Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει σαφές ότι επιδιώκει να διεκδικήσει πλήρως το χώρο της κεντροαριστεράς, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να καταλάβει πλήρως το χώρο που κάποτε είχε το ΠαΣοΚ.
Αυτό έχει αποτυπωθεί στη ρητορική του πρωθυπουργού και κορυφαίων στελεχών για έναν «προοδευτικό πόλο», στη διαρκή πολεμική έγκληση προς το ΚΙΝΑΛ να εγκαταλείψει τη συμπόρευση με τη ΝΔ, στη διεκδίκηση να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ο βασικός συνομιλητής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα.
Όμως, για να πετύχει μια τέτοια κατεύθυνση, που στόχο έχει να κερδίσει και ψηφοφόρους από τον ιστορικό χώρο του ΠΑΣΟΚ, πρέπει να αποτυπώνεται σε παραδείγματα «μετακινήσεων».
Αυτές, πλέον, δεν περιορίζονται απλώς σε όσους είχαν διαφοροποιηθεί σε προηγούμενες στιγμές από το χώρο αυτό και είχαν ανέβει στο άρμα του «αντιμνημονιακού κινήματος». Πλέον, πρέπει να επεκταθούν και σε αυτούς που ήταν στο ΚΙΝΑΛ μέχρι πρόσφατα.
Και θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε αυτό το «πρέπει», γιατί πολλοί, συμπεριλαμβανομένης και της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ έσπευσαν να κατηγορήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι παίρνει «γυρολόγους της πολιτικής», παραβλέποντας ότι επιδίωξη της ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος είναι ακριβώς να δείξει ότι μπορεί και διεμβολίζει το τωρινό ΚΙΝΑΛ, ότι σήμερα ακόμη και στελέχη από το χώρο της Κεντροαριστεράς, που μέχρι πρότινος ήταν εχθρικά στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν βλέπουν άλλη προοπτική από την προσχώρηση στη νέα «προοδευτική παράταξη».
Άλλωστε, και ο Ανδρέας Παπανδρέου αφού πρώτα συγκρότησε το ΠΑΣΟΚ ως τομή και ρήξη με το προδικτατορικό κέντρο και εξασφάλισε την ηγεμονία απέναντί του, μετά δεν είχε κάποιο πρόβλημα να απορροφά τα στελέχη του.
Αυτό βέβαια που ίσως δεν υπολογίζουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι πολιτικοί συμβολισμοί λειτουργούν όταν λειτουργούν και συγκροτημένες πολιτικές εκπροσωπήσεις. Σε ένα κοινωνικό και πολιτικό τοπίο όπου οι πολιτικές ταυτότητες είναι εν μέρει ρευστοποιημένες, όπου ιδεολογική αναφορά δεν σημαίνει και κομματική αναγνώριση και όπου μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος κυρίως εμπνέεται από μια δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και το πολιτικό σύστημα, δεν είναι καθόλου δεδομένος ο πραγματικός αντίκτυπος τέτοιων μεταπηδήσεων.
Ανασχηματισμός και πολιτικοί συμβολισμοί
Παρότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει δοκιμάσει να αντιγράψει αρκετές πρακτικές του Ανδρέα Παπανδρέου, υπάρχει μια συνήθεια την οποία έχει αποφύγει: την αξιοποίηση των ανασχηματισμών (που μάλιστα ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ συνήθιζε να περιγράφει ως «αναδόμηση») ως τρόπων για να αναπροσαρμόζεται η πολιτική ατζέντα.
Αντίθετα, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ δεν πολυσυμπαθεί τις μεγάλες ανακατατάξεις σε κυβερνητικό επίπεδο, ενώ δεν έχει και πρόβλημα να αφήνει υπουργούς για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ίδια θέση. Για παράδειγμα δύο κρίσιμα υπουργεία, αυτό των Οικονομικών και αυτό της Υγείας δεν έχουν αλλάξει πολιτική ηγεσία από το 2015.
Είναι αλήθεια ότι σε άλλα υπουργεία έγιναν συχνότερες αλλαγές, αλλά συχνά αυτό αφορούσε και το πώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν και οι πολιτικές στροφές που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός αγνοεί ή περιφρονεί την αξία πολιτικών συμβολισμών που έχουν οι ανασχηματισμοί, ιδίως σε μια προεκλογική περίοδο.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τις επιλογές του πρωθυπουργού στον μίνι ανασχηματισμό που ανακοινώθηκε σήμερα.
