Kαθώς αναμένουμε να ψηφιστεί ο κατάλογος των άρθρων που θα τροποποιήσει η επόμενη Βουλή, είμαστε πλέον στη μέση της πρώτης φάσης της συνταγματικής αναθεώρησης. Οπως ανακαλύψαμε ατέλειες του Συντάγματος, τώρα επείγει να διδαχθούμε από τη διαδικασία αναθεώρησης, ώστε να τη διορθώσουμε στην πρώτη ευκαιρία. Οι πρόσφατες πολιτικές αναμετρήσεις πάνω στη συνταγματική αναθεώρηση φανέρωσαν ένα θεμελιώδες πρόβλημα του άρθρου 110 που καθορίζει τον τρόπο διεξαγωγής της ίδιας της αναθεώρησης: δίνει εξαιρετική δύναμη στην πρώτη Βουλή να περιορίσει τα προς αναθεώρηση άρθρα και αποκλείει επαναθεώρηση αυτής της απόφασης για δέκα χρόνια. Θα αναπτύξω αυτό το θέμα σε τρία σημεία.
Πρώτον: Το άρθρο 110 καθορίζει διπλή ψηφοφορία από δύο διαδοχικές συνθέσεις της Βουλής με ενδιάμεσες εκλογές. Η μία από τις δύο ψηφοφορίες απαιτεί 151 ενώ η άλλη 180 ψήφους. Το άρθρο 110 δεν καθορίζει ποια από τις δύο ψηφοφορίες απαιτεί τον πρώτο αριθμό ψήφων και ποια τον δεύτερο. Αυτή η παράλειψη μπορεί(;) να δικαιολογείται αν ο συνταγματικός νομοθέτης δεν γνωρίζει τη σύσταση των δύο κοινοβουλίων και κατά συνέπεια θεωρεί ότι μπορεί να τα εκλάβει ως εναλλάξιμα. Οταν όμως η σύσταση και των δύο κοινοβουλίων είναι γνωστή πριν αρχίσει η διαδικασία, παρεμβαίνουν οι αναμενόμενοι στρατηγικοί υπολογισμοί των κομμάτων.
Τη στιγμή που όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πεντακομματική Βουλή, με πρώτο κόμμα τη Νέα Δημοκρατία, αν τα κόμματα που δεν μπουν στην επόμενη Βουλή αθροίζουν ακόμα και 15% των ψήφων, η Νέα Δημοκρατία με 34% σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ότι για αρκετό καιρό τώρα η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας είναι σχεδόν βεβαιότητα. Πώς εκδηλώνονται λοιπόν οι στρατηγικοί υπολογισμοί των κομμάτων;
Ο κ. Μητσοτάκης είχε προτείνει πριν από αρκετό καιρό τα δύο μεγάλα κόμματα να συμπεριλάβουν σε μια κοινή λίστα τα άρθρα που το καθένα θέλει να αλλαχθούν ώστε να υπάρχει πλειοψηφία 180 στην πρώτη Βουλή και να έχει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει το Σύνταγμα όπως εκείνος θέλει στην επόμενη. (Κριτική αυτής της πρότασης εδώ 1.) Ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα καταλαβαίνει τη στρατηγική του αντιπάλου, όπως εφαρμόζεται στο άρθρο για την εκλογή προέδρου, και εισάγει κενές αναλύσεις περί «κατεύθυνσης τροπολογιών» όπου η προηγούμενη Βουλή δεσμεύει την επόμενη (!) επιστρατεύοντας συνταγματολόγους για μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 110. Ομως επί του θέματος δεν χρειάζεται συνταγματολογία αλλά γραμματική. Το άρθρο 110 επί λέξει αναφέρει: «η επόμενη Bουλή αποφασίζει… σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις».
Πριν όμως φτάσουμε στις συνταγματικές αυθαιρεσίες, υπάρχει μια πιο προσιτή και απόλυτα συνταγματική λύση: να φροντίσουν οι σημερινοί βουλευτές καμία προς αναθεώρηση διάταξη να μην πάρει 180 ψήφους. Αυτή είναι η στρατηγική του ΚΙΝΑΛ, ώστε η θετική ψήφος του να είναι απαραίτητη στη επόμενη Βουλή όταν η αναγκαία πλειοψηφία θα είναι 180. Και αυτός ο χειρισμός εκτός από μικροκομματικά οφέλη εξυπηρετεί και τη συνταγματική ομαλότητα. Οπως έγραφα απ’ αυτές τις στήλες: «…οποιοδήποτε κόμμα είναι κρίσιμο για τη διασφάλιση της ενισχυμένης πλειοψηφίας στην πρώτη Βουλή, θα προασπίσει καλύτερα και τα δικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα ολόκληρου του ελληνικού λαού αν εμποδίσει τη δημιουργία ενισχυμένης πλειοψηφίας στην πρώτη Βουλή, γιατί αυτή αποτελεί λευκή επιταγή στην απλή πλειοψηφία στον δεύτερο γύρο να συμπεριλάβει μόνο τα άρθρα της αρεσκείας της». Υπάρχει λοιπόν διέξοδος στο θέμα των απαιτούμενων πλειοψηφιών ώστε να δημιουργηθεί συναίνεση στο μέλλον για τα άρθρα που θα κριθούν αναθεωρήσιμα. Αυτή όμως η τροποποίηση δεν αντιμετωπίζει το βασικό πρόβλημα που έθεσα στην εισαγωγή του άρθρου.
