Hδη από την περίοδο Οζάλ είχε αρχίσει η ανάδυση μιας νέας ταυτότητας στη διαμορφούμενη τότε κοινωνική πλειοψηφία, αναδεικνύοντας τη θρησκευτική ταυτότητα της Τουρκίας και στο εσωτερικό.
Κάπως έτσι Ισλάμ και εθνικισμός βρήκαν εκ νέου κοινό βηματισμό. Σημειωτέον πως στις αρχές του 1950 ο ισλαμικός εθνικισμός προωθήθηκε ως αντίπαλον δέος στον κομμουνισμό, με ισχυρές δόσεις αντισιωνισμού. Αποδυναμώθηκε αισθητά από τα μέσα του 1960 εξαιτίας της προσέγγισης με τις ΗΠΑ.
Ο Οζάλ, πάντως, ανήγαγε τις τουρκικές, οθωμανικές και ισλαμικές ρίζες σε πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής προς τις μετασοβιετικές Δημοκρατίες και τα Βαλκάνια. Κόντρα στο κεμαλικό δόγμα, το οποίο συνεπικουρούνταν από την αριστερή διανόηση υπό τον Ετσεβίτ, η οποία εκτιμούσε ότι η τουρκική ισχύς απέρρεε από την περιφερειακή της θέση σε σχέση με τη Δύση, ο Οζάλ έβλεπε στα κράτη με οθωμανικό παρελθόν και ισλαμικό υπόβαθρο δυνάμει εταίρους στη δημιουργία ενός τόξου διευρυμένης επιρροής με άξονα την Τουρκία. Επίσης, προσανατολίστηκε προς τον απαγορευμένο για τους κοσμικούς αραβικό χώρο – οι τελευταίοι ανησυχούσαν ιδιαίτερα για τυχόν επιρροές από αυτόν. Ο Οζάλ επιθυμούσε να εντάξει στους σχεδιασμούς της Δύσης την τουρκική διείσδυση σε μια περιοχή που εκτεινόταν από την Αδριατική έως την Κίνα, ώστε ταυτόχρονα να εξυπηρετηθούν και τα συμφέροντα των δυτικών του εταίρων, προκειμένου να αποτραπεί η επιρροή τόσο της Ρωσίας όσο και του Ιράν. Με κάποιες διαφορές, η πολιτική Οζάλ επανέκαμψε μέσω της θεωρίας του στρατηγικού βάθους του Νταβούτογλου, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα χρόνια διακυβέρνησης του AKP.
Το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ υπέστη αρκετές μεταλλάξεις, οι οποίες επηρεάστηκαν από τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές δυναμικές αλλά και ανάλογες τάσεις στο εξωτερικό (π.χ. η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν το 1979, οι μουσουλμανικές αδελφότητες). Διαχρονικά, πάντως, είχε αντισημιτικές και αντιδυτικές τοποθετήσεις, βλέποντας τους Δυτικούς ως σύγχρονους αποικιοκράτες, αποστρεφόμενο το δυτικό πρότυπο που ήθελαν να επιβάλουν οι κοσμικοί ενάντια στις πλειοψηφικές πολιτισμικές αρχές, ενώ στήριζε τους μικροαστούς της Ανατολίας αλλά και τις λαϊκές τάξεις (πολλοί μετανάστευσαν τη δεκαετία του 1960, όταν μεταφέρθηκε επιπλέον πλούτος προς τη Δυτική Τουρκία, διευρύνοντας το χάσμα με τη φτωχή Ανατολία) που διαβιούσαν στα προάστια των μεγαλουπόλεων. Η ραχοκοκαλιά του είναι το «Εθνικό Οραμα», το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στις εκλογές του 1969 και το οποίο αποσκοπούσε «να φέρει στο κέντρο του πολιτικοοικονομικού συστήματος τους θρησκευόμενους πληθυσμούς, τους οποίους οι ιδρυτές της Δημοκρατίας είχαν θέσει στο περιθώριο». Συν τω χρόνω, τα ισλαμικά κόμματα άρχισαν να εκφράζουν νέους μορφωμένους που προέρχονταν από συντηρητικές οικογένειες και οι οποίοι αποστρέφονταν το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο του δυτικόφερτου εκσυγχρονισμού της αυταρχικής κεμαλικής ελίτ.
Σήμερα, η αλλαγή φυσιογνωμίας της γείτονος με βάση την ισλαμική της ταυτότητα επιδρά και στην εξωτερική της πολιτική. Κατ’ αρχάς, η εμμονή με κάποιου τύπου αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον σε επίπεδο επιρροής, δημιουργεί προσδοκίες και δεσμεύσεις για την Τουρκία. Της δίνει, όμως, και τη δυνατότητα αφενός να αναπτύσσει δίκτυα επιρροής επικαλούμενη τις κοινές πολιτισμικές αξίες και τη θρησκεία, αφετέρου να παρεμβαίνει προς υπεράσπιση των μουσουλμάνων σε διάφορα σημεία του πλανήτη (τελευταίο επεισόδιο η σκληρή ανακοίνωση για τις πρακτικές της Κίνας σε βάρος των Ουιγούρων). Κατά δεύτερον, η στρατηγική σύμπλευση του κυβερνώντος κόμματος με τους «Γκρίζους Λύκους» του Μπαχτσελί έχει οικοδομήσει μια ιδεολογία που συνδυάζει τις ισλαμικές καταβολές με τον κοσμικό εθνικισμό. Τρίτον, η στροφή της Αγκυρας στην Ανατολή αρχίζει να αποκτά χαρακτηριστικά μονιμότητας. Η αντιπαράθεση με τους Κούρδους, ο επαναπροσανατολισμός των εξαγωγών της, η ενίσχυση των σχέσεων με κράτη όπως η Ρωσία και η απομάκρυνση από τη Δύση επιβεβαιώνουν τη συγκεκριμένη τάση.
Εξίσου, καλλιεργείται συστηματικά ένα κλίμα δυσπιστίας (αν όχι εχθρότητας) απέναντι στις κινήσεις της Δύσης και των περιφερειακών εταίρων της. Αυτό δεν σημαίνει ότι Δύση και Τουρκία δεν επιζητούν μια σχέση λειτουργική, παρά τα δεδομένα προβλήματα/διαιρέσεις. Ωστόσο, αυτή η σχέση θα είναι λιγότερο δεσμευτική, αρκετά πιο εύθραυστη και με μεγαλύτερες δόσεις ανταγωνισμού σε σχέση με το παρελθόν. Η ευρωπαϊκή περιπέτεια της ένταξης έχει ολοκληρωθεί, η σχέση με τις ΗΠΑ είναι ασταθής, ενώ ο πρόεδρος Ερντογάν προσβλέπει στη μετεξέλιξη της χώρας του σε οικονομικό γίγαντα και περιφερειακό ηγεμόνα με δυνατότητες παγκόσμιου παίκτη που θα συνομιλεί ισότιμα με όλες τις μεγάλες δυνάμεις. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον και εν μέσω τεκτονικών αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα, η Ελλάδα καλείται να μελετήσει ορθά και συνακόλουθα να επαναοριοθετήσει τη στρατηγική της έναντι του αναθεωρητικού γείτονά της.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ.