Τα δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν την τελευταία δεκαετία διαφοροποιηθεί θεαματικά.
Πρώτον, από το 2009 οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και αργότερα (το 2013) οι αντίστοιχες με την Αίγυπτο διερράγησαν, χωρίς να έχουν αποκατασταθεί. Ετσι και οι δύο χώρες αναζήτησαν στην Ελλάδα το μεν Ισραήλ στρατηγικό βάθος, η δε Αίγυπτος μια περιφερειακή γέφυρα με την ΕΕ. Στη σταδιακή εδραίωση μιας σχέσης με πιο μόνιμα χαρακτηριστικά συνετέλεσαν ασφαλώς και η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Λευκωσίας, Τελ Αβίβ και Καΐρου και η συνακόλουθη συνεργασία στον τομέα της ενέργειας.
Δεύτερον, η περιοχή εξελίχθηκε σε κρίσιμη παράμετρο ασφάλειας για τη Δύση. Η γεωγραφική μετατόπιση του τρομοκρατικού δικτύου σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, η σύρραξη στη Συρία, οι προσφυγομεταναστευτικές ροές και ο αντίκτυπός τους στις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, καθώς και η σεχταριστική/εμφύλια διαμάχη στη Λιβύη έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό περιβάλλον στη νότια γειτονιά της Γηραιάς Ηπείρου.
Τρίτον, έχει εσχάτως ενταθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Δεν είναι μόνο η «κάθοδος» της Ρωσίας, η οποία με ορμητήριο τη Συρία και τις δύο βάσεις (ναυτική και αεροπορική) έχει μονιμοποιήσει την παρουσία της. Είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που η Ρωσία καταφέρνει να διευθετήσει μεταψυχροπολεμικά μια κρίση υπέρ των συμφερόντων της εκτός μετασοβιετικού χώρου. Μάλιστα, με περίσεια αυτοπεποίθηση, η Μόσχα διερευνά την πιθανότητα εγκαθίδρυσής της και σε Λιβύη και Αίγυπτο. Και η Κίνα, από την πλευρά της, λογίζει ως καταλυτική για τις εισαγωγές προϊόντων της στην ευρωπαϊκή αγορά τη διείσδυσή της σε Ανατολική Μεσόγειο και Δυτικά Βαλκάνια και ήδη έχει αναπτύξει ένα αξιοπρόσεκτο δίκτυο συνεργασιών με κράτη της περιοχής, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και κυρίως η Ελλάδα. Εξάλλου, η απόληξη του θαλάσσιου κομματιού του νέου δρόμου του Μεταξιού καταλήγει στην εν λόγω περιοχή.
Τέταρτον, οι ΗΠΑ, παρά τις τάσεις αναχωρητισμού από τη Μέση Ανατολή (οι οποίες αναδείχθηκαν κατά την πρώτη τετραετία Ομπάμα και παγιώθηκαν στην περίοδο Τραμπ), αναβαθμίζουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και μοιάζουν αποφασισμένες να μην επιτρέψουν σε Μόσχα και Πεκίνο να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία τους. Βέβαια, τα αμφίσημα μηνύματα που στέλνουν ελλείψει μακρόπνοης στρατηγικής οι κλονισμένες σχέσεις με την ΕΕ και η απώλεια εμπιστοσύνης απέναντι στην τωρινή αμερικανική ηγεσία και τις προθέσεις της επιτείνουν το κενό εξουσίας στο περιφερειακό υποσύστημα.
Πέμπτον, εξαιτίας της απουσίας ενός ηγεμόνα που θα διαφεντεύει (μέσα από συμμαχίες) τις τύχες της περιοχής, αναδύονται επίδοξοι μνηστήρες, πρόθυμοι να «μπουν στα παπούτσια» των Αμερικανών. Η Τουρκία, επί παραδείγματι, έχει εκδηλώσει εμφανώς την πρόθεση να ενισχύσει τον περιφερειακό της ρόλο, αν και δυσκολεύεται χαρακτηριστικά να συνομιλήσει με αρκετές δυνάμεις της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η Αγκυρα στερείται πρέσβεων σε Ισραήλ, Αίγυπτο και Συρία. Επίσης, ο πιο στενός και φυσικός σύμμαχος της ηγεσίας της είναι η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ενώ η στήριξη στον παλαιστινιακό λαό έχει περισσότερο αντι-ισραηλινό χαρακτήρα.
Εκτον, η εύρεση ενεργειακού πλούτου και οι ρεαλιστικές προσδοκίες για τη μετεξέλιξη της Ανατολικής Μεσογείου σε μία εκ των εναλλακτικών πηγών προμήθειας της ευρωπαϊκής αγοράς έναντι της Ρωσίας έχουν εύλογα αυξήσει τη σημασία της. Η εμπλοκή εταιρειών της εμβέλειας της Exxon-Mobil και της Total αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι γραμμική, υπό την έννοια ότι η ύπαρξη φυσικών πόρων στο υπέδαφος δεν συνεπάγεται αυτομάτως την παραγωγή και την εξαγωγή τους. Αυτά θα κριθούν, μεταξύ άλλων, από τις ανάγκες της αγοράς και την ανταγωνιστικότητα στην τιμή.
Συμπερασματικά, ο χάρτης της Ανατολικής Μεσογείου αναδιαμορφώνεται. Η επανάκαμψη της Ρωσίας και το ζωηρό ενδιαφέρον της ανερχόμενης Κίνας σε μια μεταβατική περίοδο για την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων δημιουργεί ευκαιρίες και κινδύνους. Σε πρώτη ανάγνωση, ο ελληνισμός βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, με τον αμερικανικό παράγοντα να στηρίζει προσώρας τις στρατηγικές επιλογές μας, με άξονα τις ενεργειακές συμπράξεις. Εντούτοις, λόγω του ευμετάβλητου χαρακτήρα τόσο του προέδρου Τραμπ όσο και των περιφερειακών συνεργειών, οφείλουμε να δώσουμε περιεχόμενο σε αυτές το συντομότερο δυνατόν. Οπως και να διεκδικήσουμε απτά ανταλλάγματα για τη θερμή σχέση μας με τις ΗΠΑ (σε άμυνα, οικονομία και ενέργεια), εξισορροπώντας την, παράλληλα, με την ισχυροποίηση των δεσμών μας με ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γαλλία, ώστε σε περίπτωση επαναπροσέγγισης Αγκυρας – Ουάσιγκτον ή περαιτέρω απόκλισης ΗΠΑ – ΕΕ να μη βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».