Η Κίνηση Γέφυρα, μέσω της οποίας άνθρωποι της επιστήμης και του λόγου που έχουν προσφέρει και προσφέρουν – όχι φυσικά όλοι – σημαντικά πράγματα στην πνευματική ζωή του τόπου και ζητούν ο ΣΥΡΙΖΑ «να αναλάβει πιο τολμηρές πρωτοβουλίες για διάλογο και σύγκλιση με τους προοδευτικούς πολίτες και τις συλλογικότητες της Κεντροαριστεράς», αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εργαλειοποίησης του ρόλου των διανοουμένων.
Εδώ το μεγάλο ζητούμενο είναι το πόσο κοντή μπορεί να γίνει η μνήμη, ώστε να ζητά κανείς «προοδευτικές συμμαχίες» με κορμό τους πρωτεργάτες της συνεργασίας με τον ανορθολογισμό των ψεκασμένων, τους υποκινητές των φάσκελων έξω από τη Βουλή, του κυνηγιού των στελεχών του ΠαΣοΚ, τους αυτουργούς του πιο αντιδημοκρατικού δημοψηφίσματος των πέντε ημερών που έγινε στη χώρα και από το οποίο παραλίγο η χώρα να μείνει όχι απλώς εκτός προόδου αλλά και εκτός ευρωπαϊκού πολιτισμού, τους εκφραστές μιας καταστροφικής ηθικής της πεποίθησης και της αυταπάτης, εκείνους που στη θέση των κοινωνικών υπηρεσιών που μετατρέπουν τους πολίτες σε αυτόνομες προσωπικότητες τοποθετούν τα επιδόματα που τους μετατρέπουν σε εξαρτήματα της όποιας κρατικής εξουσίας. Πόσο προοδευτικά ήταν όλα αυτά; Και κυρίως πόσο προοδευτική και σοσιαλδημοκρατική είναι η εξωφρενική αντίληψη του «έχουμε την κυβέρνηση αλλά όχι και την εξουσία», αντίληψη που έρχεται σε απόλυτη ρήξη με τη μετάβαση από τις ιεραρχικές κοινωνίες των αυθεντιών στις κοινωνίες της διάκρισης των εξουσιών; Ξεχνιούνται όλα αυτά, χωρίς έστω ένα δείγμα υποκριτικής αυτοκριτικής;
Είναι αλήθεια πως στο παρελθόν πολλές φορές στη Δυτική Ευρώπη έχουν συνεργαστεί, ακόμη και σε κυβερνητικό επίπεδο, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας με αυτές της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό όμως σε όλες τις περιπτώσεις έγινε με την πλειοψηφία να ανήκει στους σοσιαλδημοκράτες. Αν πραγματικά η Γέφυρα επιθυμεί να γίνει και στην Ελλάδα κάτι παρόμοιο, δεν έχει παρά να υποστηρίξει το ΚΙΝΑΛ, το οποίο παρά τις ιδεολογικές – και όχι μόνο – ανεπάρκειές του είναι η πιο κοντινή έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Ο όποιος μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ θα προέλθει από έναν εξωτερικό καταναγκασμό και αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από την ενδυνάμωση του ΚΙΝΑΛ. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ δεν θα είναι στρατηγική, θα αποτελεί απλώς μια εναλλαγή εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ίδιος και απαράλλακτος θα παραμονεύει τις επόμενες εκλογές για να «συλλάβει» πάλι την εξουσία. Μόνο η στρατηγική του ήττα από το ΚΙΝΑΛ μπορεί στο μέλλον να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις σύγκλισης στις οποίες αναφέρεται η Γέφυρα.
