Τον Ιούλιο του 2017 οι τελευταίοι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους που είχαν απομείνει στη Μοσούλη επιχείρησαν να διαφύγουν κολυμπώντας τον πελώριο ποταμό Τίγρη που διατρέχει τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ. Είχαν νικηθεί. Καθώς από τα μεγάφωνα στην πόλη ακουγόταν πατριωτική μουσική, ιρακινοί στρατιώτες χόρευαν επάνω στα τανκς και ύψωναν τη σημαία της χώρας.
Ο «κουρνιαχτός» της χαράς σύντομα κάθισε και όσοι είχαν απομείνει σε αυτή την πόλη των φαντασμάτων, με τις ζημιές που προκάλεσαν οι χιλιάδες βόμβες και οι εκατομμύρια σφαίρες που είχαν χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση του Ισλαμικού Κράτους, έβλεπαν ξεκάθαρα ότι μπροστά τους ορθωνόταν το δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης.
Οι καταστροφές
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια σχεδόν τεσσάρων ετών πολέμου, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν πάνω από 9.000 αεροπορικές επιδρομές και έριξαν περισσότερες από 65.000 βόμβες στην προσπάθειά τους να απομακρύνουν τους μαχητές της τζιχαντιστικής οργάνωσης από πόλεις και χωριά σε όλη τη βόρεια και δυτική πλευρά της χώρας.
Μόνο στις χριστιανικές κοινότητες στις πεδιάδες της Νινευής που περιβάλλουν τη Μοσούλη, περίπου 14.000 σπίτια και 363 εκκλησίες υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν σύμφωνα με τη χριστιανική μη κυβερνητική οργάνωση ACN International. Συνολικά πέντε επαρχίες της χώρας επηρεάστηκαν, στην πλειονότητά τους οι μεγαλύτερες και πιο πυκνοκατοικημένες. Εκτιμάται ότι σχεδόν 8.000.000 τόνοι ερειπίων έμειναν μόνο στη Μοσούλη από την καταστροφή που προκλήθηκε εξαιτίας του πολέμου.
Οι άνθρωποι
Πιστεύεται ότι περίπου ένα εκατομμύριο κάτοικοι της Μοσούλης εγκατέλειψαν την πόλη στη διάρκεια της κατοχής από το Ισλαμικό Κράτος, εκατομμύρια περισσότεροι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους προς άλλες περιοχές στο βόρειο και δυτικό τμήμα του Ιράκ, φοβούμενοι για τη ζωή τους. Μεταξύ αυτών ήταν μειονότητες χριστιανών, Κούρδων, Τουρκμένων και Γιεζίντι που θέλησαν να διαφύγουν τις βίαιες διώξεις.
Σύμφωνα με έρευνα διαφόρων ΜΚΟ, οι άνθρωποι αυτοί που έζησαν τη φρίκη των τζιχαντιστών είναι τόσο φοβισμένοι που δεν θέλουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ακόμη κι αν αυτά είναι άθικτα.
Οσοι επιστρέφουν
Περίπου 90% των κατοίκων που εγκατέλειψαν τη Μοσούλη έχουν γυρίσει στις εστίες τους σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη. Από αυτούς, περισσότερο από μισό εκατομμύριο παιδιά έχουν επιστρέψει στις σχολικές αίθουσες μετά την επαναλειτουργία 638 σχολείων – ένα τρίτο των οποίων έχει επισκευαστεί. Συνολικά σε ολόκληρη την επικράτεια εκτιμάται ότι περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι έχουν γυρίσει πίσω, όμως πάνω από ένα εκατομμύριο εξακολουθεί να ζει σε προσωρινούς καταυλισμούς.
Μεγάλο μέρος του έργου ανοικοδόμησης με το οποίο έχουν επωμιστεί διάφοροι οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου του ΟΗΕ, συνίσταται στην αντιμετώπιση του φόβου των κατοίκων και των κοινοτήτων που έζησαν το φρικτό πρόσωπο της βαρβαρότητας του Ισλαμικού Κράτους. Κύριο μέλημά τους είναι να καταστήσουν τις γειτονιές ασφαλείς, να εγκαταστήσουν βασικές υπηρεσίες, να αφαιρέσουν νάρκες που έχουν ξεμείνει στο έδαφος, να επισκευάσουν σπίτια ή ακόμη και να προσφέρουν δουλειά στους ανθρώπους στα έργα της ανοικοδόμησης.
