Όταν ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, περίμενε κανείς ότι θα έφερνε μια έστω και στοιχειώδη βελτίωση των πραγμάτων στο ποδόσφαιρο.
Σε τελική ανάλυση, αριστερό κόμμα ήταν, παραδοσιακά επιφυλακτικό, τουλάχιστον στην επίσημη ρητορική τους, απέναντι στους ποδοσφαιρικούς παράγοντες, άρα υπέθετε κάποιος ότι μπορεί να δοκίμαζε να βάλει τάξη.
Υπήρχαν βέβαια κάποια αρνητικά σημάδια, όπως η μαζική υποστήριξη στα σχέδια του Μελισσανίδη για το γήπεδο, παρά την αντίθεση των κατοίκων αλλά και του υποψηφίου του ΣΥΡΙΖΑ και μετά εκλεγμένου δημάρχου Νέας Φιλαδέλφειας, Α. Βασιλόπουλου, αλλά μπορούσε κανείς να εξακολουθήσει να ελπίζει.
Μόνο που όλες οι ελπίδες ξεθώριασαν πιο γρήγορα και από τις αφίσες που έγραφαν «Η ελπίδα έρχεται».
Όπως ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε «ρήξη» και μας έφερε τα μνημόνια διαρκείας και όπως ακριβώς δεσμεύτηκε για «κάθαρση» και μετά αναζήτησε τη «νέα διαπλοκή» με τον Καλογρίτσα και τα βοσκοτόπια τους και τον Ιβάν και τα…ρούβλια του, έτσι και στο ποδόσφαιρο υποσχέθηκε ανατροπές και έφερε ακόμη μεγαλύτερη κρίση.
Πρώτος ήταν ο τρομερός Κοντονής, ο οποίος πριν γράψει ιστορία με τις διάφορες απόπειρές του να παρέμβει στη Δικαιοσύνη, από κοινού με τον τότε συγκυβερνήτη και νυν τρισκατάρατο Πάνο Καμμένο, είχε προλάβει να αφήσει το στίγμα του στο ποδόσφαιρο.
Ποιος θυμάται ότι και αυτός είχε υποσχεθεί «καθαρό πρωτάθλημα» και λίγο μετά απλώς αποφάσισε ότι η λύση ήταν να φτιάξει μέτωπο κατά του Ολυμπιακού;
Όμως, τη μεγάλη δουλειά την έκανε ο Γιώργος Βασιλειάδης.
Αυτός πήρε επάνω του το μεγάλο έργο της διαβόητης «εξυγίανσης».
Στο όνομα του μην έχουμε ξανά «παράγκα», έκανε την ΕΠΟ μια μεγάλη παράγκα με σκανδαλώδεις μισθούς και ανοιχτές ωμές παρεμβάσεις στη διαιτησία.
Έφερε τους ξένους διαιτητές μόνο και μόνο για να δούμε να αυξάνεται κατακόρυφα το ποσοστό «πειραγμένων» διαιτησιών συνολικά στο πρωτάθλημα.
Άφησε ανεξέλεγκτους παράγοντες τύπου Μπέου με αποκορύφωμα τις αθλιότητες στον προπέρσινο τελικό του κυπέλλου.
Για να μην τα σπάσει η κυβέρνηση με κανέναν από τους αγαπημένους της ολιγάρχες μετέτρεψε το πρωτάθλημα σε έναν εσωτερικό συναγωνισμό Μελισσανίδη και Σαββίδη ως προς το ποιος θα μπορέσει να έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.
Τη μία χρονιά -παρότι ο Σαββίδης κάποτε μπούκαρε μαινόμενος στο Μαξίμου λέγοντας «150 εκατομμύρια έχω δώσει, ένα πρωτάθλημα το δικαιούμαι»- ήταν η επιρροή του Μελισσανίδη που μέτρησε περισσότερο, φέτος, εξαιτίας της παροιμιώδους τσιγκουνιάς του γνωστού… φιλάθλου, είναι ο ΠΑΟΚ που δείχνει ευνοημένος, αλλά το πρόβλημα παραμένει το ίδιο.
Την ίδια στιγμή η οπαδική βία έχει ξεφύγει με αλλεπάλληλα χτυπήματα αλλά και μεγάλα έκτροπα, πιο πρόσφατα αυτά στο ΟΑΚΑ, την ώρα που τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ θεωρούν ότι για οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο φταίει ο Ολυμπιακός και οι οπαδοί του, μια που η κυβέρνηση έχει αποφασίσει ότι ελλείψει θετικού οράματος το μόνο που θα προσφέρει θα είναι «εχθροί» και ο Μαρινάκης έχει περίοπτη θέση ανάμεσά τους.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνουν την παταγώδη αποτυχία της αθλητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα πράγματα είναι ακόμη πιο τραγικά εάν αναλογιστούμε ότι γίνονται λίγες μέρες μετά την ψήφιση ενός ακόμη αθλητικού νόμου, που βέβαια αποδεικνύεται ότι σχεδιάστηκε περισσότερο για να διευκολύνει τον Μελισσανίδη ώστε να είναι μέτοχος του ΟΠΑΠ και παράγοντας ομάδας (και τον ΟΠΑΠ να επιτείνει τα προβλήματα του Ιπποδρόμου) παρά για λύση πραγματικών προβλημάτων.
Γιατί όπως και σε άλλους τομείς αποδεικνύεται ότι στη διαδρομή προς τις κάλπες ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θεσμικές τομές θέλει να φέρει, ούτε τάξη να φέρει σε κρίσιμους χώρους, ούτε να αλλάξει τα πράγματα.
Το μόνο που θέλει είναι απλώς να προσφέρει εξυπηρετήσεις σε επιχειρηματίες και να μπορεί να πουλάει δήθεν αριστερή ρητορική.
Μόνο που την ίδια ώρα τα προβλήματα θα γίνονται όλο και μεγαλύτερα.
Και όπως και να το δει κανείς να διεξάγεται «στη δική σου βάρδια», όπως θα έλεγε και η Δούρου, δεν είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμα.
Και οι ψηφοφόροι είναι κάπως ευαίσθητοι σε τέτοιες… λεπτομέρειες.