Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα βρίσκεται η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδος, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα το 2019, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα, η Ελλάδα παραμένει βασικός εισαγωγέας ενέργειας, σε ποσοστό 73.6% όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι 53.6%. Η χώρα μας έχει την έβδομη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση στην ΕΕ, και την τρίτη υψηλότερη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μετά την Κύπρο και την Τουρκία.
Η έκθεση του ΙΕΝΕ επισημαίνει την ανάγκη για σταδιακή μείωση της ενεργειακής εξάρτησης έως το 2030 ώστε να προσεγγίσει η χώρα μας τον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό, όπως επεσήμαναν ο αντιπρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του ΙΕΝΕ κ. Κωστής Σταμπολής και ο διευθυντή μελετών του Ινστιτούτου κ. Δημήτρης Μεζαρτάσογλου μπορεί να επιτευχθεί μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας, της μείωση του όγκου των εισαγόμενων καυσίμων καθώς κα ιμε την παράλληλη αύξηση της εγχώριας παραγωγής.
Στην έκθεση του ΙΕΝΕ γίνεται λόγος επίσης για την αναγκαιότητα σε συνεχείς επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, τόσο σε υποδομές όσο και για την ανάπτυξη των αγορών. Όπως εκτιμούν οι ειδικοί του Ινστιτούτου, το επενδυτικό δυναμικό της χώρας για τον ενεργειακό τομέα είναι ιδιαίτερα υψηλό, συγκριτικά με άλλους τομείς της οικονομίας και φθάνει τα 45.5 δισ. ευρώ έως το 2027 υπό την προϋπόθεση διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης και όχι ύφεσης την επόμενη δεκαετία, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 1,5%.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των επενδύσεων (11 δισ. ευρώ) αναμένονται στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων (ιδιωτικά και δημόσια εμπορικά κτίρια), 8,2 δισ. ευρώ σε αιολικά πάρκα, 5,5 δισ. ευρώ σε φωτοβολταϊκά, 5,5 δισ. ευρώ επίσης στην επέκταση του υπάρχοντος δικτύου και στις διασυνδέσεις των νησιών, 5 δισ. ευρώ στις έρευνες και στην παραγωγή υδρογονανθράκων, 3 δισ. ευρώ σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής (φυσικού αερίου, λιγνιτικές και μεγάλα υδροηλεκτρικά) κλπ.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΕΝΕ, το επόμενο έτος, με την έναρξη λειτουργίας του διαδριατικού αγωγού φυτικού αερίου ΤΑΡ θα διακινούνται μέσω της χώρας μας 13 με 14 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως, ενώ το 2030 με την προσθήκη και των νέων αγωγών που σχεδιάζονται, αλλά και των τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου, ο όγκος μπορεί να φτάσει τα 30 δισ. κυβικά μέτρα αερίου, ο οποίος θα αντιστοιχεί τότε στο 6% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του ΙΕΝΕ κ. Παντελής Κάπρος επεσήμανε ότι η επίτευξη των στόχων για την εξοικονόμηση ενέργειας για το 2020 οφείλεται κυρίως στην οικονομική κρίση. Σχετικά με τη ΔΕΗ, τόνισε ότι απαιτείται άμεσα η μετατροπή της σε θυγατρική της ΔΕΗ Ανανεώσιμες. Όπως είπε χαρακτηριστικά, η αναδιάρθρωση της εταιρείας είναι αναγκαία, διαφορετικά θα γίνει βίαια από την αγορά.
Η πολυσέλιδη έκθεση του ΙΕΝΕ, παρουσιάζει τον απολογισμό των ενεργειακών εξελίξεων της τελευταίας δεκαετίας, στην Ελλάδα, αλλά και τα όσα συνέβησαν, το 2018, στον τομέα της ενέργειας στη χώρα μας, τόσο σε επίπεδο θεσμικών αλλαγών, όσο και στην υλοποίηση έργων, οικοδομώντας αισιόδοξες προοπτικές για το 2019.