Σε πείσμα όσων υποστηρίζει η κυβέρνηση ο θόρυβος που προκλήθηκε γύρω από την υπόθεση του δανείου που έλαβε ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης από την Attica Bank, ήταν δικαιολογημένος.
Σε τελική ανάλυση, σε μια εποχή όπου για τους κοινούς θνητούς η χρηματοδοτική στρόφιγγα του τραπεζικού συστήματος έχει στερέψει, δεν είναι μικρό πράγμα ένας υπουργός να παίρνει ένα καταναλωτικό δάνειο συνολικού ύψους 100.000 ευρώ, ακόμη και εάν δεχτούμε ότι δεν θα τεθεί θέμα μη αποπληρωμής του.
Το ίδιο το γεγονός μιας προνομιακής μεταχείρισης, αν μη τι άλλο, αρκεί για να δικαιολογήσει τη διαμαρτυρία και την απαίτηση εξηγήσεων. Και στο κάτω – κάτω ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι και ηθικό, ειδικά για μια κυβέρνηση που εξελέγη για να φέρει την κάθαρση στη χώρα.
Αντίστοιχα, εξίσου δικαιολογημένα και τα σοβαρά ερωτήματα που ακούστηκαν με αφορμή το γεγονός ότι το δάνειο δόθηκε από μια τράπεζα για την οποία υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες για τον τρόπο που την αντιμετωπίζει η κυβέρνηση.
Αναφερόμαστε σε όσα έχουν ακουστεί για το πώς έγινε η ανακεφαλαιοποίησή της με χρήματα ασφαλιστικών φορέων και ΔΕΚΟ, για τα δάνεια που έδωσε επιχειρηματίες φιλικά προσκείμενους προς την κυβέρνηση, για τις διώξεις που έχουν ασκηθεί για δάνεια που χορήγησε, για τις συγκρούσεις ανάμεσα σε κορυφαία στελέχη της.
Όλα αυτά γεννούν εύλογα ερωτήματα και μεταθέτουν στην κυβέρνηση την ευθύνη και την υποχρέωση να δοθούν άμεσες και σοβαρές απαντήσεις. Και με αυτή την έννοια όντως αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα ενός ιδιότυπου θράσους της κυβέρνησης να προσπαθεί να απαντήσει είτε κατηγορώντας τις προηγούμενες είτε αποσιωπώντας τα πραγματικά ερωτήματα.
Μπορεί η επικαιρότητα να σκεπάστηκε από τις μαφιόζικες ενέργειες του Πολάκη ή όποιων άλλων κύκλων να ηχογραφήσουν τη συνομιλία με Στουρνάρα. Μπορεί πάλι να ασχολούμαστε με την παραληρηματική εμφάνιση χθες στην ΕΡΤ του Παύλου Πολάκη που άφησε… άναυδους και τους παρουσιαστές, όμως, πρέπει να δούμε και την πραγματικότητα στην Ελλάδα κατάματα.
Η διαπλοκή έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος
Καλό είναι λοιπόν εκτός από το θράσος να περιοριστεί και η υποκρισία. Γιατί είναι προφανές ότι αντίστοιχη προνομιακή μεταχείριση είχαν και αρκετοί άλλοι βουλευτές από τις τράπεζες όπως και ολόκληρα κόμματα.
Το σκάνδαλο με τα οικονομικά των κομμάτων είναι και πραγματικό και διαχρονικό. Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε εύκολα τα όσα είπε π.χ. ο Θόδωρος Τσουκάτος κατά την απολογία του για την υπόθεση Siemens. Δεν είναι μικρό πράγμα να υποστηρίζει ένα κομβικό τότε κομματικό στέλεχος ότι πέρασαν από τα ταμεία του ΠΑΣΟΚ 16 δισεκατομμύρια δραχμές από διάφορες εταιρείες.
Γιατί εάν δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε, η πραγματικότητα είναι ότι για μια μακρά χρονική περίοδο, που συνέπεσε κιόλας με την εποχή που οι προεκλογικές εκστρατείες έγιναν πραγματικά κοστοβόρες, τα κόμματα στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό σε τέτοιες «χορηγίες» επιχειρήσεων, ιδίως όταν ξέρουμε ότι μεγάλες εταιρείες είχαν οργανωμένα «μαύρα ταμεία» για τη συστημική δωροδοκία κομμάτων και αξιωματούχων.
Για να μην αναφερθούμε σε σχεδόν «επίσημες» μορφές μίζας, όπως ήταν τα διαβόητα αντισταθμιστικά ωφελήματα που επανήλθαν πρόσφατα στο προσκήνιο με αφορμή τη διαβόητη τροπολογία του τέως ΥΠΕΘΑ Πάνου Καμμένου.
Όμως, ακόμη και αυτά φαίνεται ότι δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες των κομμάτων. Στα 450 εκατομμύρια ευρώ έχει υπολογιστεί το συνολικό ποσό που πήραν τα κόμματα στην περίοδο μετά το 2000, με τη μερίδα του λέοντος να πηγαίνει προφανώς στα τότε κόμματα εξουσίας. Δάνεια που χορηγούνταν με ενέχυρο τη… μελλοντική κρατική επιχορήγηση, που δεν εξοφλούνταν, που παραμένουν ενεργό χρέος και που αντιμετωπίζονται με κάθε είδους ειδικές ρυθμίσεις.
