Επιστρέφει η Ευρώπη στην περίοδο των μεγάλων γεωγραφικών, πολιτικών, πολιτιστικών διαιρέσεων, ρηγμάτων και συγκρούσεων που επικράτησαν μετά τη Μεταρρύθμιση (Reformation), πριν από πεντακόσια χρόνια περίπου; Επιστρέφει, υποστηρίζει ο γνωστός καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ Br. Simms σε ένα πρόσφατο αμφιλεγόμενο δοκίμιό του (βλέπε Br. Simms, «Europe’s New Reformation», New Statesman, 6 Φεβρουαρίου 2019).
Η περίοδος των διαιρέσεων, ρηγμάτων και συγκρούσεων που ξεκίνησε στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα για θρησκευτικούς, δογματικούς λόγους αρχικά διήρκεσε περίπου διακόσια χρόνια. Ηταν συγκρίσεις και ρήγματα ανάμεσα στις τότε πολιτικές οντότητες, αλλά και οξύτατες πολιτικο-ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των οντοτήτων αυτών. Ο Simms εκτιμά ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, που θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανοίγει μια νέα ιστορική περίοδος κατακερματισμού που είναι άγνωστο πώς και πότε θα κλείσει, αν και αυτή τη φορά δεν είναι η θρησκεία και η Εκκλησία στο επίκεντρό της. Στο επίκεντρο είναι το ερώτημα εάν θα υπάρχει μια υπερεθνική τάξη πραγμάτων/σύστημα ως υπέρτατη εξουσία που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα και την ειρήνη στην Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ενωση) ή εναλλακτικά οι επιμέρους πολιτικές οντότητες (εθνικό κράτος) θα ασκούν την απόλυτη εξουσία. Στον δέκατο έκτο αιώνα η υπέρτατη εξουσία που αμφισβητήθηκε ποικιλοτρόπως ήταν βεβαίως η παπική Εκκλησία και οι δογματικές της θέσεις για τη θρησκεία. Αλλά βέβαια τότε τα πραγματικά προβλήματα για διαχείριση – πέραν αυτών της κατανομής της εξουσίας – ήταν σε σημαντικό βαθμό εντοπισμένα στο πλαίσιο των επιμέρους πολιτικών μονάδων. Δεν υπήρχε ούτε παγκοσμιοποίηση, ούτε τεχνητή νοημοσύνη, οικονομική αλληλεξάρτηση ή κλιματική αλλαγή.
Στη σημερινή Ευρώπη πρώτα απ’ όλα τα διακρατικά ρήγματα φαίνεται να πολλαπλασιάζονται παρά την ύπαρξη και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και παρά τα πάνω από εξήντα χρόνια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το τελευταίο ανάμεσα σε Γαλλία και Ιταλία.
Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ευρώπη η Γαλλία έφθασε στο σημείο να ανακαλέσει τον πρεσβευτή της από τη Ρώμη ως ένδειξη της οργής για τη συνάντηση του αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης και επικεφαλής του Κινήματος 5 Αστέρων Λουίτζι Ντι Μάιο με εκπροσώπους των «κίτρινων γιλέκων», και μάλιστα σε γαλλικό έδαφος, και με την ομάδα που επιδιώκει ευθέως την ανατροπή του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Η προηγούμενη ανάκληση γάλλου πρεσβευτή από τη Ρώμη είχε γίνει το 1940, όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στη Γαλλία. Ετσι ένα νέο ρήγμα, αυτή τη φορά στην καρδιά της Ευρώπης, είναι τώρα πλέον γεγονός. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης που οι σχέσεις ανάμεσα σε δύο από τις έξι ιδρυτικές χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας/Ενωσης (Γαλλία – Ιταλία) φθάνουν σ’ αυτό το θλιβερό επίπεδο. Μέχρι σήμερα οι διάφορες συγκρούσεις, διαιρέσεις, ρήγματα, κατακερματισμοί δεν είχαν αγγίξει, με ορατό τουλάχιστον τρόπο, την ιδρυτική ομάδα χωρών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, χώρες Μπενελούξ – Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο).
