Οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν να είναι και η πρωτεύουσα της γραφειοκρατικής αμφισημίας. Χρόνια τώρα οι μηχανισμοί των ευρωπαϊκών θεσμών εξασκούνται στην παραγωγή κειμένων που εκφράσουν μεν την κυρίαρχη γνώμη, αλλά και ταυτόχρονα δεν ξεχνούν ότι σε τελική ανάλυση η «Ενωμένη Ευρώπη» παραμένει το βασίλειο της διακρατικής διαπραγμάτευσης.
Εδώ δεν μιλάμε για την αμφισημία ή ακόμη χειρότερα την κρυψίνοια του λόγου της παραδοσιακής διπλωματίας, που με αφετηρία τους απεσταλμένους των ευρωπαϊκών Αυλών σε παλαιότερες εποχές, έχει μια μακρά παράδοση στην τέχνη του άλλο να γράφεις, άλλο να εννοείς και άλλο τελικά να θες να κάνεις.
Στην περίπτωση της ΕΕ η αμφισημία έγκειται πάντα στις «ιεραρχήσεις». Τα κείμενα πρέπει πάντα να αναπαράγουν την κεντρική γραμμή. Να εντοπίζουν προβλήματα. Να αναγνωρίζουν όλα τα πεδία όπου δεν υπάρχει «συμμόρφωση». Να κρούουν διαρκώς – ενίοτε και μονότονα – τον εκάστοτε «κώδωνα του κινδύνου».
Όμως, ταυτόχρονα πρέπει πάντα να σταματάνε πριν από ένα κρίσιμο όριο. Αυτό που αφορά την πολιτική απόφαση, δηλαδή την πολιτική διαπραγμάτευση ανάμεσα στις κυβερνήσεις, με καθοριστικό φυσικά το ρόλο των χωρών του «κέντρου».
Ακριβώς το ίδιο έκανε και ο Πιέρ Μοσκοβισί που βρέθηκε στην Ελλάδα. Στο Μέγαρο Μαξίμου «αποθέωσε» την κυβέρνηση, στη Βουλή έλεγε ότι είναι μη ρεαλιστικές οι δεσμεύσεις για υψηλά πλεονάσματα μέχρι το 2060.
Ενώ η ίδια η Κομισιόν που συνομολόγησε για να επιβληθούν υπέρμετροι φόροι όλα αυτά τα χρόνια, τώρα τάσσεται εναντίον.
Οι πολλαπλές αναγνώσεις μιας έκθεσης
Σε αυτό το πλαίσιο η έκθεση της Κομισιόν προσφέρεται στην πραγματικότητα για πολλαπλές αναγνώσεις.
Σε ένα επίπεδο ανάγνωσης εμπεριέχει μια ιδιαίτερα αυστηρή κριτική της ελληνικής κυβέρνησης, εφόσον ουσιαστικά υποστηρίζει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να ξεφύγει η χώρα από τους στόχους που έχει θέσει.
Έχει ενδιαφέρον ότι ως προς αυτό δεν μένουν στους ονομαστικούς στόχους αλλά περισσότερο σε αυτά που θεωρούν κινδύνους για το μέλλον, είτε για την απώλεια ανταγωνιστικότητας, σε σχέση με την αύξηση του κατώτατου μισθού, είτε για μελλοντικές αποκλίσεις στα δημοσιονομικά με βάση τα αναδρομικά, είτε σε σχέση με ορισμένες καθυστερήσεις σε πλευρές του προγράμματος ιδιωτικοποίησης.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η έκθεση επιμένει σε προτάσεις πολιτικής που αφορούν πολύ περισσότερο τη συμμόρφωση με ένα μοντέλο ανάπτυξης παρά με τους τυπικούς στόχους της επιτήρησης. Χαρακτηριστικές εδώ οι αναφορές στην ανάγκη μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων, έστω και εάν βέβαια η έκθεση δεν εξηγεί πώς μπορούν να έρθουν μειώσεις της φορολογίας (ή αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, για να αναφερθούμε σε ένα άλλο ζήτημα που αναδεικνύει) χωρίς μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Αντίστοιχα έχει ενδιαφέρον ότι η έκθεση θεωρεί σημαντικό βήμα τη διαδικασία τοποθέτησης των διοικητικών γραμματέων στα υπουργεία, κίνηση που είναι ενταγμένη σε αυτό που ονομάστηκε «αποπολιτικοποίηση του δημοσίου», την ώρα που στην Ελλάδα η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι η διαδικασία αυτή θα διατηρήσει τον κυβερνητικό έλεγχο στο δημόσιο.
Και σε ένα τρίτο επίπεδο η έκθεση ορίζει το πεδίο της διαπραγμάτευσης. Αυτό φαίνεται τόσο στον τρόπο που παρουσιάζει την πορεία προόδου (state of play στην ιδιόλεκτο) ως προς τα προαπαιτούμενα, όπου επικεντρώνει σε λίγα σχετικά, όσο και στον τρόπο που θέτει τις αναγκαίες δεσμεύσεις που πρέπει να τηρηθούν.
Με αυτή την έννοια έχει πολύ ενδιαφέρον ότι η έκθεση επικεντρώνει στα δύο κρίσιμα σημεία, της νέας ρύθμισης για την προστασία της πρώτης κατοικίας και την εκ νέου προσπάθεια ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και την ίδια στιγμή π.χ. προεξοφλεί (ή εάν προτιμάτε, υποδεικνύει) την μη προώθηση των ρυθμίσεων για τις 120 δόσεις και τη διατήρηση της πρόβλεψης για τη μείωση του αφορολόγητου. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι περιγράφει και ένα πεδίο «συμβιβασμού» για να θετική αξιολόγηση.
