Ο Θανάσης Καρτερός, διευθυντής του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού και ιδιαίτερα έμπειρος δημοσιογράφος, είναι από αυτούς που αναλαμβάνουν συχνά να κωδικοποιήσουν την κεντρική γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι και τώρα ανέλαβε να υπερασπιστεί την επιλογή διεύρυνσης κυρίως με στελέχη της κεντροαριστεράς. Το σχήμα του απλό: πλέον χαράσσεται ξανά η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Από τη μεριά της συντήρησης είναι η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ από τη μεριά της προόδου ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη της κεντροαριστεράς που έρχονται επιλέγουν με ποιο στρατόπεδο θα πάνε. «Δεν ήταν ούτε σύμμαχοι, ούτε φίλοι, ούτε συμπαθούντες ανένταχτοι. Στο ΠΑΣΟΚ ήταν, και ως ΠΑΣΟΚ μιλούσαν, ακόμα και εναντίον μας, όσο πίστευαν ότι κάτι καλό μπορεί να βγει από ’κεί», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σπεύδει μάλιστα να υπενθυμίσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην εξουσία επειδή πλήθος ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ μετατοπίστηκαν προς τη μεριά του. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Στο κάτω – κάτω, κάποιοι μετανάστες από το ΠΑΣΟΚ -κάποια εκατομμύρια μετανάστες δηλαδή- τον έκαναν αυτό που είναι σήμερα. Αυτοί να δείτε τι μας είχαν σύρει μέχρι να βρεθούν με το ψηφοδέλτιό μας στο χέρι.»
Και καταλήγει πετώντας ουσιαστικά το γάντι προς όσους διαφωνούν με την διεύρυνση αυτή: «Να κολυμπήσουμε στο ρεύμα της νέας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Στην ανοιχτή θάλασσα, με όλους τους κινδύνους και τις παγίδες που αυτή κρύβει. Ή να παραμείνουμε στον όρμο της κομματικής σιγουριάς. Αυτό είναι κάθε φορά, σε κάθε εποχή, το δίλημμα των συμμαχιών για την Αριστερά.»
Δεν είναι όλοι χαρούμενοι με τη διεύρυνση αυτή
Η άποψη αυτή είναι προφανώς στην ίδια γραμμή που έχει χαράξει ο πρωθυπουργός εδώ και καιρό. Με απλά λόγια, «ικεσίες» προκειμένου να έρθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι από το χώρο της Κεντροαριστεράς γιατί όπως έχει πει και ο Νίκος Βούτσης «όλες οι ψήφοι είναι» ή όπως λέει ο λαός «καμιά ψήφος δε βρομάει». Στη συνεδρίαση της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ της Τρίτης ο Αλέξης Τσίπρας απηύθυνε πρόσκληση σε όλους τους πρόθυμους. Όπως είπε: «Κάλεσμα για τη δημιουργία ενός ευρύτατου μετώπου, μιας ευρύτατης συμπαράταξης, σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, κόμματα, συλλογικότητες, αλλά και πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται στο χώρο τον προοδευτικό, προκειμένου να αποτραπεί, ενόψει των επόμενων, κρίσιμων, ευρωπαϊκών εκλογών σε τρεις μήνες από σήμερα, να αποτραπεί η άνοδος, η επέλαση στην Ευρώπη, της ακροδεξιάς, με ό,τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στις κοινωνίες μας, στη δημοκρατία μας, στην ίδια την Ευρώπη, αλλά και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι κυρίαρχες σήμερα νεοφιλελεύθερες επιλογές στην οικονομία και οι επιπτώσεις τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Επομένως, είναι ένα κάλεσμα… απελπισίας η οποία αποτυπώνεται άλλωστε και στα πρόσωπα που έχουν μέχρι τώρα κατευθυνθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιδράσεις
Η άποψη αυτή φαίνεται πως δεν συναντά την πλήρη αποδοχή στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κομματικός μηχανισμός του κυβερνώντος κόμματος κατεξοχήν στήθηκε γύρω από την κουλτούρα ότι η αριστερά θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη και ανταγωνιστική προς το χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Ηδη στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ το απόγευμα της Τρίτης ακούστηκε κριτική για τυχοδιωκτική συμπεριφορά και για μονόπλευρα ανοίγματα που περιορίζονται στα πρόσωπα του Τόλκα και του Μωραϊτη.
