Τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από το 2010 με την εφαρμογή ενός τολμηρού προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και σημαντικών μεταρρυθμίσεων αναγνώρισε ο Γιάννης Στουρνάρας κρούωντας, ωστόσο, κώδωνα κινδύνου καθώς παραμένουν «σημαντικές προκλήσεις».
Ο διοικητής της ΤτΕ, κατά την ομιλία του στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος με τίτλο «Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», επαναλαμβάνει την ανάγκη για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων ενώ χτυπά «καμπανάκι» για την υψηλή φορολογία, το χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, τις πιθανές παρενέργειες από την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και τους στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Προτείνει αλλαγή του μείγματος στην ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική και προτείνει παρεμβάσεις για να διασφαλιστεί η τακτική και με βιώσιμους όρους χρηματοδότηση του Δημοσίου από τις αγορές και να επιτευχθεί βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης.
Κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση αλλά…
«Συνολικά, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από την αρχή της κρίσης έως σήμερα έφεραν αποτελέσματα και υποδηλώνουν ότι κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Παράλληλα, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό» επισήμανε ο κ. Στουρνάρας και συνέχισε:
«Επίσης, η βιομηχανική παραγωγή επεκτείνεται συνεχώς από τα μέσα του 2015, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό το 2018. Η ανάκαμψη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των εξαγωγών, καθώς οι επιχειρήσεις επωφελούνται από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε ένα περιβάλλον έντονης εξωτερικής ζήτησης. Επισημαίνεται ότι οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής και ειδικότερα της μεταποίησης.»
… σημαντικές προκλήσεις που παραμένουν
Ωστόσο, συνέχισε ο κεντρικός τραπεζίτης, «παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για το 2019 να επισημάνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες».
Όπως εξήγησε ο κ. Στουρνάρας ιδιαίτερη αναφορά γίνεται:
• στο υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου όμως η βιωσιμότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018),
• στο υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων των ελληνικών τραπεζών το Δεκέμβριο του 2018 ήταν 45,4% έναντι 3,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και περιορίζει την πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών και την ανάκαμψη των επενδύσεων,
• στην αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,
• στην υψηλή ανεργία, η οποία δημιουργεί ανισότητες θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου και
• στο χαμηλό δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης εξαιτίας της απώλειας ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου λόγω της μετανάστευσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και τις χαμηλές επενδύσεις.
Στα παραπάνω, σημείωσε, θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.
Επίσης, πρόσθεσε, η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 180% στο τέλος του 2018, προκύπτει ότι μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης είναι 1,8 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του δημόσιου χρέους από μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος.
Βραχυ-μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το 2019 ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα κινηθεί στα επίπεδα του 2018, δηλ. στο 1,9%, παρά την προβλεπόμενη σημαντική μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη (από 1,9% το 2018 σε 1,1% το 2019). Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Ωστόσο, τονίζεται ότι η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους.
Όσον αφορά το εσωτερικό περιβάλλον, εξήγησε ο κ. Στουρνάρας, ιδιαίτερα στο δημοσιονομικό πεδίο, η εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Επίσης, η υψηλή φορολογία και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την επενδυτική εμπιστοσύνη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Καμπανάκι για τον κατώτατο μισθό
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού σε συνδυασμό με τυχόν ανατροπή μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας ενδέχεται να καθυστερήσουν την αποκλιμάκωση της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας και να στρέψουν ορισμένες επιχειρήσεις προς τις άτυπες μορφές απασχόλησης.
Επιπλέον, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, κίνδυνοι για την πορεία της οικονομίας προκύπτουν από την αργή απομείωση του όγκου των ΜΕΔ (μη εξυπηρετούμενων δανείων), καθώς και από το ότι τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους αποκλιμακώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα να παραμένουν σχετικά υψηλές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εξήλθαν από προγράμματα προσαρμογής.
Τα πέντε βήματα για διατηρήσιμη ανάπτυξη και επιστροφή στις αγορές με βιώσιμους όρους
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, να διασφαλιστεί η τακτική και με βιώσιμους όρους χρηματοδότηση του Δημοσίου από τις αγορές και να επιτευχθεί βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, ο κ. Στουρνάρας πρότεινε τις ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Ταχεία αποκλιμάκωση του υψηλού ποσοστού των ΜΕΔ με ενεργοποίηση των σχεδίων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Οικονομικών.
2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα οι δημόσιες επενδύσεις.
3ον Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων (με ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, στην κοινωνική ασφάλιση και την υγεία), και ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων (με ενδυνάμωση του τριγώνου γνώσης: εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία) προκειμένου να ενισχυθούν η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας.
4ον Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με την άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις χρήσεις γης, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
5ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας, αλλά και η αύξηση της απασχόλησης, από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ξεκίνησε το 2010.
Ισχυρό το τραπεζικό σύστημα – Κόκκινα δάνεια
Ο Γιάννης Στουρνάρας διαβεβαίωσε για την κεφαλαιακή επάρκεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, προσθέτοντας ότι έχουν γίνει και σημαντικά βήματα για την αντιμετώπιση του κρίσιμου ζητήματος των κόκκινων δανείων.
Όπως είπε, με τον ενεργό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος επετεύχθη η αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και γενικότερα η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Ως αποτέλεσμα, πρόσθεσε, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ και οι προβλέψεις τους παραμένουν σε επίπεδα κατάλληλα για να αντεπεξέλθουν σε πιθανούς πιστωτικούς κινδύνους.
Επίσης, σημείωσε, έως τώρα έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), όπως, η ενίσχυση του εποπτικού πλαισίου με την καθιέρωση επιχειρησιακών στόχων για τα ΜΕΔ, η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων και η άρση ποικίλων νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, έχουν παρουσιαστεί και συζητούνται και συστημικές λύσεις για το πρόβλημα των ΜΕΔ.
Οι ενέργειες αυτές άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 σε 81,8 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 12,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017, και κατά περίπου 25,4 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 23%) έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε και είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.
Συμπερασματικά, ο κεντρικός τραπεζίτης υπογράμμισε ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται παρά τη μεγάλη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τις σημαντικές προκλήσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει.
«Για να τεθεί σε στέρεες βάσεις η ανάκαμψη της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών».
Αυτό, τόνισε, «θα ενδυναμώσει την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, θα τονώσει τη βιομηχανία και τις εξαγωγές και θα συμβάλει στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.»
» Επιπλέον, θα ενισχύσει τη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και θα βοηθήσει στην αναβάθμιση της παραγωγικής δομής της χώρας, που έως τώρα κυριαρχείται από κλάδους μέτριας και χαμηλής τεχνολογίας, και στην αύξηση του τεχνολογικού περιεχομένου και της προστιθέμενης αξίας των εξαγωγών».
Κάνοντας ειδική αναφορά στις επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας, ο κ. Στουρνάρας είπε από εδώ και στο εξής «επωφελούμενες και από τη γεωγραφική τους θέση, καθώς αποτελούν πύλη εισόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πολλές γειτονικές χώρες, καλούνται να διαδραματίσουν έναν ακόμη σημαντικό ρόλο με την ενδυνάμωση των επενδυτικών και εξαγωγικών τους δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να συμβάλουν στη στροφή της οικονομίας προς ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης».