Το κίνημα #MeToo έχει «αποκαθηλώσει» πολλούς ισχυρούς άνδρες στον κόσμο, από πολιτικούς ως μεγιστάνες του Χόλιγουντ. Ενα από τα τελευταία παραδείγματα είναι ο πρώην πρόεδρος της Κόστα Ρίκα και νομπελίστας Οσκαρ Αρίας Σάντσες, που κατηγορήθηκε πρόσφατα από πολλές γυναίκες για σεξουαλική παρενόχληση.
Ωστόσο, όπως διαπιστώνουν οι «New York Times», το #MeToo δεν είχε μεγάλη επίπτωση στο ευρύτερο πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης από άνδρες που δεν είναι ούτε πλούσιοι ούτε διάσημοι ούτε ισχυροί. Δηλαδή ενώ ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη για την απαράδεκτη συμπεριφορά ανδρών όπως ο παραγωγός κινηματογραφικών επιτυχιών Χάρβεϊ Γουάινστιν, δεν κατάφερε να αλλάξει και πολλά στον απλό κόσμο. Η υπόθεση Γουάινστιν ήρθε πρώτη φορά στη δημοσιότητα όταν η ηθοποιός Ασλεϊ Τζαντ μίλησε στους «New York Times». Το άρθρο ενέπνευσε και άλλες διάσημες ηθοποιούς του Χόλιγουντ να βγουν στα μέσα ενημέρωσης και να μιλήσουν για τον Γουάινστιν και όταν συγκεντρώθηκε μια κρίσιμη μάζα, ο παραγωγός αντιμετώπισε πραγματικές συνέπειες για τις πράξεις του: αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εταιρεία του και του ασκήθηκαν ποινικές διώξεις. Αυτό με τη σειρά του ενέπνευσε περισσότερες γυναίκες να βγουν και να μιλήσουν για την ανάλογη συμπεριφορά άλλων διάσημων ανδρών, το οποίο καλύφθηκε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης και οι ίδιοι ήρθαν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους.
Δεν βοήθησε τις απλές γυναίκες
Ωστόσο το κίνημα #MeToo δεν έχει καταφέρει να επιβάλει παρόμοια αντιμετώπιση προς τους άνδρες όλων των κοινωνικών στρωμάτων που παρενοχλούν σεξουαλικά. Αντίθετα, μοιάζει να έχει καθιερώσει την άποψη ότι οι άνδρες που παραφέρονται με αυτόν τον τρόπο πρέπει απλώς να μην κατέχουν θέσεις υψηλού κύρους, να μην είναι δηλαδή διευθυντές μεγάλης εταιρείας ή μέλη της αμερικανικής Γερουσίας. Συνεπώς, αν και το #MeToo εξαπλώθηκε πολύ στον κόσμο, φθάνοντας για παράδειγμα ακόμα και στο ινδικό Μπόλιγουντ, δεν έχει βοηθήσει και πολύ τις απλές γυναίκες.
Αν μια αμερικανίδα εργάτρια εργοστασίου προσπαθήσει να καταγγείλει κάποιον που την παρενοχλεί σεξουαλικά ή ακόμα και μια ευρύτερη κουλτούρα παρενόχλησης στο εργασιακό της περιβάλλον, δεν μπορεί να υπολογίζει στη βοήθεια διάσημων ηθοποιών του Χόλιγουντ για να ακουστεί. Συχνά η παρενόχληση μένει ατιμώρητη και η ευρύτερη κουλτούρα παρενόχλησης απαράλλακτη.
Ακόμα και στην Κόστα Ρίκα, όπου για παράδειγμα η διαφορά ανάμεσα στους μισθούς ανδρών και γυναικών είναι μικρή, η γυναικεία εκπαίδευση εμφανίζει υψηλά ποσοστά και οι γυναίκες εκπροσωπούνται επαρκώς στην πολιτική, η Γιασμίν Μοράλες, πρώην Μις Κόστα Ρίκα και μία από τις εννέα γυναίκες που έχουν κατηγορήσει μέχρι στιγμής τον πρώην πρόεδρο Αρίας για σεξουαλική παρενόχληση, κοπίασε να βρει δικηγόρο για να την εκπροσωπήσει – τρεις αρνήθηκαν να αναλάβουν την υπόθεσή της.
Σε χώρες που είχαν δεξιές δικτατορίες που μεταχειρίζονταν τη σεξουαλική βία ως τρόπο ελέγχου και καταπίεσης της κοινωνίας, όπως η Γουατεμάλα και η Αργεντινή, η αντιμετώπιση όσων διαπράττουν σεξουαλικά εγκλήματα είναι ακόμα πιο περίπλοκη.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και σε χώρες όπου τα κινήματα κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης είναι δυναμικά, αν δεν καταφέρουν να δημιουργήσουν μια δυναμική κατά αυτής της συμπεριφοράς στην ευρύτερη κοινωνία, μπορεί να στείλουν το αντίθετο μήνυμα: ότι δεν υπάρχει βούληση για αλλαγή. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να απωθήσει τις γυναίκες από τη δημόσια σφαίρα, μειώνοντας ακόμα περισσότερο την επιρροή τους στο ζήτημα.
Στόχος κατηγοριών και απειλών
«Οι περιορισμοί στην κινητικότητα των γυναικών συχνά δικαιολογούνται για λόγους ασφαλείας» είπε στους «New York Times» η Σάρα Καν, πολιτική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Οι άνδρες που βρίσκονται στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αντί να προσπαθήσουν να μειώσουν τη σεξουαλική παρενόχληση και βία, συχνά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι χώροι εργασίας δεν είναι ασφαλείς, «γι’ αυτό ας κρατήσουμε τις γυναίκες μακριά τους».
Στην Ινδία, για παράδειγμα, όπου η Καν πραγματοποιεί μακροχρόνια έρευνα για τη βία κατά των γυναικών, η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό εμφανίζει πτώση τα τελευταία χρόνια, παρά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Επειτα υπάρχει το πρόβλημα των ανδρών που εκλαμβάνουν το #MeToo ως δυνητικά επικίνδυνο για τους ίδιους και περιορίζουν τη συνεργασία με γυναίκες συναδέλφους τους. Αυτό περιορίζει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα των γυναικών να ανέρχονται επαγγελματικά στις ανώτερες θέσεις.
Το #MeToo έδειξε επίσης ότι οι γυναίκες που βγαίνουν μπροστά για να καταγγείλουν σεξουαλική κακοποίηση γίνονται στόχος κατηγοριών και απειλών επειδή μίλησαν. Παράδειγμα η Κριστίν Μπλέισι Φορντ, η καθηγήτρια που κατέθεσε στην ακροαματική διαδικασία για τον διορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο του Μπρετ Κάβανο, τον οποίο κατηγόρησε ότι της είχε επιτεθεί σεξουαλικά όταν πήγαιναν στο λύκειο, δέχθηκε τόσο σοβαρές απειλές που αναγκάστηκε να αλλάξει σπίτι.
Ηδη είναι δύσκολο για μια γυναίκα να μιλήσει δημοσίως για τη σεξουαλική της κακοποίηση. Αλλά για εκείνες που έχουν περιορισμένους πόρους και δεν μπορούν να αλλάξουν σπίτι ή να λάβουν άλλα δαπανηρά μέτρα προστασίας φαντάζει ενίοτε αδύνατο.