Και την ίδια στιγμή δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις βουλευτών και υπουργών που πήραν δάνεια που ένας απλός πολίτης δεν θα έπαιρνε. Γιατί όπως και να το δει κανείς ένας βουλευτής, ιδίως κόμματος εξουσίας μπορούσε να εξασφαλίσει μια ευνοϊκότερη μεταχείριση.
Γιατί και οι τράπεζες όπως και άλλες επιχειρήσεις προφανώς και είχαν κάθε λόγο να τα πηγαίνουν καλά με τους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας. Για να εξασφαλίζουν αντίστοιχη δική τους ασυλία στις επιλογές τους, αλλά και για να εξασφαλίζουν τη στήριξη του δημοσίου, ιδίως από όταν ξέσπασε η κρίση.
Μόνο που όλο αυτό αντικειμενικά γεννούσε αυτό που λέμε διαπλοκή, αυτή τη συμβιωτική σχέση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας που ξέρουμε πολύ καλά ότι αποτελεί βασικό μηχανισμό υπονόμευσης της δημοκρατίας.
Αντιμετώπιση και όχι υποκρισία
Γι’ αυτό το λόγο όπως δεν πρέπει να περισσεύει το θράσος, έτσι δεν πρέπει να περισσεύει και η υποκρισία. Η περίπτωση Πολάκη πρέπει να ιδωθεί ως ένα κρούσμα ενός ευρύτερου φαινομένου που φαίνεται ότι συνεχίζεται οδηγώντας, με αυτή την έννοια σε ένα ακόμη σημείο ταύτισης ανάμεσα στις κυβερνήσεις των «συστημικών» κομμάτων και του υποτίθεται «αντισυστημικού» ΣΥΡΙΖΑ.
Με αυτή την έννοια, όταν καταλαγιάσουν οι κάθε λογής κομματικοί διαξιφισμοί έχει νόημα να ανοίξει η πραγματική συζήτηση. Και αυτή δεν μπορεί παρά να αφορά την πραγματική εμπέδωση θεσμικών κανόνων που θα βάζουν φραγμός τη διαπλοκή. Με πρώτο βήμα την αναγκαία διαφάνεια, γιατί αν μη τι άλλο είναι προτιμότερο να γνωρίζουμε την πραγματική έκταση ενός φαινομένου όπως είναι η διαπλοκή ακόμη και εάν δυσκολευόμαστε να το αντιμετωπίσουμε. Αλλά και με πραγματική σκέψη για το πώς θα μπορεί να αυστηροποιηθεί ένα θεσμικό πλαίσιο ελέγχου, πώς θα γίνουν πραγματικές οι κυρώσεις, πώς θα σταματήσει το φαινόμενο τελικά τα κόμματα απλώς να ανταλλάσσουν αμοιβαία συγχωροχάρτια.
Να υπερασπιστούμε πραγματικά τη δημοκρατία
Όμως, για να γίνει και αυτό θα πρέπει τόσο τα κόμματα όσο και οι βουλευτές να σταματήσουν να πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Η εποχή όπου οι πολίτες είχαν μεγαλύτερη αισιοδοξία για το μέλλον και γι’ αυτό το λόγο και μεγαλύτερη ανοχή σε ενδημικά φαινόμενα διαφθοράς έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Σήμερα το εκλογικό σώμα είναι πολύ περισσότερο δύσπιστο παρά ποτέ, σε ένα κοινωνικό τοπίο πολύ πιο δύσβατο και με αδυναμία του πολιτικού συστήματος να προτείνει κάποιο θετικό αφήγημα. Είναι ένα εκλογικό σώμα έτοιμο να προσυπογράψει και να ενστερνιστεί οποιαδήποτε γενικευτική καταγγελία για τη διαφθορά πολιτικών και για τη διαπλοκή των κομμάτων. Γι’ αυτό και συναντά τέτοια απήχηση σε πολλές χώρες η ισοπεδωτική και απλουστευτική κριτική των ακροδεξιών ενάντια στο «σάπιο πολιτικό σύστημα».
Με αυτή την έννοια, το να υπάρξουν πραγματικά βήματα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, να υπάρξει πραγματική διαφάνεια στα οικονομικά κομμάτων και πολιτικών, να διαμορφωθούν πραγματικές θεσμικές εγγυήσεις, είναι εξαιρετικά επείγον και κρίσιμο για το μέλλον της ίδιας της δημοκρατίας.
Το γεγονός ότι αυτά τα θέματα απουσίασαν για παράδειγμα επί της ουσίας από τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, με την εξαίρεση της συναίνεσης στον περιορισμό της ασυλίας των υπουργών (που όμως δεν είναι ένα μέτρο θωράκισης αλλά εκ των υστέρων αποφυγής της ατιμωρησίας) είναι ενδεικτικό μιας επίμονης απρονοησίας από τη μεριά του πολιτικού συστήματος σε ένα ζήτημα που είναι πραγματικά κρίσιμο.