Περισσότεροι από τρεις στους δέκα απασχολούμενοι με υψηλά προσόντα καλύπτουν θέσεις εργασίας για τις οποίες απαιτούνται χαμηλότερου επιπέδου προσόντα,ενώ ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν θέσεις εργασίας για τις οποίες απαιτούνται συγκεκριμένες δεξιότητες.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τη νέα μελέτη του ΣΕΒ, στην οποία επισημαίνεται ότι από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων που διαθέτουν οι απασχολούμενοι και αυτών που απαιτούνται για την επαρκή κάλυψη των θέσεων εργασίας.
Η αναντιστοιχία αυτή, όπως εξηγείται στην μελέτη, μπορεί να λάβει οριζόντια μορφή, στην περίπτωση που οι απασχολούμενοι διαθέτουν προσόντα σε διαφορετικό γνωστικό πεδίο από αυτά που απαιτούνται για την επαρκή κάλυψη των θέσεων εργασίας, αλλά και κάθετη μορφή, όταν τα προσόντα των απασχολουμένων είναι υψηλότερου ή χαμηλότερου επιπέδου από αυτά που απαιτούνται για την επαρκή κάλυψη των θέσεων εργασίας.
Στην ελληνική αγορά εργασίας αμφότερες οι διαστάσεις της αναντιστοιχίας είναι σημαντικές, τονίζεται στη μελέτη.
Την περίοδο 2008-2017 το ποσοστό υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης αυξήθηκε κατά 60,6%, με αποτέλεσμα περισσότεροι από τρεις στους δέκα απασχολούμενους με υψηλά προσόντα να καλύπτουν θέσεις εργασίας για τις οποίες απαιτούνται χαμηλότερου επιπέδου προσόντα.
Η αναντιστοιχία προσόντων στην ελληνική αγορά εργασίας
Πιο αναλυτικά, η αναντιστοιχία της ζήτησης με την προσφορά προσόντων και δεξιοτήτων είναι μία κατάσταση που μπορεί να παρατηρηθεί σε μια αγορά εργασίας και λαμβάνει διάφορες μορφές, όπως:
- Κάθετη αναντιστοιχία προσόντων, η οποία χαρακτηρίζεται ως υπερεκπαίδευση (overqualification) όταν τα ανθρώπινο δυναμικό διαθέτει υψηλότερου επιπέδου προσόντα από αυτά που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης ή ως υποεκπαίδευση (underqualification) όταν το ανθρώπινο δυναμικό διαθέτει χαμηλότερου επιπέδου προσόντα από αυτά που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης.
- Κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων, η οποία χαρακτηρίζεται ως υπερκατάρτιση (overskilling) όταν το ανθρώπινο δυναμικό διαθέτει περισσότερες δεξιότητες από αυτές που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης ή ως υποκατάρτιση (underskilling), όταν το ανθρώπινο δυναμικό διαθέτει λιγότερες δεξιότητες από αυτές που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης.
- Οριζόντια αναντιστοιχία (horizontal mismatch) προσόντων ή δεξιοτήτων, η οποία παρατηρείται όταν τα προσόντα ή οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού ανήκουν σε διαφορετικό γνωστικό πεδίο από τις δεξιότητες ή τα προσόντα που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης.
- Έλλειψη δεξιοτήτων (skill shortage), η οποία παρατηρείται όταν η ζήτηση για ορισμένες δεξιότητες υπερβαίνει την προσφορά τους και συνήθως αποτυπώνεται στη δυσκολία των επιχειρήσεων να καλύψουν κενές θέσεις απασχόλησης.
Οφείλεται σε δύο παράγοντες
Η αναντιστοιχία προσόντων οφείλεται σε δύο παράγοντες: πρώτον στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, κυρίως, σε τομείς της οικονομίας που δεν είναι έντασης γνώσης και δεύτερον στην απουσία σύνδεσης μεταξύ των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Όπως επισημαίνεται στην μελέτη, «το πρόβλημα της αναντιστοιχίας οφείλεται, κυρίως, στην απουσία σύνδεσης μεταξύ των εκροών των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης και των αναγκών της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα ο αριθμός των αποφοίτων ανά γνωστικό πεδίο, αλλά και τα προσόντα ή δεξιότητές τους τους να μην
ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων».
