Κάθε μέρα διαπιστώνουμε πως ζούμε σε έναν πολύ διαφορετικό κόσμο από αυτόν μέχρι πριν από μια δεκαετία. Κάποια τελευταία δείγματα αυτών των αλλαγών: οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Ιταλίας ανταλλάσσουν σκληρά λόγια, ο Σαλβίνι μόνο που δεν βρίζει σκαιά τον Μακρόν, ενώ ο Λουίτζι Ντι Μάιο των Πέντε Αστέρων συναντιέται με αντιπροσωπεία των Κίτρινων Γιλέκων εκφράζοντας τον θαυμασμό του. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, το σχίσμα στο πολιτικό σύστημα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, ενώ στο Δημοκρατικό Κόμμα έχουν αποκτήσει βάρος οι φωνές που προωθούν μια προωθημένη κοινωνική και περιβαλλοντική ατζέντα! Την ίδια στιγμή αποκτούν μεγαλύτερα και πιο επιθετικά ακροατήρια οι οπαδοί της λευκής υπεροχής, όσοι δεν κρύβουν τις ρατσιστικές τους διαθέσεις και οι εστίες μιας αντιφιλελεύθερης συντηρητικής Επανάστασης.
Ενας γάλλος ιστορικός της πολιτικής, ο Πασκάλ Ορί, προσεγγίζει όλες αυτές τις μεταβολές βλέποντας μια διαδοχή εποχών. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λέει, περάσαμε από μια προοδευτική εποχή (έως τη δεκαετία του ’70) σε μια φιλελεύθερη εποχή (μέχρι το 2010) και τώρα βρισκόμαστε στην εποχή του λαϊκισμού. Προφανώς, ο συγκεκριμένος μελετητής έχει κατά νου ορισμένες διεθνείς τάσεις και τους κυρίαρχους τόνους στη δημόσια κουλτούρα σε κάποιες χώρες. Σε αντίθεση όμως με άλλους θεωρητικούς που διακρίνουν έναν δεξιό από έναν αριστερό λαϊκισμό, ο Ορί διακινδυνεύει την υπόθεση ότι ο λαϊκισμός είναι ως προς την ουσία του ριζοσπαστικά δεξιός: είναι, για την ακρίβεια, ένας δεξιός ριζοσπαστισμός εκφρασμένος με ένα στυλ ριζοσπαστικής Αριστεράς. Με αυτή την έννοια – την οποία άλλοι, όπως είπαμε, την αμφισβητούν – ο Ορί φαίνεται να πιστεύει πως η κινηματική πολιτική που βασίζεται στην ιδέα της αναμέτρησης ανάμεσα στις ελίτ και στον λαό οδεύει, αργά ή γρήγορα, στον εθνικισμό και στην υιοθέτηση του σκληρού «ταυτοτικού» λόγου. Ο Ορί ανατρέχει πίσω στο παράδειγμα του Μουσολίνι, που ξεκίνησε ως ηγέτης της πιο αριστερής πτέρυγας του ιταλικού σοσιαλισμού για να μεταβληθεί σε ιδρυτή του φασισμού μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Το κλειδί γι’ αυτή τη μεταμόρφωση ήταν κυρίως ο εναγκαλισμός του εθνικισμού και φυσικά η ροπή προς μια αυταρχική και περιφρονητική για θεσμικά και διαδικαστικά εμπόδια πολιτική.
Ενδεχομένως αυτές οι αναλογίες με το ’20 ή με το ’30 να έχουν παραπλανητικό χαρακτήρα. Η γενική υπόθεση όμως για το πέρασμα από μια φιλελεύθερη σε μια λαϊκιστική φάση φαίνεται να επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον από αυτά τα παράξενα που σταχυολογούμε στις πολιτικές σκηνές, όσο και στη σφαίρα των ιδεών και της τρέχουσας θεωρητικής φαντασίας.