Την αρχή έκανε ο Γιώργος Κυρίτσης με ένα ειρωνικό tweet που έγραφε: «Αύξηση των πασόκων κατά δύο μονάδες παρουσίασε η κυβέρνηση μετά την επιτυχή έξοδο στις αγορές και τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων. Ήδη η Moody’s μας αναβάθμισε από ΠΑΣΟΚ ΒΒ σε ΠΑΣΟΚ ΒΒ+.».
Θα υπάρξουν, όμως, και άλλες φωνές.
Για παράδειγμα ο Χαράλαμπος Γεωργούλας, ένα ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, θα παρατηρήσει από τις σελίδες της εφημερίδας Εποχή ότι «οι δύο πρόσφατες υπουργοποιήσεις θα πρέπει να έγινε κατανοητό στην Κουμουνδούρου ότι δεν έχουν εγγραφεί, στη συνείδηση του κόσμου, στο ενεργητικό» και θα συμπληρώσει ότι η «πολιτική συμμαχιών, βέβαια, δεν μπορεί να είναι μονόπλευρα προσανατολισμένη, γιατί θα αποδειχθεί αναποτελεσματική».
Πιο σαφής ο Παύλος Κλαυδιανός, πάλι από την Εποχή, αφού επισημάνει ότι ο Παύλος Πολάκης δεν συμβάλει στην διασφάλιση της αναγκαίας φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι «ότι δεν υπάρχει μια περιοχή μόνο που οφείλουμε να μελετήσουμε και να σχεδιάσουμε πολιτική γι΄ αυτήν, την κεντροαριστερά, αλλά και μια άλλη περιοχή που είναι ο κόσμος που ψήφιζε τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ακόμη και τον Σεπτέμβρη, και τώρα σταθερά κρατά απόσταση, χωρίς να πηγαίνει σε άλλο κόμμα. Προφανώς δεν κρατά αυτή τη στάση διότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε πολύ αριστερότερα.»
Ακόμη πιο σαφείς προβληματισμούς διατύπωσε και ο δημοσιογράφος Νίκος Σερβετάς σε ένα κείμενό του για την ανάγκη αριστερής διεύρυνσης. Κάνοντας έναν παραλληλισμό με τις διευρύνσεις του ΠΑΣΟΚ στις παραμονές των εκλογών του 1981 εντοπίζει το κενό ανοιγμάτων προς τα αριστερά:
«Αν κάνουμε τον παραλληλισμό και θεωρήσουμε ότι τη θέση του Γεωργίου Μαύρου την καλύπτουν σήμερα οι εναπομείναντες «συνεργάσιμοι» του ΠΑΣΟΚ, δεν θα μπορέσουμε να βρούμε κάποιον άνθρωπο που να σηματοδοτεί αυτό που σηματοδοτούσε τότε ο Μανώλης Γλέζος. Απόλυτα λογικό, καθώς η Ανανεωτική Αριστερά, από τη στιγμή που άρχισε την πορεία προσέγγισης της εξουσίας, ανέδειξε μεν πολλά στοχοπροσηλωμένα κυβερνητικά στελέχη, ωστόσο το πιο ανήσυχο πολιτικό δυναμικό της, μη ταυτιζόμενο με αρκετές κυβερνητικές επιλογές αλλά και μη θέλοντας να υπονομεύσει την εύθραυστη θέση της αριστεράς στην κοινωνία, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται σήμερα, εγκλωβίστηκε στη δημόσια σιωπή».