Ανοικοδόμηση σπιτιών
Σε πολλές περιοχές του Ιράκ έχουν ξεκινήσει εργασίες για την επισκευή των κατεστραμμένων σπιτιών και κοινοτήτων που ισοπεδώθηκαν. Ομως ο ρυθμός των εργασιών ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή. Στην επαρχία Ανμπαρ για παράδειγμα, η τελευταία έκθεση του ΟΗΕ αναφέρει ότι τα μισά από τα σπίτια που χρειάζονται επισκευή, έχουν ήδη επισκευαστεί. Στη Νινευή αντίθετα, η οποία περιλαμβάνει τη Μοσούλη, η πρόοδος είναι πιο αργή. Λίγο περισσότερες από 6.000 από τις 24.000 ιδιοκτησίες που πρόκειται να ανακατασκευαστούν ή να επισκευαστούν ολοκληρώθηκαν μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Το αρμόδιο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNDP) αναφέρει ότι το 2017 περίπου 10.000 άνθρωποι εργάστηκαν για την ανοικοδόμηση της Μοσούλης, μεταξύ αυτών και πολλές γυναίκες.
Πέραν των μεγάλων έργων ανοικοδόμησης ή της επισκευής σπιτιών, οι εργασίες έχουν επικεντρωθεί σε πλήθος σχολείων, νοσοκομείων, υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων κυρίως στο Βόρειο και Δυτικό Ιράκ. Ωστόσο, πολλά κτίρια και υποδομές εξακολουθούν να μη λειτουργούν πλήρως, με αποτέλεσμα εκατοντάδες πολίτες να μην έχουν ακόμη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.
Γιατί η πρόοδος είναι αργή;
ΜΚΟ που συμβάλλουν στην προσπάθεια του ΟΗΕ και άλλων οργανώσεων για την ανοικοδόμηση του Ιράκ αναφέρουν ότι μια σειρά θεμάτων εμποδίζει την απρόσκοπτη πρόοδο των έργων. Στη ανατολική πλευρά της Μοσούλης λόγου χάρη, που είναι και η πιο εύρωστη, η ανοικοδόμηση υπήρξε ταχεία και σήμερα τα εστιατόρια γεμίζουν και οι επιχειρήσεις ανθούν. Ομως, στο δυτικό τμήμα της πόλης, ιδιαίτερα στην παλιά πόλη, υπάρχει απόλυτη ισοπέδωση, καθώς αυτή ήταν η περιοχή που εγκατέλειψαν τελευταία οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους.
Ο ΟΗΕ αναφέρει ότι η ταχύτητα της προόδου εξαρτάται από την κλίμακα της καταστροφής καθώς και από τις σχέσεις με εκείνους που απελευθέρωσαν τις περιοχές που προηγουμένως ήλεγχαν οι τζιχαντιστές. Στην επαρχία Σιντζάρ όπου ζούσαν οι Γιεζίντι η καταστροφή είναι σχεδόν πλήρης, αφού όλες οι υποδομές υπέστησαν κάποιου είδους ζημιά. Οσα κτίρια στέκουν όρθια, είναι παγιδευμένα με εκρηκτικούς μηχανισμούς και νάρκες και για τον λόγο αυτόν ελάχιστοι κάτοικοι αποφασίζουν να επιστρέψουν.
Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των γύρω χωριών, δεν έχει πρόσβαση στο νερό ενώ η πρόσβαση σε βασικά μέσα διαβίωσης παραμένει κρίσιμο ζήτημα. Σύμφωνα με το βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο Skynews που παραθέτει όλα αυτά τα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι ο ΟΗΕ ολοκλήρωσε την επισκευή των σπιτιών στην επαρχία Σιντζάρ, μένουν ακόμη πολλά να φτιάξει, διότι μεγάλος αριθμός κατοίκων δεν έχει επιστρέψει ή δεν έχει πει στις Αρχές τι είδους εργασίες πρέπει να γίνουν.
Το μέλλον
Η τριμηνιαία έκθεση του ΟΗΕ σχετικά με την πρόοδο για τη λεγόμενη σταθεροποίηση λέει ότι 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι που βρίσκονται εκτοπισμένοι θα αντιμετωπίσουν περισσότερες προκλήσεις να επιστρέψουν στις περιοχές προέλευσής τους. Την ίδια ώρα τονίζεται ότι είτε πρόκειται για έλλειψη βασικών υπηρεσιών ή ζητημάτων ασφαλείας, είτε για φόβο πιθανών αντιποίνων, δεν καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια διευκόλυνσης της επιστροφής αυτών των εκτοπισμένων, με το μειούμενο ποσοστό επιστροφής να καταδεικνύει την αναγκαιότητα να συνεχιστούν οι προσπάθειες σταθεροποίησης της χώρας.