Η υπουργοποίηση των δύο πρώην υφυπουργών κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ αντιμετωπίστηκε με οργή αλλά και αστειάκια, περιφρόνηση και χλευασμό. Αυτές όμως οι συμπεριφορές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με «τρολιές». Αυτές οι συμπεριφορές απαξιώνουν την πολιτική. Μόνο αυτός που μισεί τον κοινοβουλευτισμό και την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία κερδίζει από τη γελοιοποίηση της πολιτικής. Αν νομίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι κερδίζουν από κάτι τέτοιο γελιούνται. Μόνο η Χρυσή Αυγή και ο κ. Βελόπουλος κερδίζουν.
Τα φαινόμενα εκφυλισμού του Κοινοβουλίου που παρατηρούνται με τους δανεικούς βουλευτές και τους αναμένοντες ευρωβουλευτές στους προθαλάμους της «προοδευτικής συνεργασίας» απογοητεύουν τους πολίτες. Δυστυχώς όλοι αυτοί έχουν βαλθεί να επιβεβαιώσουν τον Γκράουτσο Μαρξ που στους «ενθουσιώδεις οπαδούς» του δήλωνε: «Αυτές είναι οι αρχές μου, γι’ όσους αρέσουν, γι’ όσους δεν αρέσουν, έχω άλλες». Αλλά και ο άλλος Μαρξ, ο Καρλ, θα αναθεωρούσε την άποψή του πως η επανάληψη της Ιστορίας είναι φάρσα. Τραγέλαφος θα έλεγε πως είναι.
Τα σημερινά φαινόμενα εκφυλισμού δεν αφορούν όμως μόνο τους θεσμούς. Αφορούν την κοινωνία και τον πολιτισμό. Εχω πολλές φορές καταφύγει στην ιστορία της απουσίας του εσωτερικού καταναγκασμού για να ερμηνεύσω το μετέωρο βήμα της ελληνικής κοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στους προνεωτερικούς χρόνους, στις δυτικές κοινωνίες ο εξωτερικός καταναγκασμός της εξουσίας ήταν στοιχείο χαλιναγώγησης των παθών και των άμετρων συμπεριφορών. Στον δυτικό κόσμο, μέσω της αλλαγής των συνθηκών διατροφής, της ατομικής επικοινωνίας και της μεταβολής στη στάση έναντι των φυσικών αναγκών στον δημόσιο χώρο, αυτός ο εξωτερικός καταναγκασμός μετατρέπεται σταδιακά σε εσωτερικό. Αυτές οι αλλαγές πρώτα στη συμπεριφορά των αυλικών και της αριστοκρατίας μεταδίδονται με αργό τρόπο στην αστική και εργατική κοινωνία, κάνοντάς τες περισσότερο ανεκτικές και λιγότερο επιθετικές σε ειρηνικές εποχές, αλλά και σε περιόδους πολέμου.
Ο Νόρμπερτ Ελίας υποστήριζε ότι «η αίσθηση του τι πρέπει να κάνει και τι να αποφεύγει κανείς για να μη θίγει, να μη σκανδαλίζει τους άλλους, εκλεπτύνεται και, σε συνάρτηση με τις νέες σχέσεις εξουσίας, η κοινωνική επιταγή να μη θίγει κανείς τους άλλους γίνεται πιο δεσμευτική σε σύγκριση με την προηγούμενη φάση» («Η εξέλιξη του πολιτισμού», Νεφέλη, Α’ τόμος, σ. 127, μτφ. Εμυ Βαϊκούση). Ή όπως γράφει ο έλληνας καθηγητής Φιλοσοφίας στη Γερμανία Νίκος Ψαρρός, «η υπεροχή του δυτικού πολιτισμού έγινε πραγματικότητα όταν οι «άνωθεν» μοιράστηκαν με τους «κάτωθεν» τους ίδιους αστικούς τίτλους προσφώνησης: «κυρία», «κύριε», «εσείς», όταν οι εντολές τους προς τους υπηρέτες τους άρχισαν να προλογίζονται με το «παρακαλώ» και η αναγνώριση της εκτέλεσής τους με το «ευχαριστώ»» («Από πλάγια οπτική γωνία», Επίκεντρο, σ. 48). Μόνο έτσι προετοιμάστηκε η μελλοντική ανεξάρτητη και αυτοτελής ύπαρξη του ατόμου του Διαφωτισμού.
