Ενώ ακόμα το σοκ από τις αποκαλύψεις του πορίσματος για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι δεν έχει περάσει, νέα μελέτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου έρχεται να χτυπήσει το «καμπανάκι» του κινδύνου, καθώς καταγράφει τους παράγοντες που υπό συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα τραγωδία σε περιοχή της ανατολικής Αττικής, από τον Ωρωπό ως την Παλαιά Φώκαια.
Οχτώ μήνες μετά την φονική πυρκαγιά που στοίχησε τη ζωή σε 100 συνανθρώπους μας και τρεις μήνες πριν από την έναρξη της θερινής περιόδου, σε έρευνα του ΕΜΠ που παρουσίασε το «Εθνος» κατέγραψε εννέα ευάλωτους οικισμούς, οι έξι από αυτούς στο «κόκκινο» σε περίπτωση πυρκαγιάς, που χρήζουν άμεσων παρεμβάσεων.
Επικίνδυνες φυτεύσεις, ελλιπές οδικό δίκτυο µε στενά πλάτη δρόμων (οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν δίνουν πρόσβαση απευθείας στη θάλασσα) και αδιέξοδα, ανύπαρκτη ρυμοτομία, βραχώδεις ακτογραμμές, διάσπαρτες κατοικίες, αποκλεισμός των διόδων προς τη θάλασσα με μάντρες ή περιφράξεις, σε συνδυασμό µε τις μετεωρολογικές συνθήκες του καλοκαιριού και την ανυπαρξία αντιπυρικών ζωνών, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ παραγόντων που υπό συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα τραγωδία.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η μελέτη της Μονάδας Βιώσιμης Κινητικότητας του ΕΜΠ, που διενεργήθηκε λίγους μήνες μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας του μεταπτυχιακού προγράμματος «Περιβάλλον και Ανάπτυξη», µε επιβλέποντα τον δρα πολεοδόμο-συγκοινωνιολόγο μηχανικό Ευθύμιο Μπακογιάννη.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας, που παρουσιάζει το Έθνος, οι έξι πιο ευάλωτοι οικισμοί στην ανατολική Αττική σε περίπτωση πυρκαγιάς είναι, με σειρά επικινδυνότητας, το Μάτι, η Κακιά Θάλασσα, η Βραυρώνα, η Χαµολιά, το Ζούµπερι και οι Αγιοι Απόστολοι (στο τµήµα τους που ανήκει στη ζώνη µείξης δάσους-κατοικιών), οι οποίοι συγκέντρωσαν τη χαµηλότερη βαθµολογία στον δείκτη που χρησιµοποιήθηκε αλλά και στη φωτοερµηνεία που ακολούθησε µέσω του Google.
Ως δυνάµει επικίνδυνοι κρίθηκαν στην πρώτη κατάταξη και οι οικισµοί στο Πόρτο Ράφτη, στον Θορικό και στα Λεγρενά. Ωστόσο, εντοπίζοντας τις εγκαταστάσεις πυρόσβεσης και καταγράφοντας ακόµα και τις πισίνες ως πεδία άντλησης νερού για λόγους κατάσβεσης φωτιάς σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, προέκυψε ότι δεν ανήκουν στις πλέον προβληµατικές περιπτώσεις.
Πιο συγκεκριμένα, στο Πόρτο Ράφτη η ακτογραµµή δεν είναι κρηµνώδης σχεδόν σε κανένα τµήµα της, ενώ διαθέτει Πυροσβεστική εντός του οικισµού αλλά και πολλές πισίνες που µπορούν να αξιοποιηθούν. Στον οικισµό του Θορικού η ακτογραµµή επίσης δεν είναι κρηµνώδης, ενώ είναι πολύ µικρός και µπορεί να εξυπηρετηθεί από την Πυροσβεστική του Λαυρίου που είναι κοντά. Ο οικισµός των Λεγρενών εµφανίζει επίσης εύκολη πρόσβαση προς τη θάλασσα.
Η συγκεκριμένη έρευνα κατέγραψε τα προβλήματα σε μια προκαθορισμένη περιοχή, αλλά αντίθετες περιπτώσεις οικισμών είναι διάσπαρτες σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο σε παραθαλάσσιες περιοχές.
Βέβαια, η επικινδυνότητα και τα χαρακτηριστικά των εν λόγω οικισμών δεν πρέπει να αποτελούν «άλλοθι» για την αδυναμία αντιμετώπισης μιας πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή. Αντιθέτως, σημειώνουν οι ειδικοί, αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αποτελούν βασική προτεραιότητα η πρόληψη, ο αποτελεσματικός συντονισμός και η επιχειρησιακή δυνατότητα των αρμοδίων φορέων για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν ξανά ανθρώπινες ζωές.