Και σε αυτή τη βάση υπογραμμίζει ότι η ανάγκη διεύρυνσης προς τα αριστερά είναι αναγκαία για να διατηρηθεί «αριστερή ηγεμονία» στην όλη διαδικασία: «Η οργανική επανένταξη αριστερών ανθρώπων στο ΣυΡιζΑ δεν είναι αναγκαία κυρίως για λογιστικούς, δηλαδή εκλογομαγειρευτικούς λόγους. Είναι αναγκαία κυρίως επειδή σηματοδοτεί μια δυναμική που θα μπορούσε να αποσοβήσει τους κινδύνους που εγκυμονεί το αναγκαίο μεν, ανερμάτιστο δε πολύ συχνά, πλησίασμα προς την κεντροαριστερά. Ενισχύει δηλαδή την κρίσιμη προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη μιας αριστερόστροφης κυβέρνησης: την αριστερή ιδεολογική ηγεμονία επί των αναγκών της κυβερνησιμότητας.»
Η αμηχανία των αριστερών τάσεων
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν υποστηρίξει ότι με μια σειρά κινήσεων το τελευταίο διάστημα, από την προώθηση συγκεκριμένων στελεχών της νεώτερης γενιάς που έχουν αναφορά στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, μέχρι τις διευρύνσεις κυρίως από το χώρο της κεντροαριστεράς, η ηγετική ομάδα του Μαξίμου, εκτός όλων των άλλων, έχει διαμορφώσει έναν εσωκομματικό συσχετισμό που ασκεί μια ορισμένη πίεση στην αυτοπροσδιοριζόμενη ως αριστερή τάση στον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τους 53+, που αισθάνονται ότι υποβαθμίζεται ο σχετικός ρόλος τους.
Από την άλλη μεριά δεν είναι και εύκολο να μιλήσει κανείς για «αριστερή στροφή» του ΣΥΡΙΖΑ. Η πραγματική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο θέλουν να παραδεχτούν ορισμένα στελέχη του, αλλά όχι λιγότερο σαφής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει έναν κορμό στελεχών που ήταν εκεί και το 2012 αλλά από την άλλη η φυσιογνωμία του έχει αλλάξει.
Ψήφισε μνημόνια και τα εφάρμοσε με συνέπεια. Αποδέχτηκε όχι μόνο τις ιδιωτικοποιήσεις αλλά και την προτεραιότητα της επιχειρηματικότητας για την ανάπτυξη. Διεκδικεί είναι και πιο ευρωπαϊστική και πιο «ατλαντική» δύναμη ακόμη και από τη Νέα Δημοκρατία. Ακόμη και οι όποιες προτάσεις «κοινωνικής πολιτικής» που κάνει δεν απέχουν από πολιτικές που τις αποδέχονται στη Δυτική Ευρώπη όχι μόνο τα σοσιαλδημοκρατικά αλλά και αρκετά κεντροδεξιά κόμματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα από πρωτοβουλίες όπως η Προοδευτική Συμμαχία (Progressive Caucus) στην οποία πρωτοστατεί ο Δημήτρης Παπαδημούλης διεκδικεί ανοιχτά τη σύγκλιση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία, τους Πράσινους και την Αριστερά.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και άλλες πλευρές αυτής της αντίφασης. Πόσο εύκολο είναι να υποστηρίξουν π.χ. οι 53+ ότι αποτελούν «αριστερή τάση» ότι η πιο εξέχουσα προσωπικότητά τους στο υπουργικό συμβούλιο, είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, δηλαδή ο κατεξοχήν αρμόδιος για την τήρηση των μνημονιακών πολιτικών;
Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι επανέρχεται διαρκώς η ανάγκη «αριστερής διεύρυνσης» ή επιμονή στη «σύγκλιση πάνω σε προγραμματικές θέσεις», εντούτοις το περιεχόμενο των «προγραμματικών θέσεων» είτε παραμένει ασαφές είτε δεν διαφέρει πολύ από τα μέτρα «κοινωνικού προσώπου» που ούτως ή άλλως επαναφέρει στο προσκήνιο προεκλογικά και η ηγετική ομάδα.