Το πρόβλημα αυτό, προστίθεται, επιδεινώνεται διαρκώς, καθώς η εξέλιξη της τεχνολογίας, ο διεθνής ανταγωνισμός και οι θεσμικές αλλαγές μεταβάλουν τη ζήτηση
προσόντων και δεξιοτήτων, ενώ τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, μέσω των οποίων παρέχονται τα προσόντα και οι δεξιότητες στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, δεν προσαρμόζονται αρκετά γρήγορα στις εξελίξεις αυτές.
Οικονομολόγος σε θέση βοηθού λογιστή, και ιστορικός σε θέση σερβιτόρου
Η μελέτη του ΣΕΒ εστιάζει στην κάθετη και στην οριζόντια αναντιστοιχία προσόντων, στην ελληνική αγορά εργασίας και ειδικότερα από την πλευρά της απασχόλησης.
Η κάθετη αναντιστοιχία λαμβάνει τη μορφή της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης, δηλαδή της απασχόλησης ανθρώπινου δυναμικού με προσόντα που ανήκουν στο ίδιο γνωστικό πεδίο με αυτά που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης, αλλά είναι υψηλότερου επιπέδου.
Για παράδειγμα, απόφοιτος Τμήματος Λογιστικής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης απασχολείται σε θέση εργασίας συναφούς γνωστικού πεδίου, η οποία όμως θα μπορούσε να καλυφθεί επαρκώς από απόφοιτο της μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής κατάρτισης στο ίδιο γνωστικό πεδίο.
Στην περίπτωση της οριζόντιας αναντιστοιχίας προσόντων, τα προσόντα των απασχολουμένων είναι διαφορετικού γνωστικού πεδίου από αυτά που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης και πιθανώς είναι και υψηλότερου επιπέδου.
Για παράδειγμα, απόφοιτος Τμήματος Ανώτατης Εκπαίδευσης στο γνωστικό πεδίο της Ιστορίας απασχολείται ως πωλητής στον κλάδο του λιανικού εμπορίου ή ως
σερβιτόρος στον κλάδο του επισιτισμού.
Έτσι, παρόλο που μεγάλο μέρος του ανθρωπίνου δυναμικού καταγράφεται ότι έχει υψηλού επιπέδου προσόντα, συχνά δεν μπορεί να απορροφηθεί από την αγορά εργασίας ή προκύπτει ότι δεν καλύπτει τις ανάγκες των εργοδοτών.
Το πρόβλημα δημιουργείται ειδικά όταν αφιερώνονται σημαντικοί πόροι για να αποκτήσει το ανθρώπινο δυναμικό τα προσόντα αυτά και δεν υφίστανται ευκαιρίες για την αξιοποίησή τους, επισημαίνουν οι αναλυτές.
Το φαινόμενο επιδεινώθηκε στην κρίση
Η αναντιστοιχία προσόντων στην ελληνική αγορά εργασίας έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, όπως προκύπτει και από την εξέλιξη του ποσοστού υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης.
Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται ως ο λόγος του αριθμού των απασχολουμένων που είναι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και δεν απασχολούνται σε επαγγέλματα υψηλών προσόντων, προς το σύνολο των απασχολουμένων που είναι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Μεταξύ των ετών 2008-2017, το ποσοστό της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης στην Ελλάδα αυξήθηκε από 20,8% σε 33,4%, σημειώνοντας αύξηση της τάξεως του 60,6%.
Ποσοστό υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης
Τα μεγαλύτερα «θύματα» οι νέοι
Στην Ελλάδα, το πρόβλημα της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης είναι εντονότερο μεταξύ των νέων.
