Η πολιτική κατάσταση στην Ισπανία, μετά την απόρριψη του προϋπολογισμού και παράλληλα με το διαφαινόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για την Καταλονία, έχει καταστεί τόσο παράδοξη, που κανείς δεν είναι βέβαιος εάν επιθυμεί πραγματικά τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, οι οποίες έπειτα από τη χθεσινή ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο έρχονται όλο και πιο κοντά.
Όσο και εάν φαντάζει παράδοξο, ούτε η αντιπολίτευση αλλά ούτε και τα αυτονομιστικά κόμματα της Καταλονίας, που με την άρνησή τους να αποσύρουν τις τροποποιήσεις τους θεμελίωσαν την απόρριψη του προϋπολογισμού, δε φαίνονται ικανοποιημένα από την κοινοβουλευτική αποδυνάμωση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Πέδρο Σάντσεθ, ούτε εμφανίζονται ιδιαίτερα ενθουσιασμένα με την προοπτική των πρόωρων εκλογών.
Στη χθεσινή ψηφοφορία παρατηρήθηκε το εξής παράδοξο: κανένας –πλην μιας μειοψηφίας «φανατικών» βουλευτών του δεξιού Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ), ούτε καν η ηγεσία του— δε θριαμβολόγησε μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος. Οι Ciudadanos παρέμειναν σιωπηλοί στα έδρανα, ενώ και η πλειονότητα των βουλευτών του ΡΡ έδειξαν την ίδια διάθεση. Και είχαν λόγο να το κάνουν.
Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως οι πρόωρες εκλογές θα εξυπηρετήσουν μόνον τους ακροδεξιούς του κόμματος Vox, το οποίο μετά την εκκωφαντική είσοδό του στο πολιτικό προσκήνιο, μετά τις εκλογές στην Ανδαλουσία και την εθνικιστική διαδήλωση του περασμένου Σαββάτου, είναι πιθανό να στερήσει πολλές έδρες στο νέο Κοινοβούλιο από τα άλλα δύο κόμματα της δεξιάς.
Μάλιστα, στους διαδρόμους της Βουλής, ένας βουλευτής του ΡΡ ανέκραζε, σύμφωνα με την εφημερίδα El Pais, «δεν πρόκειται να χειροκροτήσω τον ενταφιασμό μου».
Αλλά και οι κύριοι πρωταγωνιστές της αποδόμησης του προϋπολογισμού, οι βουλευτές από τα καταλανικά κόμματα PDeCat και ERC, ψήφισαν με «βαριά καρδιά», καθώς, μολονότι πειθαρχούσαν στις αποφάσεις των ηγεσιών τους, υπάρχει πάντα ο φόβος οι πρόωρες εκλογές να καταλήξουν στην επάνοδο μιας κυβέρνησης που θα μονιμοποιήσει —όπως έχει διακηρύξει σε πολλές περιστάσεις— την εφαρμογή του Άρθρου 155 στην Καταλονία (που αφαιρεί το δικαίωμά της στην πλήρη αυτονομία).
Ωστόσο, είναι τα δύο αυτά καταλανικά κόμματα που —παρά τις εντατικές προσπάθειες των Σοσιαλιστών του PSOE, των Podemos και του βασκικού εθνικιστικού κόμματος PNV να τους μεταπείσουν έως την ύστατη στιγμή— διευκόλυναν την κοινοβουλευτική αποψίλωση της κυβέρνησης Σάντσεθ. Παρ’ όλο που ήταν ακριβώς τα ίδια κόμματα που με την ψήφο τους στην πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης του Μαριάνο Ραχόι (ΡΡ) είχαν συμβάλει στην άνοδο των σοσιαλιστών στην εξουσία.
