Είναι εντυπωσιακή η ικανότητα των κομμάτων να κάνουν παιχνίδι πολιτικό και κομματικό, για πράγματα για τα οποία οι πραγματικές τους προθέσεις είναι διαφορετικές.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει με την υπόθεση του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Όπως είναι γνωστό η επόμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είναι για το 2020, λίγο μετά την εκλογή της επόμενης κυβέρνησης, είτε μιλάμε για εκλογές τον Μάιο είτε τον Οκτώβριο.
Ως γνωστόν η εκλογή προέδρου απαιτεί συναίνεση ευρύτερη της όποιας κυβέρνησης, διαφορετικά πάμε για προσφυγή στις κάλπες (αυτό μπορεί να αλλάξει με τη συνταγματική αναθεώρηση, εάν ευοδωθεί, αλλά λογικά η επόμενη εκλογή ΠτΔ θα γίνει με το ισχύον σύστημα).
Το τι θα πράξουν τα κόμματα έχει να κάνει με το εάν θέλουν ή όχι προσφυγή στις κάλπες και δευτερευόντως με το πρόσωπο του Προέδρου.
Η κοινή λογική λέει ότι εάν στις εκλογές που έρχονται το πρώτο κόμμα έχει καθαρή διαφορά από το δεύτερο, τότε το δεύτερο δεν έχει πολλούς λόγους να προκαλέσει εκλογές, γιατί γνωρίζει ότι θα τις χάσει. Αυτό για παράδειγμα έκανε η ΝΔ και συναίνεσε στην επανεκλογή Παπούλια το 2010, με τον ίδιο τρόπο που είχε βγει συναινετικά ο Παπούλιας και το 2005.
Αντίθετα, εάν οι εκλογές είναι οριακές και το δεύτερο κόμμα πιστεύει ότι μπορεί να τα πάει καλύτερα σε νέες εκλογές, τότε έχει λόγο να προκαλέσει εκλογές με την ελπίδα ότι θα ανεβάσει τα ποσοστά του. Το ίδιο γίνεται όταν ένα κόμμα θέλει εκλογές: για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ το 2014 ήταν σε ανοδική τροχιά, ήταν ήδη πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές και ουσιαστικά περίμενε την προεδρική εκλογή για να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές.
Από εκεί και πέρα, είναι γεγονός ότι οι πρόεδροι επιλέγονται είτε για το συμβολισμό που θα δώσουν (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η επιλογή Σαρτζετάκη από το ΠΑΣΟΚ) είτε με το κριτήριο του να αποσπάσουν κάποια συναίνεση από τους άλλους.
Με αυτή την έννοια είναι προφανές ότι στη Βουλή βλέπουμε ένα κακοστημένο παιχνίδι που αφορά απλώς και μόνο το ότι είμαστε σε προεκλογική περίοδο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που βασικό σενάριο έχει τη «δεξιά παρένθεση», δηλαδή να χάσει τις εκλογές με μικρή διαφορά και μετά μια αδύναμη κυβέρνηση Μητσοτάκη να «τα βρει μπαστούνια», ώστε να επανακάμψει στην εξουσία, δηλώνει υπέρμαχος από τώρα της επανεκλογής Παυλόπουλου, δηλαδή της μη πρόκλησης εκλογών.
Η ΝΔ, που εάν είναι κυβέρνηση με σαφείς όρους θα επιθυμεί να παρατείνει την παραμονή της στην εξουσία, αντί να οδηγηθεί σε νέα κάλπη, επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί, για να μη φανεί ότι ακολουθεί τις επιλογές της κυβέρνησης, αλλά και γιατί θέλει, εάν έχει καθαρή πλειοψηφία, ναμπορεί να ορίσει και κάποιο διαφορετικό πρόσωπο από τον Παυλόπουλο.
Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ διατυπώνει δημόσια το υποτιθέμενο σχέδιο της ΝΔ, απλώς και μόνο για να εξασφαλίσει ότι σε περίπτωση που υπάρχουν όροι δεν θα υπάρχει θετικό κλίμα για κοινή πρόταση ΝΔ και ΚΙΝΑΛ.
Στην πραγματικότητα ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει ότι θέλει να στηρίξει μέχρι τώρα τον Παυλόπουλο, ούτε η ΝΔ έχει καταλήξει εάν θέλει να κοντράρει μια τέτοια επιλογή.
Θα το κρίνουν, όταν έρθει ή ώρα, με βάση τα κουκιά και τον πολιτικό σχεδιασμό τους.
Ούτως ή άλλως, το πολιτικό μας σύστημα είναι βαθιά πρωθυπουργοκεντρικό και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει κατά βάση συμβολικό ρόλο.
Απλώς, τα κόμματα παίζουν τους ρόλους που επιβάλλει το πολιτικό παιχνίδι: να κάνουν ότι «πιέζουν» το ένα το άλλο, να λένε «πάρτε θέση», να εγκαλούν γιατί «δεν τοποθετείστε» και όλα τα άλλα απαραίτητα στοιχεία του κοινοβουλευτικού φολκλόρ.
Και κατά τ’ άλλα, «στην υγεία των κορόιδων» (δηλαδή των ψηφοφόρων).