Καταρχάς, σημειώνουν οι αναλυτές, μόλις το 55,8% των νέων που είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκουν εργασία σε διάστημα από ένα έως τρία έτη μετά την αποφοίτησή τους, ποσοστό που είναι και το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, από τους απασχολούμενους νεαρής ηλικίας, οι οποίοι είναι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το 43,3% δεν απασχολείται σε θέσεις εργασίας που είναι ανάλογες των προσόντων τους.
Αντίθετα, σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, προς τις οποίες μεταναστεύει μεγάλο μέρος του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού, το εν λόγω ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο (Ηνωμένο Βασίλειο: 28,19%, Σουηδία: 19,94%, Γερμανία: 19,35%, Ολλανδία: 16,92%)
Ποσοστό υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης μεταξύ των νέων 25-34 ετών, (2016). Πηγή: CEDEFOP
Υπερεκπαιδευμένη απασχόληση
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το πρόβλημα της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης είναι εντονότερο σε τομείς της οικονομίας που παράγουν διεθνώς μη-εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, όπως η δημόσια διοίκηση και το χονδρικό και λιανικό εμπόριο ή σε τομείς που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που δεν είναι έντασης γνώσης, όπως είναι η παροχή υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης.
Αντίθετα, στον τομέα της μεταποίησης η υπερεκπαιδευμένη απασχόληση είναι λιγότερο διαδεδομένη, ιδιαίτερα σε κλάδους που είναι έντασης γνώσης, όπως η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων και η κατασκευή ηλεκτρονικών προϊόντων και εξοπλισμού.
Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Είναι προφανές ότι οι τομείς της οικονομίας που είναι έντασης γνώσης, προσφέρουν ευκαιρίες αποτελεσματικότερης αξιοποίησης του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.
Οι συνέπειες για εργαζόμενους, εταιρείες και οικονομία
Η εκτεταμένη υπερεκπαιδευμένη απασχόληση προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στους ίδιους τους εργαζομένους, στις επιχειρήσεις αλλά και στην οικονομία συνολικά.
Σημαντικοί πόροι επενδύονται για την παροχή υψηλών προσόντων στο ανθρώπινο δυναμικό χωρίς όμως να αξιοποιούνται επαρκώς στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Επιπλέον, η παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να είναι χαμηλότερη σε αγορές εργασίας όπου δεν επιτυγχάνεται αποτελεσματική σύζευξη της ζήτησης με την προσφορά προσόντων.
Η απασχόληση σε θέσεις εργασίας χαμηλότερων προσόντων αποτελεί και έναν από τους βασικούς λόγους μετανάστευσης του ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων.
Ταυτόχρονα και παρά τους σημαντικούς πόρους που διατίθενται για την κατάρτιση των ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν ανθρώπινο δυναμικό με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας του ΣΕΒ, σύμφωνα με τα οποία οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας εντοπίζουν σημαντικές ελλείψεις κυρίως σε τεχνικές / επαγγελματικές δεξιότητες.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης προτείνονται:
- Η ενθάρρυνση της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης σε τομείς της οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, στην μεταποίηση υψηλής προστιθέμενης αξίας και στους τομείς τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, ώστε να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις απασχόλησης υψηλών προσόντων.
- Η καθιέρωση και αναβάθμιση των δομών του επαγγελματικού προσανατολισμού και της συμβουλευτικής σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης.
- Η σύνδεση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, έτσι ώστε να μειωθεί το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης προσόντων και η προσαρμογή των συστημάτων αυτών στις τεχνολογικές, θεσμικές και οικονομικές μεταβολές που δημιουργούν ζήτηση για νέα προσόντα.
- Η αναβάθμιση / βελτίωση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, έτσι ώστε να αμβλυνθεί το κίνητρο υποκατάστασης των απασχολουμένων μεσαίων ή χαμηλών προσόντων από απασχολούμενους υψηλότερων προσόντων και θα συμβάλει στην αύξηση του αριθμού των αποφοίτων με ειδικότητες απαραίτητες για τη μεταποίηση και την οικονομία γενικότερα.