Οι δημοτικές εκλογές είναι πολύ μεγάλη υπόθεση στην Τουρκία. Συχνά δείχνουν το προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα, ενώ η κατάκτηση μιας μεγάλης δημαρχίας συχνά είναι το εφαλτήριο για μια πολιτική καριέρα που μπορεί να φτάσει μέχρι την κορυφή.
Ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν ξεχνάει ότι η μεγάλη τομή στην καριέρα του ήταν η εκλογή του στη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης που τον έκανε μια πανεθνικά αναγνωρίσιμη φιγούρα και τον βοήθησε αργότερα να διεκδικήσει την πρωθυπουργία.
Άλλωστε, η κατάκτηση τόσο μεγάλων δήμων ήταν από μόνη της μια ένδειξη ότι μπορούσε μια εκδοχή πολιτικού Ισλάμ να γίνει πολιτικά κυρίαρχη στην γειτονική χώρα.
Τα σύννεφα στον ορίζοντα της οικονομίας
Η Τουρκία οδεύει έτσι για τις δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου. Οι εκλογές αυτές είναι η πρώτη δοκιμασία του Ερντογάν στο νέο πολιτικό και θεσμικό τοπίο που διαμορφώθηκε μετά το πραξικόπημα του 2016.
Στο ενδιάμεσο διάστημα ο Ερντογάν κατάφερε να περάσει τη συνταγματική αναθεώρηση που επεδίωξε, με κεντρικό άξονα τις υπερεξουσίες που απέκτησε ο πρόεδρος της δημοκρατίας, και τον Ιούνιο του 2018 να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο πρόεδρος της δημοκρατίας, ενώ ο κυβερνητικός συνασπισμός ανάμεσα στο κόμμα του το AKP και το εθνικιστικό MHP κατάφερε να πάρει και την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Όμως, η ολοκλήρωση των θεσμικών τομών που ακολούθησαν το πραξικόπημα και η αποκρυστάλλωση των πολιτικών συσχετισμών, ιδίως μετά την απροθυμία του Αμπντουλάχ Γκιουλ να είναι ο κοινός υποψήφιος της αντιπολίτευσης, έφεραν την Τουρκία αντιμέτωπη με τα μια σειρά από προβλήματα.
Καταρχάς υπάρχουν τα σοβαρά προβλήματα με την οικονομία. Αυτό που κάποτε ήταν το ισχυρό χαρτί του Ερντογάν, δηλαδή η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και ανόδου του καταναλωτικού επιπέδου τα προηγούμενα χρόνια, τώρα κινδυνεύει να γίνει η αχίλλειος πτέρνα του.
Η γενικότερη στροφή των επενδυτών από τις περιφερειακές προς τις κεντρικές αγορές, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες αμερικανικές κυρώσεις, αλλά και πιο πρόσφατα τον αποχαρακτηρισμό της Τουρκίας ως προνομιακού εμπορικού εταίρου από τις ΗΠΑ (επισήμως βέβαια επειδή πλέον «ωρίμασαν» ως οικονομία) όλα αυτά οδήγησαν σε σημαντική υποχώρηση της τουρκικής λίρας, άνοδο του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και σε αύξηση του πληθωρισμού. Ειδικά, η τελευταία εξέλιξη σε συνδυασμό με την άνοδο της τιμής των λαχανικών έχει προκαλέσει αρκετά μεγάλη δυσαρέσκεια στην Τουρκία.
Ο πληθωρισμός τρέχει πλέον με πάνω από 20%, η ανεργία έχει ανέβει στο 13,5%, η τιμή των λαχανικών ανέβηκε 13% στους πρώτους δύο μήνες και το 51% των ερωτηθέντων σε σχετική έρευνα δήλωσαν ότι δεν μπορούν πλέον να αγοράζουν κόκκινο κρέας.