Από την άλλη, οι δίκες συλλογικών προθέσεων συν ο χαρακτηρισμός των υπογραψάντων συλλήβδην ως «ρετάλια» αποκαλύπτουν και άλλα βαθιά κοιτάσματα φανατισμού που υπάρχουν άφθονα στην κοινωνία μας. Οι προθέσεις όμως αποδίδονται σε άτομα, ποτέ συλλογικά. Στοιχειώδες αυτό για κάθε μη νεόκοπο φιλελεύθερο. Η ηθική απαξίωση αποκρύπτει στην ουσία τις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα. Απαντήσεις που αποδεικνύουν πως ολικά κρίνοντας τίποτα προοδευτικό δεν έχουμε στον ΣΥΡΙΖΑ εκτός από κάποιες αναλαμπές όσον αφορά τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Αρκεί αυτό για να νομιμοποιηθεί η πρωθυπουργική «απεύθυνση»;
Εδώ εγείρονται κάποια ακόμη ερωτήματα. Το πρώτο αφορά το αν μπορούν οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι να παραμένουν τέτοιοι μέσα στα κόμματα. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι δημοκρατία των κομμάτων. Οσο και κριτική να γίνεται σ’ αυτά, μέχρι σήμερα δεν έχει «ανακαλυφθεί» άλλος τρόπος ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ένα μοντέλο που θα υποκαθιστά τα κόμματα στον ρόλο τους ως φορέων αντιπροσώπευσης. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους είμαι ιδιαίτερα αρνητικός στη χρήση του όρου «κομματοκρατία». Αλλά αλήθεια πόσο ανεξάρτητος μπορεί να παραμείνει ένας κριτικά σκεπτόμενος αν εμπλέκεται άμεσα με την πολιτική αποϊδεολογικοποιημένων κομμάτων; Κρίσιμη ερώτηση που δεν έχει καθολική και γενικευμένη απάντηση. Προκύπτει και ένα δεύτερο ερώτημα. Το έθεσε πολύ εύστοχα ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης («Το Βήμα», 24.2.2019) με αφορμή τις άστοχες και αστόχαστες κατηγορίες κατά του Ρίτσου ως δήθεν υμνητή των σοβιετικών τανκ στην Πράγα. Αυτό αφορά το αν υπάρχουν αριστεροί και κεντροαριστεροί διανοούμενοι. Κατά τον νεοσυντηρητισμό δεν υπάρχουν. Πλήρης αντιστροφή της λογικής που ήθελε ο Μάνος Χατζιδάκις να μην είναι διανοούμενος, επειδή είναι δεξιός. Τώρα κυριαρχεί η άποψη που θέλει ο αριστερός Ρίτσος να είναι κακός ποιητής, ακριβώς επειδή ήταν αριστερός. Στην κυριαρχία όμως αυτού του νεοσυντηρητισμού πρωτεύοντα ρόλο έχουν παίξει οι συνέπειες της «προοδευτικής» πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανακεφαλαιώνω με ένα τρίτο ερώτημα. Αυτό δεν είναι πλέον το πόσο ανεξάρτητοι μπορεί να είναι οι διανοούμενοι στα κόμματα, αλλά το πόσο τα σύγχρονα αποϊδεολογικοποιημένα κόμματα αντέχουν τους διανοούμενους εντός τους. Το πόσο και σε τι τους χρειάζονται. Αυτά τα κόμματα αν δεν περιφρονούν την κριτική σκέψη, τη θέλουν μόνο σαν τιμητή τους. Θέλουν μια κριτική σκέψη χωρίς καθόλου κριτική και σκέψη. Πόσο επομένως κρατούν τις γέφυρες τα κόμματα; Οσο τους είναι χρήσιμες. Και κυρίως όταν είναι μιας χρήσης. Μετά τις γκρεμίζουν. Με τη σειρά τους οι διανοούμενοι έχουν ρόλο στα σημερινά αποϊδεολογικοποιημένα κόμματα μόνο όταν κριτικά στηρίζουν προβληματιζόμενους πολιτικούς και όχι εκλαϊκευτές. Δεν γνωρίζω πολλούς που να υποστηρίζουν ότι ο κ. Τσίπρας – αλλά όχι μόνο αυτός – ανήκει σ’ αυτούς.
Η χώρα έχει έτσι κι αλλιώς την ανάγκη από έναν νέο ΟΠΕΚ. Μόνο που τώρα τα αρχικά του θα σημαίνουν Ομιλος Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό των Κομμάτων. Σε αυτόν τον Ομιλο σίγουρα θα συναντηθούν εκ νέου οι αγωνίες όλων όσοι κατά καιρούς έχουν ταχθεί υπέρ του εκσυγχρονισμού της χώρας και του εκδημοκρατισμού των κομμάτων.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Τον Απρίλιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το βιβλίο του «Το πρωτείο της πολιτικής. Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία».