Στην Ελλάδα η αντίθεση «εκσυγχρονισμός – καθυστέρηση» σοβεί εδώ και δεκαετίες. Κατά τη διακυβέρνηση Σημίτη έγιναν θετικά βήματα, χωρίς να λείψουν και κάποια στραβά. H διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κώστα Καραμανλή έκανε βήματα πίσω και παράλληλα το, ήπια αυξανόμενο έως τότε, χρέος της χώρας αυξήθηκε αλματωδώς λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων ιδίως της περιόδου 2007-2009. Οι όποιες, καθυστερημένες, διορθώσεις από την κυβέρνηση ΠαΣοΚ του Γ. Παπανδρέου δεν απέτρεψαν, με δεδομένη και τη διεθνή κρίση, τη χρεοκοπία της χώρας που οδήγησε στα μνημόνια. Οι πολιτικές των επόμενων κυβερνήσεων μέχρι το 2015 κάτι πετύχαιναν παρά τις σχετικές παλινωδίες.
Και μετά ήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αγαστή συνεργασία με το κατ’ εξοχήν οπισθοδρομικό/αντιδραστικό μόρφωμα των ΑΝΕΛ. Με σημαία την οπισθοδρόμηση αναρριχήθηκαν στην κυβέρνηση κραυγάζοντας (ενίοτε και χειροδικώντας) ενάντια στα μνημόνια, τελικά και ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ευρωπαϊκή Ενωση που αποτέλεσε και αποτελεί την ελπίδα και την κινούσα δύναμη για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας – και με θεσμούς και με λεφτά. Γιατί αυτό που θα λέγαμε – με μαρξίζουσα ορολογία – «αστική ολοκλήρωση» δεν φαίνεται ότι μπορούσε να προκύψει ενδογενώς στην Ελλάδα και χρειαζόταν/χρειάζεται την πίεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τον πρώτο καιρό, πέρα από τις γραφικότητες, υπήρξε άκρως αντι-εκσυγχρονιστική και αντι-ευρωπαϊκή. Η απότομη αλλαγή πλεύσης χάρις στην καθυστερημένη συνειδητοποίηση του επερχόμενου χάους κράτησε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αφού όμως είχε ήδη προκύψει τεράστιο κόστος που οδήγησε αναγκαστικά και στο τρίτο μνημόνιο.
Εκτοτε και μέχρι σήμερα η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και τελευταία ΣΥΡΙΖΑ +, εξαναγκάζεται, αντί να επιδιώκει, σε εκσυγχρονιστικές (και όχι πάντα) μεταρρυθμίσεις έχοντας στο φτωχό ενεργητικό της, πάντως, ορισμένα θετικά όπως τη συμφωνία των Πρεσπών, το σύμφωνο συμβίωσης κ.λπ. Δηλώνει αριστερή με δήθεν ταξική πολιτική που τη βασίζει όμως κυρίως σε α-ταξικές διαιρέσεις όπως προνομιούχοι – μη προνομιούχοι, ελίτ – λαός κ.λπ. Δηλαδή σε πολιτικές που ουδεμία σχέση έχουν ούτε με τις δυνάμεις παραγωγής ούτε με πορεία προς την «αστική ολοκλήρωση». Αντίθετα προσπαθεί να συσπειρώσει επιδοτώντας και φωνασκώντας ως παραλλαγή ποπουλίστικων κινημάτων του παρελθόντος.
Ετσι διερωτάται κανείς πώς προέκυψε η διάθεση για γέφυρες σε ορισμένους προοδευτικούς (χωρίς εισαγωγικά) φίλους και φίλες. Με ποια παραδείγματα, ποια εχέγγυα, ποια εμπιστοσύνη και ποια προοπτική; Το ότι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν κάποια προοδευτικά στελέχη είναι χωρίς αμφιβολία, αν και διερωτάται κανείς πώς και ανέχθηκαν και ανέχονται τόσα χρόνια μια ανερμάτιστη πολιτική από μια ηγεσία που μπορεί να παίρνει – εν πολλοίς μόνη – αλλοπρόσαλλες στρατηγικές αποφάσεις με την ελαφρότητα μικρο-τακτικών ελιγμών.
Το ότι κάποια από αυτά τα στελέχη μπορεί να είναι συνομιλητές σε μια προοδευτική-δημοκρατική συμμαχία είναι πιθανό. Με τη βασική προϋπόθεση όμως ότι πρώτα θα ηττηθεί αυτό το σχήμα στο οποίο μετέχουν. Και εκλογικά και πολιτικά. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει, ή μάλλον δεν έχει νόημα, μια προοδευτική-δημοκρατική συμμαχία αν δεν έχει ως πρόταγμα τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Και από τη μεριά της να διεκδικεί προοδευτικά χαρακτηριστικά για αυτόν τον εκσυγχρονισμό. Να διεκδικεί δηλαδή τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό.
Ο κ. Σπύρος Καβουνίδης είναι δρ πολιτικός μηχανικός.