Το ερώτημα της διαπραγμάτευσης
Εδώ και καιρό έχει φανεί ότι ως προς το ελληνικό ζήτημα η στάση των ευρωπαϊκών θεσμών προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο προτεραιότητες.
Η μία είναι αυτή που σφράγισε από την αρχή την υπόθεση των μνημονίων στην Ελλάδα. Είναι το άγχος με τον «ηθικό κίνδυνο» από οποιαδήποτε απόκλιση από μια ορισμένη εκδοχή οικονομικής πολιτικής. Εδώ είναι η πίεση όχι απλώς για επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων αλλά ουσιαστικά για υπεραπόδοση. Είναι η λογική που συχνά σε προηγούμενες αξιολογήσεις ζητούσε επιπλέον μέτρα.
Αυτή η λογική αναδύεται στην έκθεση σε όλα τα σημεία όπου επισημαίνονται κίνδυνοι και απειλές για το μέλλον και σε όλες τις επικριτικές παρατηρήσεις για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Η άλλη, που φάνηκε σαφώς από το περασμένο καλοκαίρι είναι η λογική «όχι άλλο ελληνικό δράμα». Η λογική αυτή αναδύθηκε όχι από κάποια μεταστροφή ως προς την εκτίμηση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αλλά γιατί προέκυψαν άλλα «δράματα» πολύ πιο σοβαρά, από το ιταλικό χρέος, έως την απόφαση της κυβέρνησης Μακρόν μπροστά στα «κίτρινα γιλέκα» να αυξήσει κάποιες κοινωνικές παροχές και άρα να ξεφύγει από τους στόχους και πιο πρόσφατα την εμφανή τάση επιβράδυνσης της γερμανικής οικονομίας.
Σε αυτό το φόντο το «όχι άλλο ελληνικό δράμα» αποτυπώνει τη σαφή διάθεση να κλείσει ο κύκλος των ελληνικών μνημονίων και να δοθεί η εικόνα μιας Ευρώπης που δεν έχει ανοιχτές πληγές, ακριβώς για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες ανοιχτές προκλήσεις.
Δεν πρόκειται για αλλαγή πολιτικής βέβαια, αλλά για μια κλασική διαχείριση του πολιτικού χρόνου. Ας μην ξεχνάμε ότι έρχονται ευρωεκλογές και ιδίως για τη λαϊκιστική ακροδεξιά τα διάφορα προγράμματα όπως τα μνημόνια αποτελούν ταυτόχρονα ένδειξη της κρίσης της ΕΕ αλλά και σπατάλη των χρημάτων των «ευρωπαίων φορολογούμενων».
Αυτή η λογική αποτυπώνεται ακριβώς στην επικέντρωση, όπως έκανε και ο Πιέρ Μοσκοβισί, στο θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας και στις λιγνιτικές μονάδες, που ορίζουν ακριβώς ένα πολύ πιο «πεπερασμένο» πλαίσιο διαπραγμάτευσης για θετική αξιολόγηση και εκταμίευση της δόσης των 970 εκατομμυρίων.
Η λογική αυτή θα μπορούσε σε αυτή τη φάση να οδηγήσει σε μια θετική αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης και σε μια συμφωνία. Ας μην ξεχνάμε ότι πλέον έχουμε μπει στην προεκλογική περίοδο και η προοπτική μιας νέας και ίσως πιο συνεννοήσιμης κυβέρνησης κάνει πιο θετικούς και τους Ευρωπαίους.
Το ορόσημο της 11ης Μαρτίου και η συμφωνία κυβέρνησης – τραπεζών
Σε αυτό το φόντο δεν δείχνει ιδιαίτερα συμπτωματική η ανακοίνωση συμφωνίας της κυβέρνησης με τις τράπεζες τη μέρα που ανακοινώθηκαν οι δύο εκθέσεις.
Το πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας είναι το μεγάλο αγκάθι αυτής της αξιολόγησης μια που αφορά το ζήτημα των κόκκινων δανείων (ως τα υπόλοιπα μη εξυπηρετούμενα δάνεια φαίνεται πως η πρόταση του υπουργείο Οικονομικών προωθηθούν συμπληρωματικά η πρόταση της ΤτΕ και αυτή του ΤΧΣ δείχνει να σε αυτή τη φάση να καθησυχάζει τους «θεσμούς»).
Το ερώτημα είναι εάν η ικανοποίηση των ελληνικών τραπεζών, που εξαρχής είχαν πάρει το βασικό που ζητούσαν που ήταν η μετάβαση από τη δικαστική οδό σε έναν πιο «αυτοματοποιημένο» μηχανισμό, μαζί με τις αλλαγές που περιορίζουν τη διάρκεια και το εύρος της ρύθμισης, θα εκτιμηθούν θετικά και από τους ευρωπαίους εταίρους.
Εάν πρυτανεύσει η λογική να μην υπάρξει κρίση σε αυτή τη φάση οι προτάσεις θα κριθούν επαρκείς, η δόση θα εκταμιευθεί και η κυβέρνηση θα μπορεί να αποφασίσει τις εκλογές με κριτήριο πότε θα έχει την καλύτερη δυναμική. Εάν υπερισχύσουν οι φόβοι για τον «ηθικό κίνδυνο» τότε πιθανώς το θέμα να πάει για επόμενο Eurogroup με την κυβέρνηση να προσπαθεί να δείξει ότι παραμένει σε τροχιά να πετύχει τη θετική αξιολόγηση, ώστε να μην πάει σε εκλογές με τη σκιά ότι έχασε 970 εκατομμύρια ευρώ.