Υπέρ της προώθησης των επαγγελματικών ταμείων και των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προϊόντων, ως μέρος της συνολικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, τάχθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας σε εκδήλωση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος σημείωσε ότι παρατηρείται βελτίωση στην ωριμότητα της ασφαλιστικής αγοράς, ως προς τη δυναμική που αναπτύσσεται για την αντιμετώπιση προβλημάτων που αποτελούν κληρονομιά του παρελθόντος.
«Αναφέρομαι στην ενίσχυση της διακυβέρνησης και του ανθρώπινου δυναμικού, στην έμφαση στη διαχείριση των κινδύνων και των κεφαλαίων, που αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς και στην ενίσχυση του ρόλου της ίδιας αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας. Όλο και περισσότερο γίνεται κατανοητό ότι οι πρόνοιες και απαιτήσεις της Φερεγγυότητας ΙΙ δεν έχουν τεθεί για εποπτικούς και μόνο σκοπούς, αλλά, παράλληλα, καταδεικνύουν έναν τρόπο διοίκησης που θέτει σε πρώτο πλάνο τους κινδύνους και, φυσικά, την προστασία των ασφαλισμένων της από αυτούς» εξήγησε σχετικά.
Επίσης, υπογράμμισε ότι «παρατηρείται μια μετεξέλιξη των ασφαλιστικών προϊόντων που διατίθενται στην Ελλάδα. Ο χρονικός ορίζοντας των καλύψεων μειώνεται και από ισόβιες γίνονται πλέον ετήσιες, ενώ οι χρηματοοικονομικές εγγυήσεις αντανακλούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες».
Όπως είπε, «αυτές οι πρακτικές λειτουργούν θετικά τόσο για την ασφαλιστική επιχείρηση, καθώς απαιτούν λιγότερα κεφάλαια, ενισχύοντας έτσι τη φερεγγυότητά της, όσο και για τους ασφαλισμένους, καθώς οι μειωμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις μεταφράζονται σε χαμηλότερα ασφάλιστρα. Βεβαίως, χρειάζεται σύνεση, ώστε να μην οδηγηθούμε στο να αποποιηθούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις την παροχή επαρκούς διαχρονικής προστασίας ή στην αποστέρηση των ασφαλισμένων από τα κέρδη των επενδύσεων των δικών τους χρημάτων».
Περαιτέρω, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, «στις ασφαλίσεις ζωής σχεδιάζονται και διατίθενται, όλο και περισσότερο, ασφαλιστικά προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις. Η στρατηγική αυτή είναι εύλογη σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που βιώνουμε σήμερα. Αφενός ενισχύει τη χρηματοοικονομική ισορροπία της ασφαλιστικής επιχείρησης, αφετέρου ικανοποιεί την επιδίωξη των ασφαλισμένων για υψηλότερη απόδοση στις αποταμιεύσεις τους, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι ένα μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου».
Ωστόσο, πρόσθεσε ότι αυτό συνεπάγεται την έκθεση των πελατών σε κινδύνους που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές πρακτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η ποιότητα της πληροφόρησης σχετικά με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν οι πελάτες αποκτά εξέχουσα σημασία και συγκαταλέγεται μεταξύ των ενεργειών που επιβάλλεται να ενισχύσει η ασφαλιστική επιχείρηση για να περιορίσει την πιθανότητα προβληματικών πωλήσεων και των συνεπειών τους.
Ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση των εξελίξεων στην αγορά, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε στο ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στο σύστημα συντάξεων και κατ’ επέκταση στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.
«Να διευκρινίσω ότι η ιδιωτική ασφάλιση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική ασφάλιση, μπορεί, όμως, και πρέπει να λειτουργήσει συμπληρωματικά. Και αυτό διότι διεθνώς, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης υπόκεινται σε μακροοικονομικές και δημογραφικές πιέσεις» υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Όπως είπε, «αφενός, δημοσιονομικές πιέσεις περιορίζουν την οικονομική δυνατότητα του κράτους να εξασφαλίσει ένα επαρκές επίπεδο συντάξεων. Αφετέρου, η γήρανση του πληθυσμού μειώνει τη δυνατότητα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού να χρηματοδοτεί τις συντάξεις του αυξανόμενου αριθμού συνταξιούχων».
Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτεία έχει στη διάθεσή της μια σειρά λύσεων, συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας. «Μερικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, έχουν ήδη εφαρμοστεί και στην Ελλάδα. Η αποδοτικότερη, όμως, μέθοδος ως προς τον αναπτυξιακό της χαρακτήρα – και γι’ αυτό συνηθέστερη διεθνώς – είναι η συμπλήρωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, που συσσωρεύονται στο πλαίσιο ενός δημόσιου συστήματος του πρώτου πυλώνα, με ένα σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σύστημα είναι αναγκαίο να συναινέσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι και να κατανοήσουν τους ρόλους τους. Το μεν κράτος δεν μπορεί πλέον να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών».
Όπως είπε, «οι δε εργοδότες πρέπει να αντιληφθούν ότι η υποχρέωσή τους να παρέχουν ασφάλεια στους εργαζομένους τους υπερβαίνει το χρόνο της απασχόλησής τους, και υφίσταται και μετά τη συνταξιοδότησή τους. Αλλά και κάθε πολίτης πρέπει να κατανοεί ότι η οικονομική του ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις δικές του προσωπικές αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου».
Η ευρωπαϊκή οδηγία
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η επικείμενη ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ευρωπαϊκής οδηγίας για τα επαγγελματικά ταμεία (IORP II) προσφέρει μια πρώτης τάξεως εκσυγχρονιστική ευκαιρία, για να διασφαλιστεί ότι τα επαγγελματικά ταμεία θα λειτουργούν σωστά, και θα εκπληρώνουν το σκοπό τους ως θεματοφύλακες των υποσχέσεων του εργοδότη προς τους εργαζόμενους, παρά ως ταμεία εναλλακτικά της κοινωνικής ασφάλισης.
Όπως εξήγησε, η νέα νομοθεσία θα πρέπει να συμβαδίζει με την οικονομική πραγματικότητα, ώστε η δημιουργία ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης να αναδύεται ως μη επαχθής οικονομικά επιλογή για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
«Κατά συνέπεια, η εισαγωγή της δέουσας ευελιξίας στη δημιουργία επαγγελματικών ταμείων είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία του θεσμού. Για παράδειγμα, ο νέος νόμος θα μπορούσε να επιτρέπει σε εργοδότες του ίδιου – ή ακόμη και διαφορετικού – κλάδου δραστηριότητας, καθένας εκ των οποίων προσφέρει το δικό του συνταξιοδοτικό πρόγραμμα στους υπαλλήλους του, να συνεισφέρουν σε ένα κοινό ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο θα διαχειρίζεται, πιθανόν μαζί με άλλα συνταξιοδοτικά κεφάλαια, ένα τέτοιο ταμείο συνταξιοδοτικών παροχών» σημείωσε ο ίδιος.
Και πρόσθεσε πως «ομοίως, θεωρώ απαραίτητη τη θωράκιση του συστήματος μέσω του προσδιορισμού διαδικασιών για την ομαλή μεταφορά ή εκκαθάριση ή διακανονισμό των παροχών, σε περίπτωση που το επαγγελματικό ταμείο, η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ο φορέας διαχείρισής του περιέλθουν σε κατάσταση αφερεγγυότητας».
