με κλειστά τα σύνορα της Γερμανίας και σε ισχύ την περσινή συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και το Βερολίνο (η οποία προβλέπει ότι η Γερμανία θα επιστρέφει στην Ελλάδα τους πρόσφυγες και μετανάστες που συλλαμβάνονται σε γερμανικό έδαφος χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και έχουν πρωτοεισέλθει στην ΕΕ μέσω της Ελλάδας). Γι’ αυτό οι διαβεβαιώσεις ότι η συμφωνία είναι επιτυχημένη γιατί μείωσε τις ροές κατά 97% είναι παραπλανητικές και έχουν στρέψει την προσοχή της ΕΕ μακριά από την δίοδο της ανατολικής Μεσογείου (Τουρκία – Ελλάδα), και προς τις διόδους της κεντρικής Μεσογείου (Λιβύη – Ιταλία) και της δυτικής Μεσογείου (Μαρόκο – Ισπανία). Ως αποτέλεσμα, οι ροές προς την Ελλάδα παραμένουν οι δεύτερες μεγαλύτερες στην ΕΕ παρά το γεγονός ότι η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας εφαρμόζεται τρία χρόνια.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στο τελευταίο Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις αρχές Μαρτίου, ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Δημήτρης Βίτσας τόνισε ότι η ΕΕ δεν πρέπει να παραγνωρίζει πως οι ροές συνεχίζονται από την δίοδο της ανατολικής Μεσογείου.
Οι ροές από Τουρκία προς Ελλάδα είναι μειωμένες μεν σε σχέση με το 2015, αυξημένες δε όχι μόνο το 2018 σε σχέση με το 2017 αλλά και φέτος σε σχέση με το 2018. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, το 2018 εισήλθαν από την Τουρκία στα νησιά 32.115 άτομα ενώ το 2017 είχαν εισέλθει 29.130 (αύξηση περίπου 10%). Φέτος τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, σημειώθηκε μια αύξηση εισερχομένων στα νησιά της τάξης του 15% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018.
Παράλληλα έχουν αυξηθεί οι ροές από τον Έβρο οι οποίες δεν καλύπτονται από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας (που αφορά μόνο τα νησιά): σύμφωνα με το υπουργείο, το 2018 εισήλθαν 15.814 από τον Έβρο (18.014 σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες) και το 2017 εισήλθαν 5.577 άτομα (αύξηση περίπου 280%).
Ως αποτέλεσμα, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκονται περί τους 73.000 πρόσφυγες και μετανάστες που συσσωρεύτηκαν την τελευταία τριετία. «Πρέπει να σταματήσουν οι ροές, γιατί έχουμε καθημερινά ροές. Όχι υψηλές, αλλά το μεγάλο ζήτημα είναι ότι όποιος έρχεται αυτή τη στιγμή προστίθεται στους ήδη υπάρχοντες. Ας μην ξεχνάμε ότι το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν έχει να κάνει μόνο με τους 73.000 που ήρθαν μετά το 2015, αλλά και με τους 550.000 που βρίσκονται στη χώρα από προηγούμενες δεκαετίες», δήλωσε πρόσφατα ο κ. Βίτσας.
Επιστροφές στην Τουρκία
Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό δεν λειτουργεί ως προς το σκέλος των επιστροφών στην Τουρκία: το 2018, μόλις 322 άτομα επεστράφησαν στην Τουρκία με βάση τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Πηγή που μέχρι πρόσφατα κατείχε υψηλή θέση ευθύνης στο προσφυγικό είπε στο «Βήμα» ότι το γεγονός πως δεν γίνονται επιστροφές στην Τουρκία είναι από τα πιο προβληματικά σημεία της διαχείρισης του προσφυγικού στην Ελλάδα.
Ουσιαστικά, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, τρία χρόνια μετά την υπογραφή της, λειτουργεί στην πράξη σαν μια συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας. Εδώ και ενάμιση χρόνο δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων από την Ελλάδα στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ. Έτσι η χώρα μας επωμίζεται δυσανάλογα μεγάλο βάρος σε σχέση με τους εταίρους της στην ΕΕ.
Η Ελλάδα είναι πρώτη στην ΕΕ ως προς τις αιτήσεις ασύλου σε σχέση με τον πληθυσμό της και μόλις τρίτη σε απόλυτους αριθμούς μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία, που είναι πολύ μεγαλύτερες χώρες. Το 2018 καταγράφηκαν 66.970 αιτήσεις χορήγησης ασύλου έναντι 58.642 το 2017 ενώ, όπως δήλωσε ο κ. Βίτσας, «σε όλες τις προσομοιώσεις που έχουμε κάνει, η Ελλάδα πρέπει να εξετάζει περίπου 20.000 αιτήματα ασύλου το χρόνο». Και πρόσθεσε: «Η οικονομική βοήθεια που έχουμε από την ΕΕ είναι επαρκής. Το πρόβλημα είναι ότι συνεχώς προστίθενται και νέοι πληθυσμοί».