Η φιλολογία για τα προοδευτικά μέτωπα κινείται με μεγάλες αφαιρέσεις και γενικόλογα σχήματα. Υποτίθεται ότι αποκρυπτογραφεί την κατάσταση και τις αντιθέσεις στην Ευρώπη καθ’ οδόν προς τις ευρωεκλογές του Μαΐου. Λένε διάφοροι πως δεν πρόκειται για μια απλή ατζέντα επιβίωσης ή εκλογική τακτική, αλλά για ζήτημα ουσίας σε αναζήτηση των νέων πολιτικοπολιτισμικών διαιρέσεων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ομως αυτό που αφήνεται έξω από τη συζήτηση είναι το τι ακριβώς εννοεί ο καθένας με τις λέξεις «νεοφιλελευθερισμός», «Ακροδεξιά» και «πρόοδος». Αν προχωρήσουμε από τους τίτλους των «μετώπων» στα συγκεκριμένα πεδία και στα ερωτήματα πολιτικής, η αοριστολογία των αγαθών αισθημάτων εμφανίζεται απολύτως ανεπαρκής. Αν, για παράδειγμα, σταθεί κανείς στα κείμενα και στις παρεμβάσεις που υπάρχουν στις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες και στους συριζαϊκούς ιστότοπους, οι απαντήσεις μοιάζουν απλούστατες: Ακροδεξιά είναι εν τέλει όλοι όσοι δεν ανήκουν στους «προοδευτικούς χώρους» και προοδευτικοί χώροι είναι προφανώς μόνο εκείνοι όπου ηγεμονεύει αριθμητικά και ιδεολογικά μια συγκεκριμένη εκδοχή της Αριστεράς. Οποιαδήποτε διαφορετική αντίληψη για τις αρθρώσεις της κοινωνικής πολιτικής, την εκπαίδευση και την έρευνα, την υπεράσπιση των θεσμικών ελέγχων και αντίβαρων στους θεσμούς θεωρείται εκτός προόδου.
Για το νέο κοινωνικό ζήτημα και τις ανισότητες μιλούν πλέον οι πάντες. Οι μετα-φασίστες και η νέα Δεξιά μοιράζονται ανάμεσα σε «νεοφιλελευθερισμό» και προστατευτισμό – αν και όλοι πλέον επιχειρούν να είναι με τους φτωχότερους και τα μεσαία στρώματα κατά των ελίτ. Ο αντιελιτισμός και η ηθικολογική εναντίωση στην Ευρώπη των τραπεζών δεν συνιστούν λοιπόν πολιτική ταυτότητα. Γιατί, όπως και το 2011 με το αντιμνημόνιο, έτσι και τώρα με το αντι-ακροδεξιό κάλεσμα πολλές δυνάμεις προσπαθούν να κρύψουν συγκεκριμένα κενά πολιτικής. Κάτι χειρότερο: μια ορισμένη προοδευτική ρητορεία συσκοτίζει τις μεγάλες (και ουσιαστικές) διαφορές ως προς τους θεσμούς, τις προτεραιότητες, την ανάλυση των κινδύνων.
Κάποιοι στον χώρο της Κεντροαριστεράς είχαν μάλλον την ιδέα πως ο λαϊκισμός είναι απλώς θέμα ύφους και «χαμηλής» αισθητικής. Είχαν δηλαδή την άποψη ότι αν μαζεύονταν κάπως οι «εικόνες λαϊκισμού» και κάποιες τραχιές φρασεολογίες δεν θα υπήρχαν άλλα σοβαρά εμπόδια. Ομως το πρόβλημα δεν είναι μόνο ή κυρίως ένα ύφος, μια αισθητική ή μια εικόνα. Το θέμα είναι ότι σε πλήθος θεμάτων (από τα πολιτιστικά και την εκπαίδευση έως το πώς εννοεί κανείς το κοινωνικό κράτος), οι προσεγγίσεις με προέλευση τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι άγονες ή, έστω, ένας κατάλογος φιλολαϊκών υποσχέσεων. Αυτό μπορεί να δεις σε κρίσιμους τόπους της κοινωνικής ζωής, στον συνδικαλισμό, στην αυτοδιοίκηση, στην ανώτατη εκπαίδευση. Από τη μια τακτικισμός χωρίς αρχές και από την άλλη μια ολιγοπωλιακή, αν όχι μονοπωλιακή, αντίληψη για το ιδεολογικά επιτρεπτό.