Με αυτές τις προϋποθέσεις, είπε, «το σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης θα μπορεί να εκπληρώνει το σκοπό του. Και μόνο τότε από την πλευρά του, ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης θα μπορούσε, κατόπιν ειδικής αδειοδότησης, να αναλάβει έναν αυξημένο ρόλο ως φορέας διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων. Εξάλλου, ο ασφαλιστικός κλάδος έχει να συνεισφέρει την τεχνογνωσία και την εμπειρία του σε θέματα όπως η ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων, η είσπραξη των εισφορών, η καταβολή των παροχών, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επενδύσεων με τρόπο που λαμβάνεται υπόψη η δομή των υποχρεώσεων, και παρέχοντας αναλογιστικές και λογιστικές υπηρεσίες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργεί προστιθέμενη αξία για τα μέλη και τους δικαιούχους του συστήματος».
Τα προσωπικά προγράμματα
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο τρίτος πυλώνας ενός συστήματος ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση αφορά τα προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα. Εδώ δεν απαιτείται ιδιαίτερη εθνική πρωτοβουλία ή ενσωμάτωση κάποιας ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
«Ο Κανονισμός που μόλις πριν λίγες ημέρες υιοθετήθηκε είναι άμεσα εφαρμοστέος στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Με βάση τον Κανονισμό αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να αναλάβουν ένα νέο ρόλο στο σύστημα ασφάλισης της Ελλάδος μέσω της σχεδίασης και διάθεσης Πανευρωπαϊκών Προσωπικών Συνταξιοδοτικών Προϊόντων (pan-European Personal Pension Product – ΡΕΡΡ)» σημείωσε σχετικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «για να χαρακτηριστεί ως ΡΕΡΡ ένα συνταξιοδοτικό προϊόν θα πρέπει να έχει σχεδιαστεί, ώστε να πληροί κοινές ευρωπαϊκές προδιαγραφές ποιότητας. Το προϊόν αυτό θα παρέχει ειδικές διευκολύνσεις για τον αποταμιευτή, π.χ. διακρατικής ισχύος και φορητότητας ή αλλαγής παρόχου, αλλά και κοινούς ευρωπαϊκούς όρους και προϋποθέσεις, π.χ. διαφάνεια, καθώς και κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες εποπτείας».
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε, «οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν την ευκαιρία να προβάλουν την εμπειρία τους σε συνταξιοδοτικά προγράμματα και να συμβάλουν, προς όφελος του καταναλωτή, στην επικράτηση του θεσμού και στη συνεπακόλουθη αύξηση της αποταμίευσης στην Ελλάδα. Η αναγκαία έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εγγραφή ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος ως ΡΕΡΡ θα αποτελέσει εχέγγυο της υψηλής ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και θα πιέσει την ασφαλιστική αγορά προς περαιτέρω ενίσχυση των δομών της και της ποιότητας των υπηρεσιών της».
Και συμπλήρωσε πως «η παραγωγή και διάθεση των προϊόντων αυτών, όχι μόνον από ασφαλιστικές επιχειρήσεις αλλά και από όλες τις εταιρείες του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα, θα ενισχύσει περαιτέρω τον ανταγωνισμό σε όφελος του καταναλωτή».
Όμως, συμπλήρωσε, «οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν σχετίζονται μόνο με συντάξεις – προσωπικές ή επαγγελματικές. Μπορούν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο και στο σύστημα υγείας και στην κάλυψη ζημιών από φυσικές καταστροφές».
Λόγω του χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης που ανέκαθεν χαρακτήριζε την Ελλάδα, το κόστος υγείας βαρύνει ολοένα και περισσότερο τους πολίτες. Το δε κόστος των ζημιών από φυσικές καταστροφές βαρύνει κατ’ αρχάς τους ίδιους τους πληγέντες, ενώ η δυνατότητα και η έκταση τυχόν αποζημίωσής τους εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις, κυρίως, όμως, από τις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού.
«Χωρίς αμφιβολία, το κράτος πρέπει να μεριμνά για την προστασία των πολιτών. Αλλά η πατερναλιστική στήριξη προς αυτούς που έχουν ανάγκη πρέπει να παρέχεται με τρόπο που να προστατεύει τους φορολογουμένους» κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.