Ο νόμος 3869/2010, «Νόμος Κατσέλη» για την προστασία της πρώτης κατοικίας, ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2010, για να προλάβει την πλημμυρίδα των κατασχέσεων που ξεκίνησε το 2008, όταν άρχισε η κρίση στην Ελλάδα και εκτινάχθηκε όταν αποκαλύφθηκε το μέγεθός της το 2010.
Ήταν η πρώτη άμυνα στον πανικό της πρώτης μνημονιακής περιόδου και ψηφίστηκε με τη διαφωνία των δανειστών και ειδικά των τραπεζιτών.
Λειτούργησε ευεργετικά για την προστασία της πρώτης κατοικίας των νοικοκυριών, δημιούργησε όμως και στρεβλώσεις. Ο νόμος 3869/2010, που έχει πλέον λήξει εδώ και μερικές ημέρες, έχει μεγάλο αριθμό εκκρεμών υποθέσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί είναι περίπου 140.000, και ο χρόνος εκδίκασής τους, παρά τη βελτίωση, είναι πολύ αργός.
Ήδη από την ψήφισή του προβλεπόταν η επαναξιολόγησή του, όμως ποτέ δεν έγινε από τις κυβερνήσεις και τώρα μόνο κάτω από την πίεση των εταίρων και δανειστών και της οικονομίας που σέρνεται αναγκάστηκε η κυβέρνηση να ασχοληθεί χωρίς να φαίνεται ότι θα το εφαρμόσει πριν τις εκλογές.
Και εδώ αποκαλύπτεται η υποκρισία των κομμάτων, τα οποία δεν τον ψήφισαν ως ανεπαρκή και μνημονιακό στην αρχή και τον συντηρούσαν ως καλό, με συνεχείς ετήσιες αναβολές μέχρι πριν από λίγες ημέρες και, αν μπορούσε, η σημερινή κυβέρνηση θα τον έσερνε, παραβλέποντας τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία.
Παράταση νέα δεν πρόκειται να δεχθούν οι εταίροι και δανειστές, όμως και η ελληνική οικονομία και οι Έλληνες καταθέτες των πενιχρών αποθεμάτων τους δεν μπορούν να ανεχθούν.
Λύσεις υπήρχαν και υπάρχουν να προστατεύσουν τα αδύναμα νοικοκυριά που η κρίση τα οδήγησε σε αδιέξοδο και φυσικά να απελευθερώσουν τις τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη.
Η γρήγορη επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» είναι καθοριστικής σημασίας για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή της σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Οι θετικές επιπτώσεις από την επίλυση του προβλήματος είναι ακόμα μεγαλύτερες σε μια μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Δυστυχώς στη χώρα μας, επειδή δεν είχαμε θεσμούς εξωδικαστικής επίλυσης προβλημάτων και εμπιστοσύνη σε αυτούς, επιλέγουμε να λύνουμε τα προβλήματά μας, όπως των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, στα δικαστήρια. Όμως τα οικονομικά προβλήματα πρέπει να λύνονται με οικονομικά εργαλεία και η δικαστική οδός πρέπει να είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Αυτή η επιλογή έπρεπε να είχε γίνει τουλάχιστον από το 2014. Στο ζήτημα των κόκκινων δανείων υπάρχει ένα πρόβλημα μεταξύ ενήμερων δανείων και συνεπών δανειοληπτών και αυτών που, για διάφορους λόγους, δεν πληρώνουν. Λογικό είναι η επιλογή της ελάφρυνσης και του κουρέματος να μη γίνεται αποδεκτή από τους πρώτους –και σωστά– επειδή θεωρούν ότι, έστω και έμμεσα, θα χρειαστεί να πληρώσουν. Η ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους, αν γίνει με διαφάνεια και σαφείς κανόνες, μπορεί να έχει κερδισμένες όλες τις πλευρές και φυσικά την οικονομία της χώρας και την ανάπτυξη.
Όπως είναι γνωστό, η μεγάλη πλειοψηφία των δανειοληπτών έχουν στεγαστικά δάνεια κάτω των 100.000€. Δηλαδή, με λίγα χρήματα μπορεί να διευκολυνθούν πολλοί, καθιστώντας διαχειρίσιμα τα δάνειά τους, στο πλαίσιο μιας χαμηλότοκης μακροχρόνιας λύσης.
Όμως για να είναι αποτελεσματική η ρύθμιση πρέπει να τεθεί και ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως του ενός έτους, για την ένταξη στη ρύθμιση, για να μη γίνει κατάχρηση από εκείνους που, ούτως ή άλλως, δεν έχουν σκοπό να πληρώσουν, πιστεύοντας ότι θα ακολουθήσει ακόμη πιο ευνοϊκή ρύθμιση από την επόμενη κυβέρνηση.