Τρεις μόνο χώρες είναι κερδισμένες από την αντικατάσταση του εθνικού τους νομίσματος με το ευρώ και μία από αυτές είναι η Ελλάδα! Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει έρευνα που διενήργησε το ανεξάρτητο think tank Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής (Centrum für Europäische Politik ή CEP) με αφορμή τα 20 χρόνια από τη λογιστική κυκλοφορία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Η φιλελεύθερων αντιλήψεων δεξαμενή σκέψης που εδρεύει στο Φράιμπουργκ του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης δημοσίευσε συγκεκριμένα μια «εμπειρική μελέτη», όπως τη χαρακτηρίζει, για τους κερδισμένους και τους χαμένους του ευρώ την περίοδο 1999-2017. Το εντυπωσιακό του πορίσματος της έρευνας δεν είναι, ασφαλώς, ότι μεγάλη κερδισμένη είναι η Γερμανία (κατά 1,893 τρισ. ευρώ ή κατά 23.116 ευρώ κατά κεφαλήν). Ούτε ότι δεύτερη ωφελημένη την περίοδο αυτή είναι η Ολλανδία με 346 δισ. ευρώ ή 21.003 ευρώ για κάθε πολίτη της χώρας. Η μεγάλη έκπληξη είναι ότι στην τρίτη (και… τελευταία) θέση των κερδισμένων βρίσκεται η Ελλάδα. Τα κέρδη που ενθυλάκωσε την περίοδο 2001-2017 (υπενθυμίζεται ότι η χώρα μπήκε έναν χρόνο αργότερα στη ζώνη του ευρώ) υπολογίστηκαν από το CEP στα 2 δισ. ευρώ ή στα 190 ευρώ για κάθε Ελληνα και Ελληνίδα. Το γερμανικό think tank, μάλιστα, σημειώνει ότι τα οφέλη της Ελλάδας τα πρώτα χρόνια συμμετοχής της στο ευρώ, έως το 2010 συγκεκριμένα, ήταν πολύ μεγάλα. «Το ευρώ έφερε μεγάλη ευημερία στην Ελλάδα» εξήγησε στη γερμανική εφημερίδα «Die Presse» ο οικονομολόγος του CEP Ματίας Κούλας.
Στη συνέχεια η συμμετοχή στο ευρώ άρχισε να κοστίζει στην Ελλάδα και στους Ελληνες, λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης στην οποία βυθίστηκε η χώρα. Παρά ταύτα, ακόμη και έτσι, ο απολογισμός παραμένει θετικός.
Σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, το μεγάλο κέρδος προήλθε, κατά το CEP, από το γεγονός ότι το ευρώ αποδείχθηκε ακόμη σταθερότερο νόμισμα από το μάρκο, κάτι που ευνόησε τις εξαγωγές γερμανικών προϊόντων μεγάλης προστιθέμενης αξίας.
Ιταλοί και Γάλλοι οι χαμένοι
Αναφορικά με τους χαμένους της κοινής νομισματικής περιπέτειας των Ευρωπαίων είναι η Ιταλία και η Γαλλία. Στην πρώτη η «χασούρα» έφθασε στο αστρονομικό ποσό των 4,325 τρισ. ευρώ, ήτοι 73.605 ευρώ για κάθε Ιταλό και για κάθε Ιταλίδα! Για τη Γαλλία το κόστος τα χρόνια αυτά έφθασε στα 3,591 τρισ. ευρώ ή στα 55.996 ευρώ κατά κεφαλήν. Αίσθηση προκαλεί το μεγάλο κόστος που είχε η συμμετοχή στο ευρώ για τους Πορτογάλους (40.604 ευρώ στοίχισε σε κάθε πολίτη και συνολικά 424 δισ. ευρώ στην οικονομία της χώρας). Στους Βέλγους και στους Ισπανούς το κόστος ήταν μικρότερο αλλά διόλου αμελητέο: 6.370 ευρώ κατά κεφαλήν για τους πρώτους και 5.031 ευρώ για τους δεύτερους. Η βελγική οικονομία επιβαρύνθηκε με 69 δισ. ευρώ και η ισπανική με 224 δισεκατομμύρια… Οι χώρες αυτές έχασαν από τη συμμετοχή τους στο ευρώ επειδή, στερούμενες τη δυνατότητα εθνικής νομισματικής πολιτικής, απώλεσαν πολλή από την ανταγωνιστικότητά τους διεθνώς. Το CEP σημειώνει ότι θα μπορούσαν να είχαν περιορίσει τις απώλειές τους αν προχωρούσαν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – η Ισπανία, αν και χαμένη, χρησιμοποιείται ως παράδειγμα.
Η Ελλάδα, εν προκειμένω, αν και δεν υιοθέτησε διαρθρωτικές αλλαγές, εν τέλει εμφανίζει θετικό τον ισολογισμό από τη συμμετοχή της στο ευρώ λόγω της εκτίναξης της ευημερίας της προτού ξεσπάσει η κρίση – δανειζόμενη ιλιγγιωδώς βέβαια.
Η μεθοδολογία των ερευνητών
Η Ιρλανδία δεν συμπεριελήφθη στην έρευνα λόγων έλλειψης στοιχείων, σημειώνει το CEP. Η μέθοδος που ακολούθησαν οι ερευνητές του think tank για να υπολογίσουν τα κέρδη και τις ζημιές των Ευρωπαίων από τη συμμετοχή τους στην ευρωζώνη συνίσταται στον υπολογισμό της εξέλιξης του ΑΕΠ κάθε χώρας αν δεν είχε δημιουργηθεί το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα (όχι δηλαδή αν υπήρχε το ευρώ αλλά δεν μετείχε η χώρα).
Οι ειδικοί υπολόγισαν με τη βοήθεια αλγορίθμων τις εικονικές πορείες που θα είχαν οι οικονομίες των κρατών-μελών. Οι αλγόριθμοι βασίστηκαν επίσης σε οικονομικά δεδομένα των χωρών που δεν μετέχουν στο ευρώ, όπως η Βρετανία, το Ισραήλ, η Ιαπωνία ή το Μπαχρέιν. Το think tank στην ανακοίνωσή του σημειώνει ότι για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του δεν έλαβε υπόψη του την επιρροή ιδιαίτερων οικονομικών γεγονότων που συνέβησαν σε κάθε χώρα κατά τη χρονική περίοδο της έρευνας.