Θα σταθώ μόνο σε ένα δεδομένο από ένα οικείο πεδίο: ο χώρος που διαμορφώθηκε στην προηγούμενη φάση γύρω από τη μεθόριο φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών και εκσυγχρονιστικών ιδεών έχει, ορατά, συρρικνωθεί. Δεν μιλώ εδώ για τις στενές εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων, όσο για τους συσχετισμούς δύναμης στη θεωρία και στην περιγραφή της εποχής. Αν κάνει κανείς μια πρόχειρη έρευνα για τα βιβλία πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας που κάνουν θόρυβο και δημιουργούν τις συζητήσεις της εποχής, θα διαπιστώσει ότι απηχούν, κατά κύριο λόγο, ένα ύφος ριζοσπαστικής και προφητικής καταγγελίας. Με την εξαίρεση κάποιων εκλαϊκευμένων (και κάποτε ρηχών) αισιόδοξων μελλοντολογιών στο στυλ του Γιόχαν Νόρμπεργκ ή του Στίβεν Πίνκερ, το κυρίαρχο ρεύμα είναι καταστροφικό, αντισυστημικό και αντιδραστικό συγχρόνως. Από τη δεκαετία του 2000 και ιδίως μετά το 2010 είναι εκρηκτική η άνοδος των κειμένων και των συζητήσεων που απαξιώνουν τις υπαρκτές δημοκρατίες ως ολιγαρχικά και μετα-δημοκρατικά καθεστώτα. Παράλληλα έχει εκτιναχθεί μια βαθιά ανθρωπολογική/πολιτισμική κριτική όπου εκατοντάδες κοινωνικοί επιστήμονες, οικονομολόγοι, δημογράφοι και φιλόσοφοι από όλον τον κόσμο απορρίπτουν τον πολιτισμό της επιτάχυνσης, τη «δικτατορία της πληροφορίας», τις νεο-αποικιακές τάσεις της παγκοσμιοποίησης κ.λπ.
Φυσικά αυτή η ακαδημαϊκή παραγωγή μοιάζει σχετικά απομονωμένη στους θύλακες των πανεπιστημίων ή σε κάποια κοινά νέων της μεσαίας τάξης της γνώσης. Παρ’ όλα αυτά, έχει γίνει σαφές πως η συγκεκριμένη ατμόσφαιρα επιδρά και στην πολιτική και ιδεολογική κρίση του Κέντρου, για την οποία μιλούμε συχνά και στη χώρα μας. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αποφεύγοντας τις υπεκφυγές, όλες οι διανοητικές και πολιτικές προσπάθειες που κινούνται στο πεδίο της εξημέρωσης του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας μοιάζουν πια με επιβιώσεις μιας προηγούμενης φάσης. Σαν να αντανακλούν μια δημογραφική γήρανση και ίσως την προσκόλληση σε μια ευρωπαϊκή/δυτική νοσταλγία με άξονα τον ατομικισμό, τον ορθολογισμό και τις υπερ-εθνικές και κοσμοπολιτικές κατασκευές.
Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο πολλοί σπεύδουν να συμπεράνουν πως μόνο μέσα από την ιδιοποίηση του λαϊκιστικού στυλ και της αντίστοιχης «πολιτικής» μπορεί να υπάρξει μια αναστροφή της παρακμής. Εδώ όμως θα ήταν σκόπιμο να σκεφτούμε το κόστος μιας τέτοιας προσχώρησης. Στην Ελλάδα, μετά την εξάντληση και εξημέρωση του συριζαϊκού λαϊκισμού, βλέπουμε ένα απόθεμα ριζοσπαστικής πολιτικής από τα δεξιά. Το νιώθουμε, το διαισθανόμαστε, το συναντούμε καθημερινά, έστω και αν δεν έχει ακόμα αποκτήσει αξιόπιστο πολιτικό σχήμα (ο χρυσαυγιτισμός είναι υπερβολικά εξτρεμιστικός γι’ αυτόν τον ρόλο, παρ’ όλο που ακόμα και έτσι φαίνεται να ενισχύεται).
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι λοιπόν με ποιον τρόπο, σε αυτή τη δύσκολη διεθνώς φάση που διανύουμε, δεν θα χαθούν τα θετικά στοιχεία της προηγούμενης φάσης. Με ποιον τρόπο, δηλαδή, μπορεί κανείς να αποφύγει τον ριζοσπαστικό λαϊκισμό χωρίς να αποστρέψει το βλέμμα του από τις πληγές που ο λαϊκισμός έφερε στο φως και από τα προβλήματα που αποκαλύπτονται σήμερα στην άγρια διάστασή τους. Μπορούμε να ελπίσουμε πως αυτό κάποια στιγμή θα γίνει. Προς το παρόν, όμως, φαίνεται να κερδίζουν η σύγχυση, τα πολιτικά παράδοξα και οι μετεωρικές αρνήσεις ενός αδύναμου ριζοσπαστισμού. Το ελληνικό σκάφος δεν πλέει μακριά από αυτές τις θάλασσες, ακόμα και αν κάποιοι εδώ πιστεύουν πως όλα είναι ψιλά γράμματα εκτός από τη δική τους πολιτική επιβίωση.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.