Ας μην ξεχνάμε ότι παρά τις εκλογικές του επιτυχίες ο Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει μια διαιρεμένη χώρα. Όλες οι εκλογικές μάχες των τελευταίων ετών αποτυπώνουν μια πόλωση που συχνά παίρνει και γεωγραφικές μορφές, με τα δυτικά παράλια να παραμένουν προπύργια της αντιπολίτευσης. Μπορεί να έχει μια πολιτική δύναμη που να μπορεί στα σταθεί απέναντί του, ή κάποια άλλη πολιτική φιγούρα, όμως ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίας έχει κουραστεί από την εποχή Ερντογάν, ιδίως στην τρέχουσα έντονη «βοναπαρτιστική» στροφή του, με τις διώξεις πολιτών και δημοσίων λειτουργών, ακόμη και εάν εμφανώς δεν είχαν καμία σχέση με το πραξικόπημα.
Και ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και το γεωπολιτικό «στρίμωγμα» που υφίσταται η Τουρκία με την τριμερή (και τη συμμετοχή του Αμερικανού υπουργού, Μ. Πομπέο) να μην είναι… καλό μαντάτο για τον Σουλτάνο.
Οι εκλογικές παγίδες
Σε αυτό το τοπίο ο Ερντογάν αντιμετωπίζει τις τοπικές εκλογές ως δημοψήφισμα. Μόνο που τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα.
Πέραν της Σμύρνης που είναι παραδοσιακό προπύργιο της Κεμαλικής αντιπολίτευσης το κυβερνών AKP ανησυχεί για την Κωνσταντινούπολη, όπου ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Εκρέμ Ιμάμογλου εμφανίζεται όλο και πιο απειλητικός όσο πλησιάζουμε στις εκλογές ενώ στην Άγκυρα προηγείται ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Μανσούρ Γιαβάς, ενώ ανάλογες τάσεις εμφανίζονται και σε άλλες πόλεις.
Επιπλέον, όλα δείχνουν ότι στις κουρδικές περιοχές θα επανεκλεγούν δήμαρχοι που υποστηρίζει το φιλοκουρδικό (και αριστερό) HDP. Παρότι θεωρείται πολύ πιθανό μετά να καθαιρεθούν ξανά, το πολιτικό μήνυμα θα είναι σαφές.
Κομμάτι της ανησυχίας για τον Ερντογάν και το γεγονός ότι το HDP κομματική παρουσία κάνει κυρίως στις ανατολικές και κουρδικές περιοχές, ενώ στα δυτικά η τακτική είναι
«να χάσει η κυβέρνηση», κάτι που παραπέμπει στην μαζική υπερψήφιση υποψηφίων της αντιπολίτευσης από τους μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς που η εσωτερική μετανάστευση έχει οδηγήσει στα αστικά κέντρα.
Τα ανοιχτά γεωπολιτικά μέτωπα
Σε όλα αυτά προσθέστε και την διαρκή κούραση και ανησυχία για τις εξελίξεις στη Συρία. Μέχρι τώρα ο Ερντογάν έχει πείσει ότι απέναντι στο ενδεχόμενο να φτιαχτεί μια ελεγχόμενη από δυνάμεις προσκείμενες στο PKK οιονεί κουρδική κρατική οντότητα δίπλα στα τουρκοσυριακά σύνορα, απαιτεί την ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στην περιοχή.
Όμως, η προσπάθεια της Τουρκίας να χειριστεί την κατάσταση αυτή, ιδίως από τη στιγμή που οι Κούρδοι της Συρίας είναι αυτή τη στιγμή οι βασικοί σύμμαχοι (και η πιο σημαντική τοπική επένδυση) των ΗΠΑ στη Συρία, η καχυποψία έναντι των ΗΠΑ και εξαιτίας του κουρδικού και επειδή παραμένουν ανοιχτά ερωτήματα για την αμερικανική εμπλοκή το πραξικόπημα, οι ταλαντεύσεις ανάμεσα στον ιστορικό προσανατολισμό προς τη Δύση και την αναγκαστική συμπόρευση με τη Ρωσία ως βασική εγγυήτρια δύναμη ενός δρόμου ειρήνευσης, όλα αυτά φέρνουν τον Τούρκο πρόεδρο αντιμέτωπο με σημαντικές πιέσεις. Τελευταίο επεισόδιο η κλιμακούμενη αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ με αφορμή την τουρκική επιμονή για προμήθεια συστοιχιών S-400 από τη Ρωσία παρά τις αμερικανικές αντιρρήσεις που έχουν φτάσει μέχρι του σημείου να διακυβεύουν την παράδοση των F-35 που έχει παραγγείλει η Τουρκία.