Κομβική όμως για την εξέλιξη του διαλόγου (κατ’ ευφημισμόν όπως αποδείχθηκε τις τελευταίες ημέρες, μετά και την παρουσίαση των αδιαπραγμάτευτων 12 σημείων που κατέθεσε στο τραπέζι ο πρόεδρος της Καταλονίας, Κιμ Τόρα) ήταν η απόφαση το περασμένο καλοκαίρι του εξόριστου ηγέτη του PDeCat, Κάρλες Πουτζντεμόν, να αντικαταστήσει τη διαπραγματεύτρια Μάρτα Πασκάλ, που είχε διαδραματίσει κομβικό ρόλο, παρακούοντας τον ηγέτη της, για τη στήριξη της πρότασης μομφής που ανέδειξε στην εξουσία τον Σάντσεθ, και να σκληρύνει τη στάση του στις διαπραγματεύσεις, ενόψει της κύρωσης του προϋπολογισμού και δεδομένης και της έναρξης της δίκης των φυλακισμένων καταλανών πολιτικών.
Από την πλευρά τους, μέσα στις τάξεις των Σοσιαλιστών δεν είναι λίγοι (κατά κύριο λόγο, η ηγεσία του Μεγάρου Μονκλόα) εκείνοι που θεωρούν πως, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών δεν είναι και τόσο τραγικό. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι θέσεις του PSOE είναι σαφείς, ιδίως όσον αφορά ζητήματα που άπτονται των κοινωνικών δικαιωμάτων και της πρόνοιας, έχουν στα υπέρ τους το γεγονός ότι προσπάθησαν να κάνουν παραχωρήσεις προς τους αυτονομιστές, ενώ η «οικογενειακή φωτογραφία» των «τριών δεξιών» (με την προσθήκη του επικεφαλής του Vox δίπλα στους ηγέτες των Ciudadanos και του ΡΡ) στη διαδήλωση του Σαββάτου είναι φανερό πως μπορεί κάλλιστα να συσπειρώσει τις δυνάμεις της Αριστεράς.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση διακηρύσσει πως προτίθεται να έχει ολοκληρώσει έως τις εκλογές την ψήφιση σημαντικών νομοσχεδίων που αφορούν την κοινωνία: η προστασία των ενοικιαστών από αυθαίρετες αυξήσεις και χρεώσεις στο ηλεκτρικό κ.λπ., ο κατώτατος μισθός, ο νόμος για τη βία κατά των γυναικών, τα δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ και η δημόσια ασφάλεια. Νόμοι που ο αντίκτυπός τους αναμένεται να ενισχύσει την εικόνα του PSOE στο εκλογικό σώμα.
Πλέον ο Πέδρο Σάντσεθ, μέχρι την αναμενόμενη τοποθέτησή του την Παρασκευή, καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορες ημερομηνίες για την προκήρυξη των εκλογών, πάντα τηρώντας το γράμμα του εκλογικού νόμου, που επιτάσσει ένα διάστημα 54 ημερών για τη διεξαγωγή του προεκλογικού αγώνα.
Η πλέον πιθανή ημερομηνία είναι αυτή της 28ης Απριλίου, για την οποία ο Σάντσεθ πρέπει να διαλύσει τη Βουλή το αργότερο στις 5 Μαρτίου. Αυτό θα σημαίνει πως η προεκλογική εκστρατεία θα πέσει μέσα στο Πάσχα.
Για το λόγο τούτον, απίθανη μοιάζει η επιλογή να συμπέσουν οι εκλογές με την Ανάσταση, στις 21 Απριλίου, οπότε η ημερομηνία για τη διάλυση της Βουλής θα ήταν η 26η Φεβρουαρίου.
Μια άλλη ημερομηνία θα μπορούσε να είναι και η 14η Απριλίου, για την οποία η αντίστοιχη προκήρυξη πρέπει να γίνει στις 19 Φεβρουαρίου.
Υπάρχει δε το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να επιλέξει τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών στην επιλεγόμενη «Σούπερ Κυριακή» (Superdomingo) της 26ης Μαΐου, για να συμπέσουν με τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών και των εκλογών για την ανάδειξη των περιφερειακών και δημοτικών ηγεσιών σε 13 αυτόνομες περιφέρειες.
Σε κάθε περίπτωση, η Ισπανία άλλη μια φορά βρίσκεται ενώπιον ενός πολιτικού γρίφου, που η λύση του μπορεί να αρχίσει να διαφαίνεται μόνο μετά το τελικό αποτέλεσμα των νέων εκλογών.