Ο αρχιμήδειος όμως τόπος στον οποίο πάτησε ο δυτικός κόσμος για να προχωρήσει η εσωτερίκευση του καταναγκασμού δεν ήταν άλλος από την αρχαιοελληνική προτεραιότητα της αίσθησης της αιδούς. Χωρίς την αιδώ δεν θα υπήρχε ο εσωτερικός καταναγκασμός. Η έλλειψη της αιδούς εξηγεί πολλά από αυτά που βλέπουμε στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ενα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι απλά αγενές. Δεν ντρέπεται γι’ αυτό που κάνει δημόσια. Ξεκινώντας από τα πιο απλά, δεν ντρέπεται αυτός που δεν καταλαβαίνει πως καταλαμβάνοντας την αριστερή πλευρά στις κυλιόμενες στερεί την ελευθερία κίνησης του άλλου, αυτός που όλη τη μέρα ακούει μουσική στη διαπασών, αυτός που αφήνει τα πλαστικά του ποτήρια σε δημόσιους ή και ιδιωτικούς χώρους, τα νεαρά παιδιά, φοιτητές οι περισσότεροι, που συρρέουν σε τηλεοπτικές εκπομπές γνώσεων και αποδεικνύουν την παντελή άγνοιά τους ακόμη και σε ερωτήσεις που αφορούν τις σπουδές τους, γελοιοποιούμενα και εκθέτοντας και τους δασκάλους τους, συνεχίζοντας με τα πιο σύνθετα, που είναι αυτός που παρκάρει σε σημεία διάβασης ατόμων με κινητική αναπηρία, αυτός που σκοτώνει τα απροστάτευτα ζώα, αυτός που εκθειάζει τη χρήση προσωπικής βίας κατά όποιου σκέφτεται διαφορετικά από τον ίδιο, αυτός που στέκεται δουλικά έναντι του ισχυρού και απαξιωτικά έναντι των αδύναμων ανθρώπων, αυτός που ενθουσιάζεται με τη μαγκιά του κ. Πολάκη, αλλά και τον εκφασισμό του λόγου του κ. Μπογδάνου, και καταλήγουμε σ’ αυτόν που μετακομίζει σε άλλα κόμματα, όχι γιατί άλλαξαν οι ιδέες του – λογικό αυτό -, αλλά γιατί εκεί του εξασφαλίζονται τα λίγα γραμμάρια εξουσίας που ονειρεύεται. Ολα αυτά και όλοι αυτοί είναι δείγματα μιας κοινωνίας στην οποία απουσιάζει η αιδώς.
Βεβαίως η μομφή της αδιαντροπιάς ισχύει πάντα υπό την αίρεση της όποιας έγκαιρης πολιτικής και ιδεολογικής μετατόπισης. Θα καταλάβαινα τους δυο προερχόμενους από το ΠαΣοΚ υπουργούς αν εγκαίρως είχαν διατυπώσει μια άλλη πολιτική και ιδεολογική αφήγηση. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν και άλλοι που είδαν φως στη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση ή και στα λίγο μεγαλύτερα από τα μικρότερα κόμματα χωρίς εγκαίρως να έχουν δείξει τη διαφοροποίησή τους. Και αυτοί θα έπρεπε να ντρέπονται, όπως και αυτοί που τους δέχθηκαν. Για να είμαι όμως δίκαιος και για να μην τηρήσω «ίσες αποστάσεις», οφείλω να σημειώσω πως ενώ ο κ. Τσίπρας κρατάει στη θέση του τον κ. Πολάκη, ο κ. Μητσοτάκης απέκλεισε από το ψηφοδέλτιο της ΝΔ έναν μάστορα του εκφασισμού του πολιτικού λόγου και έναν διαχρονικό ηγέτη του λαϊκισμού και κυρίως της κακογουστιάς. Να τα λέμε και αυτά.
Τελικά, αν όλοι αυτοί ντρέπονταν για τη συμπεριφορά τους, δεν θα κατέφευγαν σ’ αυτήν. Αλλά και η κοινωνία θα τους απέρριπτε, αν και αυτή ντρεπόταν από τέτοιες συμπεριφορές.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.