Οι ερευνητές επέλεξαν αρχικά όλους τους παραθαλάσσιους οικισµούς τής υπό µελέτη περιοχής, που αριθµούν άνω των 50 σπιτιών ο καθένας, ορίζοντας µια «οικιστική πύκνωση» σε µία απόσταση 3 χιλιοµέτρων από την ακτή. Χρησιµοποίησαν όλα τα διαθέσιµα χωρικά δεδοµένα, δορυφορικές φωτογραφίες, στοιχεία για τις χρήσεις γης, τη βλάστηση και τις ενδεχόµενες επικίνδυνες φυτεύσεις της περιοχής, το υψόµετρο και το ανάγλυφο, σε συνδυασµό µε πολεοδοµικά και ρυµοτοµικά κριτήρια. Τα στοιχεία αυτά τα συνέκριναν µε τον δείκτη επικινδυνότητας πυρκαγιάς FHI (Fuel Danger Index), ενώ στους πλέον ευάλωτους οικισµούς διενήργησαν και αυτοψίες.
Στους έξι πλέον ευάλωτους οικισµούς εντοπίστηκε µεγάλο πρόβληµα στα πλάτη των δρόµων, και κυρίως όσων οδηγούν προς τη θάλασσα. Η ψηφιοποίηση και η κατηγοριοποίηση των οδών έδειξαν ότι οι περισσότερες εξ αυτών σε όλους τους οικισµούς είναι από 3 έως 6 µέτρα, πλάτος το οποίο θεωρείται µικρό σε µια έκρυθµη κατάσταση, δεδοµένης και της αυξηµένης στάθµευσης των επισκεπτών ειδικά τους θερινούς µήνες.
Το Μάτι αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση, καθώς δεν καταγράφηκε ούτε ένας δρόµος συνδεδεµένος στο δίκτυο που να οδηγεί απευθείας στην ακτή. Ωστόσο, και στους υπόλοιπους οικισµούς η απευθείας πρόσβαση στη θάλασσα είναι περιορισµένη, καθώς, για παράδειγµα, στο Ζούµπερι καταγράφηκαν πέντε τέτοιες οδοί, ενώ στην Κακιά Θάλασσα τρεις. Και παρά το γεγονός ότι ο πληθυσµός στην Κακιά Θάλασσα είναι µόλις 203 άτοµα, η εικόνα αυτή δεν αντανακλά την πραγµατικότητα κατά τους θερινούς µήνες. Αντίστοιχα, και στις µικρές οικιστικές πυκνώσεις της Χαµολιάς και της Βραυρώνας η επισκεψιµότητα το καλοκαίρι είναι µεγάλη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν, επίσης, την ύπαρξη χώρων συγκέντρωσης (λιµανιών-µαρινών-αλιευτικών καταφυγίων) στην περιοχή. Στη Βραυρώνα, στη Χαµολιά και στην Κακιά Θάλασσα δεν εντοπίστηκε κανένας τέτοιος χώρος, αλλά και στο σύνολο των έξι οικισµών αυτά τα σηµεία είναι δυσεύρετα.
Ακόμη, στις δορυφορικές εικόνες που αναλύθηκαν φάνηκε η παντελής έλλειψη αντιπυρικών ζωνών. «∆εν υπάρχει καµία ζώνη που να µπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο και να εµποδίσει ή να φρενάρει µια πιθανή πυρκαγιά. Μόνο στην περίπτωση του οικισµού Ζούµπερι, η λεωφόρος Μαραθώνος, εάν αξιοποιηθεί σωστά, θα µπορούσε να παίξει ρόλο αντιπυρικής ζώνης, δεδοµένου ότι είναι δρόµος 14-15 µέτρων» αναφέρει η έρευνα.
Το θετικό για τους οικισµούς που ερευνήθηκαν είναι ότι σε µεγάλο ποσοστό τα υλικά δόµησης είναι µπετόν και κεραµίδια, τα οποία δεν θεωρούνται ιδιαίτερα εύφλεκτα υλικά. Ωστόσο, η εναλλαγή των υφών στις ακτογραµµές των ευάλωτων οικισµών εµφανίζει περιοχές ή τµήµατα περιοχών µε ιδιαίτερα κρηµνώδεις ακτογραµµές, «συνθήκη η οποία µπορεί να αποβεί θανατηφόρα σε περίπτωση πυρκαγιάς και προσπάθειας διαφυγής προς τη θάλασσα», όπως σηµειώνει η έρευνα.
Τι προτείνουν οι ερευνητές
Για τις συγκεκριμένες περιοχές, με εξαίρεση το Μάτι που έχει καεί σχεδόν ολοσχερώς, οι μελετητές κάνουν προτάσεις για παρεμβάσεις.
Στο επίπεδο της προστασίας προτείνεται:
1. Η δηµιουργία αντιπυρικών ζωνών µέσα στο δάσος και στους οικισµούς.
2. Η αφαίρεση των περιφράξεων που εµποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές.
3. Η διαπλάτυνση των δρόµων.
4. Η ύπαρξη σαφών και συνεχόµενων πινακίδων για απαγόρευση της στάθµευσης σε δρόµους που θεωρούνται κρίσιµοι σε περιπτώσεις ανάγκης διαφυγής.
5. Οι διανοίξεις δρόµων ώστε να προσφέρουν πρόσβαση προς τη θάλασσα και η κατάρτιση συγκεκριµένου σχεδίου διαφυγής µε δυνατότητα επιστράτευσης όλων των πλωτών µέσων που είναι διαθέσιµα στις απειλούµενες περιοχές και πέριξ αυτών.
6. Η συντήρηση και η βελτίωση του δικτύου δασικών δρόµων.
7. Η δηµιουργία χώρων στάθµευσης.