Ο Τσίπρας σπρώχνει τα «δικά του παιδιά»
Κατά τα άλλα ο ανασχηματισμός ήρθε να επιβεβαιώσει ένα στοιχείο που έχει καταγραφεί και σε άλλες επιλογές του Αλέξη Τσίπρα: την προσπάθεια να προωθηθούν νεώτερα στελέχη από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και σε παραβίαση της «κομματικής επετηρίδας».
Η τακτική αυτή είχε φανεί από αρκετό καιρό πριν, ήδη από την υπουργοποίηση στελεχών όπως η Έφη Αχτσιόγλου, ο Νάσος Ηλιόπουλος, η Κατερίνα Νοτοπούλου, όπως και την προώθηση σε όλο και πιο κεντρικό ρόλο του Δημήτρη Τζανακόπουλου, την αναβάθμιση Χαρίτση κ.λπ.
Με ανάλογο τρόπο τώρα υπουργοποιείται η Ελευθερία Χατζηγεωργίου και ο Κώστας Μπάρκας.
Η κίνηση αυτή δεν αφορά απλώς την προσπάθεια να υπάρχει έντονη παρουσία μιας νεώτερης γενιάς στην κυβερνητική δράση και εν γένει την πολιτική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και εάν αυτό σίγουρα έχει παίξει ρόλο στις σχετικές επιλογές.
Κομβική πλευρά είναι και η επιθυμία να βγει στο προσκήνιο μια νέα γενιά, που δεν έχει τους ίδιους δεσμούς με τις παραδοσιακές «τάσεις» και «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ, μια γενιά που ουσιαστικά εκπροσωπήθηκε από τον Τσίπρα και σε αυτόν χρωστάει την παρουσία στην πολιτική.
Μια τέτοια γενιά, εκ των πραγμάτων, δεν πρόκειται να αμφισβητήσει εύκολα τον Αλέξη Τσίπρα και θα του εξασφαλίσει και την κυριαρχία στο κόμμα και την επόμενη των εκλογών και της μετάβασης στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παραμερίζοντας άλλες τάσεις περισσότερο «αντιπολιτευτικές» προς την κεντρική γραμμή.
Από εκεί και πέρα, είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός δεν θέλησε να δώσει κάπου αλλού την θέση του υπουργού Εξωτερικών, προτιμώντας τη σίγουρη λύση του Γιώργου Κατρούγκαλου μαζί με την εκ νέου υπουργοποίηση της Σίας Αναγνωστοπούλου, που ούτως ή άλλως έχει χειριστεί κοινοβουλευτικά και κομβικές επιλογές όπως η Συμφωνία των Πρεσπών.
Επιπλέον, είναι προφανές ότι στο βαθμό που ο πρωθυπουργός θέλει ταυτόχρονα να ολοκληρώσει την υπερψήφιση των νομοσχεδίων που έχει ιεραρχήσει (το νέο πλαίσιο για την «προστασία πρώτης κατοικίας», τις 120 δόσεις, το νέο πλαίσιο ως προς τα οικονομικά της Εκκλησίας και τη μισθοδοσία των κληρικών) και να είναι σε θέση να κάνει εκλογές ακόμη και το Μάιο, δύσκολα θα έφτιαχνε ένα ριζικά νέο κυβερνητικό σχήμα, που μπορεί και καθυστερούσε την προώθηση του κυβερνητικού έργου.
Η επιστροφή στην καθημερινότητα
Σε κάθε περίπτωση ο ανασχηματισμός αυτός ολοκληρώνει μια περίοδο όπου κυριάρχησαν κεντρικές πολιτικές επιλογές και αντιπαραθέσεις γύρω από θέματα όπως η Συμφωνία των Πρεσπών ή η Συνταγματική Αναθεώρηση.
Πλέον, η κυβέρνηση καλείται να αναμετρηθεί, εν μέσω μιας προεκλογικής εκστρατείας που έχει ξεκινήσει, με τα πραγματικά προβλήματα και τον απολογισμό που θα κάνουν οι πολίτες όχι των συμβολισμών της, αλλά της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασής τους, των επαγγελματικών προοπτικών, ιδίως για μια νέα γενιά που αντιμετωπίζει ακόμη την επισφάλεια και την ανεργία, του ίδιου του μέλλοντος της χώρας μετά από μια σχεδόν δεκαετή μνημονιακή περιπέτεια.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα κριθεί από το έργο που έχει προσφέρει, άρα και τις επιλογές που έχει πάρει και όχι από την ρητορική της ή τον τρόπο που προσπαθεί να παρουσιαστεί. Θα κριθεί ακόμη από το σχέδιο για το αύριο που έχει να προτείνει και τις υποσχέσεις που θα δώσει σε μια κοινωνία που είναι πολύ πιο δύσπιστη παρά ποτέ απέναντι σε όλες τις παραλλαγές υποσχέσεων.