Δεύτερον: Τι γίνεται με τα άρθρα που δεν κρίνονται αναθεωρητέα; Για παράδειγμα, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει γνώμη στη μέση της διαδικασίας και να καταψηφίσει τα άρθρα για την αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου από τη διάλυση της Βουλής. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να συμπεριλάβει το άρθρο 16 που καθορίζει ότι τα μόνα πανεπιστήμια που μπορούν να υπάρχουν στη χώρα μας είναι τα δημόσια. Αυτό το άρθρο που εισήχθη για πρώτη φορά σε ελληνικό Σύνταγμα από τη χούντα το 1968, και δεν έχει ανάλογό του σε κανένα άλλο σύνταγμα του κόσμου (συντάγματα χωρών όπως η Βόρεια Κορέα ή η Κούβα δεν συμπεριλαμβάνονται στα στοιχεία μου), δεν θα εισαχθεί στην παρούσα αναθεώρηση. Τι γίνεται λοιπόν με άρθρα που δεν κρίνονται αναθεωρητέα;
Η απάντηση είναι απλή: Αυτά τα άρθρα δεν θα συζητηθούν στην επόμενη Βουλή και θα εξεταστούν ξανά στην επόμενη αναθεώρηση. Πότε μπορεί να είναι αυτή;
Τρίτον: Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 110: «Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης». Κατά συνέπεια θα περιμένουμε η επόμενη Βουλή να ολοκληρώσει την αναθεώρηση, και μετά άλλα πέντε χρόνια για να αρχίσουμε τη συζήτηση αυτών των θεμάτων, και μετά άλλη μία φορά εκλογές για να ολοκληρωθεί η συζήτηση και να γίνουν οι αλλαγές. Αυτά προβλέπει η εφαρμογή του άρθρου 110.
Γι’ αυτό, αυτό το άρθρο πρέπει να αλλάξει με τον εξής τρόπο:
1. Η θεσμική διαδικασία να ορίζει πως οι 151 ψήφοι θα χρειάζονται στην πρώτη Βουλή για τα αναθεωρητέα άρθρα.
2. Η ψήφιση να είναι στην επόμενη Βουλή με 180 ψήφους (ώστε να εξασφαλίζεται συναίνεση στο περιεχόμενο).
3. Για περιπτώσεις όπου υπάρχει ευρεία συναίνεση (200 ψήφοι) οι αλλαγές δεν χρειάζονται δύο συνθέσεις της Βουλής, αλλά είναι άμεσα εφαρμοστέες, όπως συμβαίνει τώρα με τον εκλογικό νόμο.
4. Η παράγραφος 6 του άρθρου 110 καταργείται.
Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει σε ολόκληρο τον κόσμο και συνταγματικές αναθεωρήσεις γίνονται όλο και πιο συχνές, μια πιο απλή και ριζική λύση είναι να χρειάζεται μία μόνο Βουλή με ενισχυμένη πλειοψηφία (180 ή 200, που είναι εκ των πραγμάτων δυσεύρετη στις σημερινές συνθήκες). Και φυσικά η κατάργηση της πενταετίας της παραγράφου 6 του 110.
Πριν από πέντε χρόνια είχα γράψει ότι η συνταγματική αναθεώρηση ξεκινά από το άρθρο 110. Κανένα κόμμα δεν συμπεριέλαβε το άρθρο 110 στα αναθεωρητέα. Αν τώρα η ανάγκη αλλαγής γίνει ξεκάθαρη, σε δέκα χρόνια θα μπορέσουμε μαζί με τα μη αναθεωρητέα άρθρα της σημερινής αναθεώρησης (ανώτατη παιδεία και πιθανόν αποσύνδεση προεδρικής εκλογής από τη διάλυση Κοινοβουλίου) να εξετάσουμε και το 110.
Η συνταγματική αναθεώρηση και η πρόταση Μητσοτάκη
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).