Η πρόσφατη ανακοίνωση της Έξον Μόμπιλ και της Κάταρ Πετρόλεουμ για την εύρεση του κοιτάσματος Γλαύκος -1 (Οικόπεδο 10) στην κυπριακή ΑΟΖ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την Λευκωσία και την Αθήνα. Το κοίτασμα «Γλαύκος» με φυσικό αέριο 5-8 τρισεκατομμυρίων κυβικών ποδιών χαρακτηρίζεται ως μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις της τελευταίας τριετίας. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της εταιρείας, το κοίτασμα διαθέτει βάθος 133 μέτρων και εντοπίστηκε σε βάθος 4.200 μέτρων και βάθος νερού 2.063 μέτρων. Η κυπριακή, και εν γένει ελληνική, πλευρά, πανηγυρίζουν ότι οι εν λόγω ανακαλύψεις «μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Και να αλλάξουν τη μοίρα και της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας η οποία μπορεί να καταστεί ο βασικός άξονας μεταφοράς του φυσικού αερίου στην Ευρώπη.» Αυτές οι εκτιμήσεις είναι υπό αίρεση.
Το βασικό στοιχείο της ενεργειακής συνεργασίας που έχει διαμορφωθεί από το 2009 μέχρι σήμερα βασίζεται στο ενεργειακό, και εν δυνάμει γεωπολιτικό, τετράγωνο Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ με επίκεντρο το σχεδιασμό του αγωγού EastMed, ο οποίος φιλοδοξεί να μεταφέρει φυσικό αέριο στην Ευρώπη από την Αν. Μεσόγειο. Ο εν λόγω αγωγός, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς μπορεί να είναι 1.900 χιλιομέτρων, βυθισμένος σε πολύ μεγάλα βάθη και γι’ αυτό έχει πολλές δύσκολες τεχνικές λεπτομέρειες. Σύμφωνα με τις εν λόγω μελέτες, η σχεδιαζόμενη δυναμικότητα του αγωγού είναι 10 δισ. κυβ. μέτρα φυσικού αερίου (φ. α.) ετησίως, με δυνατότητα να ανέλθει στα 16 δισ. κυβ. μέτρα φ. α. Ωστόσο λόγω της γεωπολιτικής ανασφάλειας στην Αν. Μεσόγειο ο σχεδιασμός για τον αγωγό EastMed είναι μεγαλεπήβολος προς το παρόν.
Παρά τις ενστικτώδεις εκφράσεις ενθουσιασμού για τον Γλαύκο και την προοπτική ενεργειακής συνεργασίας στην περιοχή, τα δεδομένα διαψεύδουν κάτι τέτοιο λόγω δύο κυρίως παραγόντων: α) την απουσία γεωπολιτικής-ενεργειακής ασφάλειας και β) τα πενιχρά έσοδα που αναμένεται να εισρεύσουν στο ταμείο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αναφορικά με την απουσία γεωπολιτικής ασφάλειας στην περιοχή, αυτή δεν εκφράζεται μόνο μέσω των τουρκικών διεκδικήσεων και την ανισομέρεια του ισοζυγίου ισχύος Ελλάδας-Τουρκίας υπέρ της Άγκυρας. Εκφράζεται κυρίως μέσω του αμερικανο-ρωσσικού ανταγωνισμού στην Αν. Μεσόγειο και την παραβίαση του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων αναφορικά με τα θαλάσσια κοιτάσματα της Παλαιστίνης.
Κυρίως όμως για την Κύπρο και την Ελλάδα καίριο είναι το σημείο των εσόδων από τα εν λόγω κοιτάσματα. Είναι γνωστό ότι κατά κανόνα οι χώρες με ενεργειακά κοιτάσματα λαμβάνουν μόνο προμήθεια για αυτά από τις πολυεθνικές ενεργειακές εταιρείες εξόρυξης οι οποίες και λαμβάνουν το συντριπτικό ποσοστό των κερδών. Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιο για ποιο λόγο μέχρι τώρα η κυπριακή κυβέρνηση δεν έχει ανακοινώσει το συμφωνηθέν ποσοστό επί των κερδών για τον Γλαύκο αλλά και τα άλλα υπό έρευνα κοιτάσματα. Η Αθήνα και η Λευκωσία αποφεύγουν συστηματικά να μιλήσουν για το θέμα, επικαλούμενες το αβέβαιο του αποτελέσματος των ενεργειακών ερευνών. Οι ειδικοί όμως γνωρίζουν ότι συνήθως υπογράφονται συμφωνητικά επί των κερδών τα οποία και για ευνόητους λόγους δεν είναι ανακοινώσιμα. Ενδεικτικά η συνολική αξία του οικοπέδου 12 υπολογίζεται σε 350 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το καθαρό κέρδος για την Κύπρο μόνο από το συγκεκριμένο οικόπεδο, αν αφαιρεθεί το κόστος εξόρυξης και εκμετάλλευσης, ανέρχεται στα 86 δισεκατομμύρια.