Η Ιταλία των εθνολαϊκιστών Σαλβίνι – Ντι Μάιο έχει αναδείξει τον πρόεδρο Μακρόν ως κύριο αντίπαλό στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ως τον φιλελεύθερο εκφραστή του υπερεθνικού ευρωπαϊκού οράματος που (τολμά να) μιλά ανοιχτά για «ευρωπαϊκή κυριαρχία». Του κήρυξε επομένως τον πόλεμο εν όψει και των ευρωεκλογών του Μαΐου, κατηγορώντας τον για «τα πάντα» – την πολιτική της Γαλλίας στην Αφρική και το αποικιοκρατικό της παρελθόν, την απροθυμία της να αποδεχθεί μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών, την οικονομική και δημοσιονομική της πολιτική, τη στρατηγική για τη διαμόρφωση ενός φιλελεύθερου φιλοευρωπαϊκού άξονα δυνάμεων στην Ευρώπη. Ο Μακρόν προσωποποιήθηκε ως ο «κακός δαίμονας στην Ευρώπη» για τον εθνολαϊκισμό (και όχι αδικαιολόγητα ίσως). Αυτό όμως που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η συνάντηση με τα «κίτρινα γιλέκα» και με τον εξόχως άγαρμπο και ελάχιστα διπλωματικό τρόπο με τον οποίο έγινε.
Το ρήγμα όμως στην ιδρυτική ομάδα των κρατών-μελών επικάθεται σε σειρά άλλων σχισμάτων, όπως αυτό ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο που τείνει να θεσμοποιηθεί ανάμεσα στην ομάδα των μεσογειακών κρατών (MED-7) και τη Χανσεατική Ενωση των οκτώ βόρειων χωρών (Hanseatic Union), τη σχισματική πορεία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (κυρίως των τεσσάρων χωρών Βίσεγκραντ – Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) και βεβαίως την εντελώς αυτόνομη πορεία του Ην. Βασιλείου που φθάνει μέχρι του σημείου της πλήρους αποχώρησης από την Ενωση (Brexit). Ενώ στο εσωτερικό των κρατών έχουμε την αποσάθρωση/κατακερματισμό των παραδοσιακών κομματικών συστημάτων.
Ολα αυτά αναδεικνύουν την κρισιμότητα των επερχόμενων ευρωεκλογών και τα αποτελέσματα που ενδεχομένως θα δώσουν για το μέλλον προοπτικές και συνοχή της ΕΕ. Σημαίνουν επίσης – και αυτό είναι σημαντικό – ότι μετά το ρήγμα Γαλλίας – Ιταλίας και για όσο διαρκεί δεν υπάρχει η «ενοποιητική ομάδα χωρών» που να οδηγεί το όχημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παραδοσιακά οι «6» λειτουργούσαν με τον τρόπο αυτόν, με τη σύμπραξη κάποιων άλλων νεότερων χωρών-μελών, όπως της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και σε ορισμένες περιπτώσεις της Ελλάδας.
Αλλά μπορεί να σημαίνει και κάτι πολύ βαθύτερο, αυτό που ακριβώς γράφει ο καθηγητής Simms, όσο κι αν οι συνθήκες είναι τόσο διαφορετικές: την επιστροφή της Ευρώπης 500 χρόνια πίσω, σε μια νέα εποχή βαθιών ευρωπαϊκών διαιρέσεων, «με τους ευρωπαίους ηγέτες στον δρόμο της αυτοκαταστροφής». Θυμίζουν, έγραψε πρόσφατα ο Τζορτζ Σόρος, το Πολίτμπιρο στην περίοδο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης: συνεχίζουν να εκδίδουν αποφάσεις που δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Ζοφερό σενάριο ομολογουμένως, αν και σαφώς υπερβολικό. Και που ελπίζεται να ακυρωθεί με τις ευρωεκλογές…
Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και Research Associate στην LSE.