Μέσα στη δυστυχία περιγράφει τη ζωή της η 30χρονη η οποία άφησε μόνο του το 13 μηνών βρέφος της με αποτέλεσμα να καεί ζωντανό. Η ίδια κατά την απολογία της περιγράφει μια ζωή μέσα στα ορφανοτροφεία και παντελή έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής.
Η 30χρονη μητέρα κρίθηκε προφυλακιστέα. Σε βάρος της έχει ασκηθεί κακουργηματική δίωξη για θανατηφόρα έκθεση και εμπρησμός από αμέλεια.
«Δεν έχω δύναμη να σας ικετεύσω για επιείκεια» αναφέρει στην απολογία της ζητώντας από εισαγγελέα και ανακριτή «να αναγνωρίσετε ένα ολομόναχό και κατατρεγμένο κορίτσι που δεν τα καταφέρνει σε αυτή τη ζωή. Αποτολμώ να σας ζητήσω μόνο βοήθεια. Έχετε αντιληφθεί ότι στα 30 μου χρόνια δεν την είχα ποτέ και από κανέναν. Το βίωμα μου μονίμως ήταν να μου συμβαίνει κάτι χειρότερο από πριν-σαν ένα λάκτισμα- να με στείλει πιο κάτω, να με αποδομήσει και να με συντρίψει. Δεν έχει μείνει όμως άλλη ύλη να συντριβεί. Λίγη ψυχή μόνο αλλά κι αυτήν την αναζητώ».
Αναφερόμενη στο τραγικό περιστατικό είπε πως ήθελε να βγει από το σπίτι: «θυμάμαι τις κινήσεις που έκανα σχεδόν μηχανικά κάθε φορά πριν φύγω. Τάισα το μωρό και το έβαλα να κοιμηθεί στο ειδικό καθισματάκι του, το οποίο τοποθέτησα πάνω στο κρεβάτι, αφού του είχα περάσει τους προστατευτικούς ιμάντες ώστε να μην κάνει απότομη κίνηση στον ύπνο του και πέσει», υποστήριξε.
Διαψεύδει πάντως ότι χρησιμοποιούσε πιστολάκι μαλλιών για να ζεστάνει το μωρό και αναφέρεται σε σόμπα την οποία «είχα σχεδόν συνεχώς αναμμένη στο υπνοδωμάτιο για να ζεσταίνεται αλλά χωρίς να ακουμπάει κάπου, σε απόσταση από αντικείμενα, κλινοσκεπάσματα κλπ.». «Προφανώς και, παρά την κατάσταση μου, μπορούσα να διακρίνω ότι ένα πιστολάκι δεν μπορούσε να θερμάνει το χώρο, παρά μόνο να προκαλεί πολύ θόρυβο και ακραίο κίνδυνο» λέει χαρακτηριστικά.
Υποστηρίζει επίσης πως ενημέρωσε τον πρώην σύντροφό της ότι θα βγει ώστε να αναλάβει εκείνος το μωρό: «Δεν μου δήλωσε ότι θα έρθει, δεν έδωσα όμως βάση, θεώρησα ότι ως συνήθως θα έρθει άμεσα αφού του είπα ότι φεύγω και ότι σε κάθε περίπτωση ήταν η ώρα του να περάσει από το σπίτι».
Όπως λέει, «έλειψα μέχρι τη μία τα ξημερώματα περίπου» και «όταν ανέβηκα στο διαμέρισμα και άνοιξα την πόρτα αντίκρισα πολύ πυκνούς καπνούς. Προσπάθησα να μπω μέχρι το υπνοδωμάτιο, δεν μπορούσα καν να δω ούτε να αναπνεύσω από τους καπνούς, πνιγόμουν, ο χώρος ήταν απροσπέλαστος από τα τοξικά αέρια. Θυμάμαι ότι κατέβηκα ουρλιάζοντας. Ο σύντροφός μου ήταν ακόμα από κάτω, του ζήτησα βοήθεια, ανεβήκαμε μαζί πάλι αλλά ήταν αδύνατον και γι’ αυτόν να επέμβει».
«Μπορεί δε να κριθεί ηθικά φρόνιμο και δίκιο ότι δεν δικαιούμαι άλλη ευκαιρία στη μητρότητα και στην οικογένεια. Επιθυμώ όμως και αξιώνω, δεδομένης της νεαρής μου ηλικίας μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή και την κοινωνική επανένταξη προκειμένου να επέλθει, υποτυπωδώς, η εξιλέωση μου.