Όλα αυτά επιτείνονται και από τους νέους συσχετισμούς στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία φοβάται ότι γύρω από τις ανακαλύψεις εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων από την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Κυπριακή δημοκρατία, ξαναχαράσσεται ο ενεργειακός και μαζί πολιτικός χάρτης της περιοχής. Αυτό επιτείνεται από τη διαφαινόμενη τάση τμήματος του αμερικανικού διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου κατεξοχήν να επενδύσει στην υποστήριξη του άξονα Ισραήλ, Αιγύπτου και Ελλάδας, ο παραπέμπει και σε έναν δυνάμει αντι-τουρκικό άξονα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι στηρίζεται στη διάρρηξη εδώ και αρκετά χρόνια των σχέσεων ανάμεσα σε Τουρκία και Ισραήλ παρότι οι δύο χώρες υπήρξαν για αρκετά χρόνια τα προκεχωρημένα φυλάκια της «Δύσης» στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ο Ερντογάν αλλά και η τουρκική κυβέρνηση υψώνουν τους τόνους το τελευταίο διάστημα, συγκρούονται ρητορικά με τον Νετανιάχου (μια αντιπαράθεση που κρατάει χρόνια) και αμφισβητούν διπλά τη χάραξη οικοπέδων που έχει κάνει στην ΑΟΖ της η Κυπριακή δημοκρατία, τόσο διεκδικώντας τμήμα τους για την υποτιθέμενη ηπειρωτική τουρκική υφαλοκρηπίδα (με βάση την τουρκική θέση που δεν συμμερίζεται καμία άλλη χώρα ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα) όσο και υποστηρίζοντας ότι αδικούνται οι Τουρκοκύπριοι.
Ο εθνικισμός ως συνεκτικό στοιχείο
Σε αυτό το φόντο δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν επιλέγει μια έντονα εθνικιστική ρητορική με διάφορες αφορμές.
Από τη μια είχαμε, τον τρόπο που αντέδρασε η Τουρκία στη διαπίστωση ότι ο ακροδεξιός ισλαμόφοβος δολοφόνος στη Νέα Ζηλανδία είχε και αντιτουρκικές αναφορές, κάτι που παραπέμπει σε μια πάγια επιδίωξη του Ερντογάν να διεκδικήσει για την Τουρκία έναν ηγετικό ρόλο συνολικότερα στον ισλαμικό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν της γενικής καταδίκης της ισλαμοφοβίας, η ρητορική του Ερντογάν, εκμεταλλευόμενη και τις ιδιαίτερες αντιτουρκικές αναφορές του μακελάρη της Νέας Ζηλανδίας, παρέπεμψε και στην ιστορικότητα της διαμόρφωσης της τουρκικής ταυτότητας, εξ ου και οι αναφορές στην Ιστάμπουλ που δεν θα ξαναγίνει ποτέ Κωνσταντινούπολη (δηλαδή θα παραμείνει για πάντα τουρκική).
Από την άλλη, είχαμε τον τρόπο που ο Ερντογάν για άλλη μια φορά επέστρεψε στο τουρκικό (και κεμαλικό) «εθνικό αφήγημα» ότι η Μικρασιατική Τραγωδία ήταν από την τουρκική πλευρά ένας εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος που έληξε με την εκδίωξη των ελλήνων, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα η κατάληξη ήταν ένας ξεριζωμός λαών και από τις δύο πλευρές των συνόρων.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και από το γεγονός ότι η αντιπολίτευση στην Τουρκία, τόσο το κεμαλικό CHP όσο και το «Καλό Κόμμα» της Μεράλ Ακσενέρ έχουν έντονα εθνικιστικές τάσεις και ο Ερντογάν δεν θέλει να φανεί ότι έχει πιο «ενδοτικές» απόψεις.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι όλα αυτά αφορούν απλώς την εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ο Ερντογάν έχει δείξει αρκετές φορές ότι χρησιμοποιεί την επιθετική ρητορική ως διπλωματικό εργαλείο και ως διαρκή υπενθύμιση και προς τις ΗΠΑ και προς τις άλλες χώρες της περιοχής ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχτεί διαρρυθμίσεις που δεν θα την περιλαμβάνουν.