Το ανακύπτον ερώτημα είναι για ποιο λόγο η Λευκωσία, και η Αθήνα, έχει συρθεί σε μια τόσο άνιση σχέση κινδύνου και κινδύνου και κέρδους στην ενεργειακή πολιτική της. Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος της στρατιωτικής σύγκρουσης με την Άγκυρα υπό μορφή θερμού, και όχι μόνο, επεισοδίου είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με την πενιχρή προμήθεια που πιθανόν λάβει η Λευκωσία για τον Γλαύκο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνεται από το έλλειμμα ηγεσίας που παρατηρείται έντονα στην Λευκωσία και την Αθήνα σήμερα. Ο ελληνικός στρατηγικός σχεδιασμός είναι μυωπικός, αν όχι ανύπαρκτος. Βασίζεται σε εντυπωσιασμούς και δεν χαρακτηρίζεται από την λογική και ψυχρή θεώρηση των δεδομένων.
Καθίσταται, λοιπόν, πρόδηλο ότι η Λευκωσία για τον Γλαύκο θα πάρει μόνο «ψίχουλα». Η κυπριακή κυβέρνηση φαίνεται να μένει ικανοποιημένη μόνο από την προοπτική η εν λόγω υπό αίρεση ακόμη ολοκλήρωση της ενεργειακής συνεργασίας να της δώσει ένα τακτικό νομικό πλεονέκτημα στο Κυπριακό ως της νόμιμης κατόχου του εν λόγου κοιτάσματος. Τέτοιο «κέρδος» δεν αρκετό όμως, καθώς η εν λόγω πολιτική Λευκωσίας και Αθήνας οδηγεί στην εν λευκώ εκποίηση του ορυκτού πλούτου της Κύπρου, στοιχείο που αποτελεί ουσιαστικά εκχώρηση κυρίαρχων εθνικών δικαιωμάτων της μεγαλονήσου.
Κερδισμένο από το ανωτέρω ενεργειακό γεωπολιτικό τετράγωνο συνεργασίας είναι το Ισραήλ το οποίο από το 2009 προωθεί έντεχνα την δημιουργία του ενεργειακού άξονα στην Αν. Μεσόγειο για να αντιπαρέλθει την απώλεια της εξηντάχρονης τουρκοισραηλινής συμμαχίας, βγαίνοντας το ίδιο από την παραδοσιακή απομόνωση του στην περιοχή, απομόνωση η οποία εντάθηκε μετά την επαναφορά του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία. Παράλληλα νομιμοποιεί την παραβίαση του διεθνούς δικαίου κατά των Παλαιστινίων με την παράνομη κατοχή της Παλαιστίνης και την παράνομη αρπαγή των παλαιστινιακών ενεργειακών κοιτασμάτων.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η υφιστάμενη ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας και της Κύπρου μόνο επιπόλαιη κρίνεται χωρίς να προκρίνονται ή εξυπηρετούνται τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Η εν λόγω κατάσταση πρέπει να αλλάξει με την διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής στην ενεργειακή πολιτική Ελλάδας και Κύπρου, πολιτική η οποία θα βασίζεται στην ουσιαστική διαπραγμάτευση επί των κερδών του κοιτάσματος του Γλαύκου, κάτι το οποίο θα δράσει πιλοτικά και για τα λοιπά κοιτάσματα μελλοντικά. Η μελλοντική ελληνική διαπραγμάτευση με τις πολυεθνικές θα πρέπει να αποβλέπει μόνο στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων Ελλάδας και Κύπρου, και όχι άλλων χωρών.
Μία τέτοια διαπραγμάτευση μοιάζει εξαιρετικά μακρινή εξέλιξη με δεδομένο τόσο το έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας στην Ελλάδα και την Κύπρο όσο και την οικονομική ύφεση των δύο χωρών την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο δεν υπάρχει άλλη επιλογή πέραν από την εν λόγω ουσιαστική και δυναμική διαπραγμάτευση. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα λάβει χώρα εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου.
*Ο Δρ. Ευάγγελος Βενέτης είναι συντονιστής του Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και ειδικός στις Ισλαμικές και Μεσανατολικές Σπουδές στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.