»Σαφώς κατανοώ ότι χρειάζομαι υποστήριξη μετά τα νοσηρά συμβάντα και την κορυφαία ηθική διανοητική και ψυχική διατάραξη της ζωής μου, φρονώ δε όμως ότι σκοπός της έννομης τάξης ομοίως και στην περίπτωση μου, δεν είναι ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός μου από την κοινωνία, αλλά η “επιστροφή” μου σε αυτήν ως χρηστό μέλος της» αναφέρει στην απολογία της η 30χρονη η οποία επικαλείται το παρελθόν της:
«Στη ζωή μου βρίσκομαι αγκαλιά και συνοδοιπόρος με μία λέξη: απώλεια. Απώλεια της μητέρας μου. Απώλεια της αγνότητας και της παιδικής αθωότητας, απώλεια της οικογενειακής γαλήνης, απώλεια της φυσιολογικής κοινωνικής ζωής και την τραγικότερη όλων- το μεγάλο μου τραύμα μέχρι την περασμένη Τετάρτη (27/02/2019).Απώλεια παιδιού.
»Με τη φτωχή και ανεπεξέργαστή σκέψη μου ήλπιζα πάντοτε ότι αυτή η αλληλουχία μαύρου στη ζωή μου θα σταματούσε αλλά πλανεύτηκα. Χάνω και την μονάκριβη μου κόρη.
»Το παιδί μου κάηκε επειδή εγώ που προσπάθησα να το ζεστάνω δεν είχα την συγκρότηση να προβλέψω το αποτέλεσμα. Ασφαλώς παίρνω όλη την ευθύνη γι’ αυτό που συνέβη. Σήμερα περνώ το κατώφλι και της δικαιοσύνης. Κινδυνεύω να βιώσω άλλη μία μαύρη εμπειρία που δεν είχα ποτέ σκεφτεί, τη φυλακή.
»Ενώπιον σας που βρίσκομαι τώρα αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκομαι για αυτόν το λόγο. Στη δική μου ψυχή η τιμωρία μου όμως δεν διανοούμαι ότι θα είναι η κράτηση μου. Θα ήταν πολύ φτηνό αυτό για να εξιλεωθώ. Η εσωτερική μου συντριβή, το βαθύ μου πένθος δεν συγκρίνονται ούτε με πέντε φορές ισόβια. Κι ας ξέρω μέσα μου ότι αυτό που συνέβη βρίσκεται στα όρια του τυχαίου. Ας γνωρίζω ότι ακόμα και ο νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις- στην απώλεια οικείων-αναγνωρίζει τη συντριβή και δεν τιμωρεί».
Η άσχημη παιδική ηλικία
Μιλώντας για το παρελθόν της είπε ότι έμεινε ορφανή από τη θετή μητέρα της ενώ πατέρας δεν υπήρχε, σε ηλικία 17 ετών. Σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε το σχολείο στο οποίο «ήμουν αντικείμενο χλευασμού ήδη από το Δημοτικό». Για την μητέρα της είπε ότι είχε πολλούς συντρόφους και «μου υπαγόρευε να παρουσιάζω τον εκάστοτε σύντροφό της που έμενε σπίτι μας ως “θείο” μου και έτσι εγώ στο Δημοτικό, όταν έλεγα ότι παραδείγματος χάριν “εμένα θα έρθει να με πάρει ο θείος μου”, εισέπραττα εμπαικτικά σχόλια όπως “ποιος από όλους τους θείους σου;” κλπ.». Την κατηγορεί δε πως «δεν την ενδιέφερε η δική μου τύχη γιατί σε καμία περίπτωση δεν αισθανόταν την ίδια αγάπη για εμένα, έτσι ήταν επιθυμία της να καταρρεύσει και να πεθάνει εγκαταλείποντάς με».
Υποστήριξε πως «δύο φορές αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω με κατανάλωση χαπιών και αλκοόλ» ενώ στην ενήλικη πια ζωή της «προσπάθησα να κάνω κάποιες περιστασιακές δουλειές, τις οποίες όμως δεν άντεχα, με έπιαναν κρίσεις πανικού και μετά από λίγες μέρες τις σταματούσα».
Όπως είπε επιβιώνει χάρη σε «κάποια περιουσία, η οποία όμως λόγω των χρεών που είχε αφήσει η μητέρα μου, αλλά και του γεγονότος ότι στη νεαρή ηλικία που ήμουν προφανώς και δεν μπορούσα να την αξιοποιήσω σωστά εξαντλήθηκε στις ανάγκες της διαβίωσης μου, ενώ το διάστημα που ήμουν στο ορφανοτροφείο έγινε διάρρηξη στην οικία μου και αφαιρέθηκαν μεγάλης αξίας τιμαλφή και χρήματα».