Στην Ευρώπη χρειάζονται επάλληλες συναινέσεις και συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών δυνάμεων. Με ποια όμως λογική μπορεί να χτιστούν αυτές οι συμμαχίες; Με ευχολόγια για παλινόρθωση της σοσιαλδημοκρατίας του ’60 έστω με προσθήκη αμφιλεγόμενων πολιτικών της ταυτότητας; Με αναθέματα στις ελίτ και δημοψηφισματική δημαγωγία που φέρνει περισσότερο κατακερματισμό και μπλοκαρισμένα πολιτικά συστήματα; Με κόμματα που έχουν μια εξαιρετικά πενιχρή ιδέα για τη φιλελεύθερη δημοκρατία είτε ως βασίλειο της διεφθαρμένης ολιγαρχίας, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, ως αρένα διεκδικητικών λόγων και σωρευτικών αιτημάτων χωρίς καμιά αίσθηση πολιτικής κοινότητας;
Οταν λοιπόν μετακινηθεί κανείς κάπως από τις μαγικές λέξεις και κατευθυνθεί στην πολιτική, στα συγκεκριμένα έργα, αντιλαμβάνεται τις πραγματικές πολιτικές αποστάσεις. Συνειδητοποιεί, επίσης, ότι η αντίθεση στον δεξιό εθνικολαϊκισμό είναι σημαντική, μα δεν αρκεί. Ιδίως όταν πολλοί που ανακαλύπτουν το πρόβλημα των εθνικιστικών μεταλλάξεων στην κοινή γνώμη έχουν μεγάλες ευθύνες για τη φθηνή εργαλειοποίηση της έννοιας της λαϊκής αντίστασης.
Η πολιτική του συγκεκριμένου δεν είναι προφανώς ένας ρηχός ρεαλισμός για να επιβιώσουν πολιτικές ομάδες και προσωπικότητες. Απλώς οι αλλαγές στον κοινωνικό ιστό, στις ιδέες και στις αξίες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών είναι πολύ πιο βαθιές για να χωρέσουν στο δίλημμα λιτότητα ή ανάπτυξη. Το γεγονός ότι ενισχύονται δυνάμεις που έχουν λοξές απαντήσεις σε αυτό το δίπολο, δυνάμεις αφενός της ταυτοτικής Δεξιάς και αφετέρου του πράσινου Κέντρου (γιατί οι Πράσινοι της Γερμανίας Κέντρο είναι) δείχνει ότι τα «μέτωπα» δεν φτιάχνονται με τη μίμηση ή την αναβίωση. Η νοσταλγία για τη δεκαετία του ’80 και για τα κοινά προγράμματα δεν μπορεί να δεσμεύει την πολιτική φαντασία του 2019. Είναι άδικο για εκείνους που στο κάτω-κάτω πίστευαν και στις εθνικοποιήσεις ή στα εργατικά συμβούλια (και δεν ήταν απλώς δημαγωγοί). Η σημερινή Ευρώπη αντιμετωπίζει υπαρξιακό πρόβλημα και όχι ένα απλό πρόβλημα επιμέρους ιδεολογικού προσανατολισμού. Οσοι καταφέρουν να απαντήσουν πολιτικά σε αυτό το υπαρξιακό πρόβλημα θα έχουν κάνει ένα ουσιαστικό βήμα: και κατά του ρηχού οικονομισμού που έγινε συχνά υποκατάστατο συνοχής και κατά των αντιδραστικών φορέων της νέας ταυτοτικής δημαγωγίας. Τα υπόλοιπα όμως (και ιδίως στη δική μας σκηνή των μετώπων) ανήκουν περισσότερο στον χώρο του πολιτικού μάρκετινγκ.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.