Δεν συμμερίζεται την κυβερνητική αισιοδοξία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας η Citigroup. Όχι μόνο για φέτος, αλλά και έως το 2023…
Όπως επισημαίνει στη νέα έκθεσή της για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, τονίζοντας πως οι δομικές αδυναμίες της Ελλάδας επιμένουν παρά την έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης.
Η αμερικάνικη τράπεζα σημειώνει πως το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας κινήθηκε κοντά στο 2% το 2018, που αποτελεί τον ταχύτερο ρυθμό από το 2007, ωστόσο παραμένει σχεδόν 25% χαμηλότερα από τα επίπεδα πριν από την κρίση. Η ανάπτυξη, όπως εξηγεί, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές (κυρίως τις εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις με βοήθεια των κονδυλίων της ΕΕ.
Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης συνεχίζει να μην υπερβαίνει το 1% σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός συρρικνώνεται (κατά περίπου 0,4% ετησίως), οι ρυθμοί αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι αρνητική και η τραπεζική πίστωση συνεχίζει να συρρικνώνεται. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει πιθανώς λιγότερο περιοριστική το διάστημα 2019-2020, γεγονός που θα συμβάλει στη διατήρηση θετικής ανάπτυξης των ιδιωτικών δαπανών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της το 2019 το ελληνικό ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 1,4%, το 2020 θα διαμορφωθεί στο 1,5%, το 2021 θα επιβραδυνθεί και πάλι στο 1,3% όπως και το 2022, ενώ το 2023 θα κινηθεί ακόμη χαμηλότερα στο 1,1%.
To χρέος, από 183% το 2018, θα βρεθεί στο 181% το 2019, στο 177% το 2020, στο 172% το 2021, στο 168% το 2022 και στο 164% το 2023, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα συνεχίζει να το «βλέπει» στο 3,2% το 2019 και το 2020 στο 3,1%.
Όπως επισημαίνει η Citi και σε αυτήν την έκθεσή της, παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών έχει βελτιωθεί με πολύ πιο χαμηλούς ρυθμούς από ό,τι στις άλλες χώρες που βρέθηκαν σε προγράμματα διάσωσης, γεγονός που καταδεικνύει πως οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας συνεχίζονται.
Οι εγχώριες αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για να καλύψουν τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% περίπου από το 2007 και οι τραπεζικές χορηγήσεις συρρικνώνονται λόγω των υψηλών επιπέδων NPLs με τις οικονομικές προοπτικές της χώρας να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, αφού αυτοί είναι πλέον η κύρια χρηματοδοτική πηγή της οικονομίας.
Η Citi συνεχίζει να εκτιμά πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόωρων εκλογών την άνοιξη – κάτι που θα είναι θετικό για την Ελλάδα – σημειώνοντας πως αν και η βελτίωση της οικονομίας έχει βοηθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να ανακάμψει από τις χαμηλές επιδόσεις που κατέγραφε το 2017 στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο παραμένει πίσω από τη Νέα Δημοκρατία. Κατά την αμερικάνικη τράπεζα, μία συντηρητική κυβέρνηση θα ήταν περισσότερο φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις από ό,τι η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.