Στην απολογία της αναφέρεται και στην ερωτική της ζωή: «ήμουν ωστόσο ένα κορίτσι που από την εφηβεία μου άρχισε να με ενδιαφέρει πολύ η εξωτερική μου εμφάνιση και είχα αρχίσει να συνάπτω ερωτικές σχέσεις, άλλοτε κάποιας διάρκειας, άλλοτε εφήμερες. Στη διάρκεια των σχέσεων αυτών έπεσα πολλές φορές θύμα σωματικής κακοποίησης, ενώ η λεκτική και ψυχολογική βία είχε μάλλον γίνει από νωρίς συνήθεια, δομικό, σχεδόν, στοιχείο της ζωής και της προσωπικότητας μου. Στο πρόσωπο του εκάστοτε συντρόφου, όσο πρόωρη ή ακατάλληλη και να ήταν η περίπτωση, έβλεπα πάντα τον μελλοντικό σύζυγο και πατέρα των παιδιών μου, καθώς είχα έντονη την ανάγκη να δημιουργήσω οικογένεια και να αποκτήσω επιτέλους ένα κλοιό προστασίας στη ζωή μου».
Όπως είπε έχει ένα παιδί που μεγαλώνει με τον πατέρα του ενώ αναφερόμενη στο δεύτερο παιδί της που πέθανε το απέδωσε σε σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. «Η αιφνίδια απώλεια της κόρης μου, συμπλήρωσε την διαδοχή των ακραίων απωλειών στη ζωή μου και θεμελίωσε οριστικά το συναισθηματικό μου αδιέξοδο. Με την προτροπή και του συντρόφου μου επισκέφτηκα ψυχιάτρους, συγκεκριμένα στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Μου διέγνωσαν περίπου τέσσερις νόσους θυμάμαι, πέρα από την κατάθλιψη και τις κρίσεις πανικού, τις οποίες όμως δεν είμαι σε θέση να σας εκθέσω με ακρίβεια. Λάμβανα φαρμακευτική αγωγή για δύο χρόνια αν θυμάμαι καλά από το 2014 έως το 2016.
Επίσης, επισκέφτηκα, ελάχιστες φορές, το κέντρο ημέρας στο παλαιό Φάληρο που θυμάμαι ότι με εξέτασε μία γυναίκα ψυχίατρος, όλοι οι γιατροί μου τόνισαν ότι επιβάλλεται να παρακολουθούμαι συστηματικά και να λαμβάνω φαρμακευτική αγωγή. Έπειτα διέκοψα την φαρμακευτική αγωγή και την ιατρική παρακολούθηση καθώς μεσολάβησε και η τρίτη εγκυμοσύνη μου» είπε.
Για το αδικοχαμένο τρίτο μωρό είπε πως επέλεξε να το γεννήσει και να το μεγαλώσει μόνη της αν και «η καθημερινότητά μου, ειδικά μετά τη γέννηση της κόρης μου, ήταν βασανιστική και αντιμετώπιζα σοβαρή δυσκολία να ανταπεξέλθω. Δεν είχα, ούτε έχω, ικανότητα να εργαστώ, τα απολύτως απαραίτητα εξασφαλίζω από ένα μίσθωμα που λαμβάνω περί τα 200 € από διαμέρισμα που εκμισθώνω στη Βάρκιζα. Η οικία μου ήταν πολύ ακατάστατη και βρώμικη, τα παράθυρα τα ήθελα πάντα κλειστά, ντρεπόμουν για αυτή την άθλια κατάσταση και δεν ήθελα κανείς να μπαίνει μέσα, αλλά δεν μπορούσα να ασχοληθώ και με το θέμα αυτό».
Κάνει δε λόγο για επιχείρηση κανιβαλισμού «της περίπτωσης μου, να αναμασούν ανακρίβειες, κακοήθειες και κριτική» αν και ομολογεί πως «δεν μπορούσα να τα ανταπεξέλθω στην σωστή ανατροφή του παιδιού μου. Μετά βίας κατάφερνα να προμηθευτώ τα βασικά είδη διατροφής του.
Πολύ συχνά το άκουγα να κλαίει, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, το τάιζα, το κρατούσα, προσπαθούσα να τον κοιμίσω, δε σταματούσε, δεν ήμουν ικανή ούτε να το ηρεμήσω. Πώς θα μπορούσα άλλωστε εγώ να μεταδώσω σε αυτό θαλπωρή και ασφάλεια, ενώ η βρεφική του ψυχή αισθανόταν μια ταραγμένη ανάσα πάνω του και μια βεβιασμένη αγκαλιά να το κρατά με απελπισία;»