«Είδαμε με τον πιο επίσημο τρόπο να γίνεται μία προσπάθεια να υποβαθμιστεί αυτό το κατάπτυστο, πρωτοφανές γεγονός σε συνήθη πρακτική», δήλωσε η υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κατερίνα Παπακώστα στον ρ/σ του ΑΜΠΕ σχετικά με την πρόθεσή της να καταθέσει αγωγή εναντίον του προέδρου της ΝΔ, λόγω της στοχοποίησης που καταγγέλλει ότι υπέστη μέσα από το κόμμα με αφορμή τη στάση της έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών.
«Ξεκίνησε μία προσπάθεια στοχοποίησης των βουλευτών (σ.σ. που στήριξαν τη Συμφωνία των Πρεσπών) και προσωπικά εμού κι αυτό το διαπίστωσα, όταν δημοσιοποιήθηκαν τα τηλέφωνά μας, βγήκαν στο ίντερνετ, ήταν μια πράξη που πρώτη φορά συνέβη […] Ήμουν μακράν ο πρώτος στόχος. Με ονοματεπώνυμο ήταν οι απειλές, όχι μόνο για την πολιτική απαξίωση όσων από εμάς αποφασίσαμε να συμβουλευτούμε τη συνείδησή μας και να ψηφίσουμε σύμφωνα με αυτή, αλλά με οργανωμένο τρόπο, με κομματική πυραμίδα και ιεραρχία οι άνθρωποι, οι οποίοι εκτόξευαν τις απειλές αυτές, διαπιστώσαμε ότι ήταν μέσα από την κομματική οργάνωση της ΝΔ -ήταν κι άλλοι βέβαια εκτός αυτής- αλλά αναφέρομαι σε μία κομματική δομή», εξήγησε η κ. Παπακώστα.
Σχετικά με τις ευθύνες που καταλογίζει στον πρόεδρο της ΝΔ και τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να καταθέσει αγωγή εναντίον του διευκρίνισε: «Δεν βρήκε μία κουβέντα ο πρόεδρος του κόμματος, που είναι η κεφαλή και οφείλει πάντοτε σε τέτοια ζητήματα κάθε κεφαλή να αναλαμβάνει την ευθύνη, να αποκαθιστά τα πράγματα και να μην επιτρέπει να συμβαίνουν αυτά. Αντί αυτού συνεχίστηκε όλη αυτή η προσπάθεια. Εγώ θεωρώ ότι αυτό ήταν ενορχηστρωμένο, το πιστεύω απολύτως με βάση τη δομή που είδα να υπάρχει και γι’ αυτό το πράγμα οφείλω, για την τιμή του πολιτικού κόσμου είπα «1 ευρώ για κάθε πράξη θα είναι αυτή η αγωγή». Συμβολικό είναι το ποσό, δεν με ενδιαφέρει το ποσό, αλλά κάποτε πρέπει ο πολιτικός κόσμος να περιφρουρήσει την τιμή του».
«Όσο με αφορά», συνέχισε η υφυπουργός, «νομίζω ότι όλη αυτή η στοχοποίηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι επιθυμείται η πολιτική μου εξόντωση, η πολιτική μου στοχοποίηση, αλλά και η έκθεσή μου απέναντι σε ανθρώπους, οι οποίοι ενδεχομένως άλλοι να είναι αφελείς, άλλοι να επηρεαστούν, ή να επηρεάστηκαν από τέτοιου είδους παροτρύνσεις που θα μπορούσαν να μετέλθουν κι άλλους τρόπους για να τιμωρήσουν κατά την άποψή τους μία βουλευτή, η οποία έχει συγκεκριμένη άποψη και στοχοποιήθηκε». Όμως «αυτό αποτελεί και εκτροπή και υποβιβασμό, υποβάθμιση της πολιτικής ζωής αλλά και ανοίγει κι άλλους δρόμους: ξεπλένει, νομιμοποιεί ακραίους και ακραίες καταστάσεις». Και «δεν περίμενα ποτέ ότι αυτό θα συνέβαινε εν ονόματι της όποιας επιδίωξης -κομματικής, προσωπικής- από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την ηγετική της ομάδα και από τον πρόεδρό της».
Με αφορμή, εξάλλου, την αντιπαράθεση που είχε στη Βουλή, στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με τον αντιπρόεδρο της ΝΔ Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος της υπενθύμισε ότι ως βουλευτής της ΝΔ είχε υπερψηφίσει κι εκείνη το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών, η κ. Παπακώστα ανέφερε: «Η ΝΔ το είχε ψηφίσει στο σύνολό της, με όλη την κοινοβουλευτική της ομάδα τότε. Ο συγκεκριμένος αντιπρόεδρος δεν ήταν βουλευτής καν, δεν ανήκε στη ΝΔ, άρα λοιπόν έπρεπε να ρωτήσει τη ΝΔ κατά βάση για ποιον λόγο είχε αποφασίσει να συμβεί αυτό τότε […] Είναι εκτεθειμένος πολλαπλώς διότι επέλεξε από όλο το πλαίσιο των αναθεωρητέων διατάξεων να διαλέξει εκείνο που τον ενοχλούσε περισσότερο, δηλαδή να μην αλλάξει ένα άρθρο το οποίο όλοι αναγνωρίζουμε ότι πλέον έχει μετατραπεί σε εργαλείο, για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός απόκρυψης και προστασίας φαύλων και αδιαφανών καταστάσεων, αντί να είναι μοχλός μη ευνοϊκής μεταχείρισης των πολιτικών προσώπων».
Σε ό,τι αφορά την πρόταση που κατέθεσε το κόμμα της στην κυβέρνηση για τη διαπραγμάτευση με τις τράπεζες για τα «κόκκινα» δάνεια, η κ. Παπακώστα εξήγησε: «Χθες η “Νέα Ελληνική Ορμή”, το κόμμα ου έχουμε ιδρύσει και είμαι πρόεδρός του από τον Ιούλιο του 2018 έβγαλε στη δημοσιότητα την πρόταση και την παρότρυνση προς την κυβέρνηση -με την οποία συμμαχούμε στο πλαίσιο της εθνικής συνεννόησης και των προγραμματικών συγκλίσεων που πρέπει να έχουμε πια- βγάλαμε, λοιπόν, την πρόταση ότι πρέπει με γενναίο τρόπο να γίνει ένα είδος σεισάχθειας για τα ζητήματα αυτά». «Θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρχει η προστασία της πρώτης κατοικίας οπωσδήποτε χωρίς αστερίσκους και θεωρώ επίσης ότι θα πρέπει να ξαναδούμε το θέμα «κόκκινα» δάνεια, κάτω από την πραγματική του πια εικόνα και σύμφωνα με τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί τόσα χρόνια έτσι ώστε να επιλυθεί με έναν τρόπο βιώσιμο, δίκαιο και προς όφελος εκείνων οι οποίοι πραγματικά είναι συνεπείς ή προσπαθούν να είναι συνεπείς […] Οι τράπεζες οφείλουν, διότι έχουν κατηγοριοποιημένα δάνεια, στην κατηγοριοποίηση που έχουν κάνει να προσκομίσουν και τα στοιχεία τους, δηλαδή τι έκαναν για κάθε κατηγορία δανείου. Να τα δείξουν στην κυβέρνηση με την οποία συζητούν […] αν κάπου παρέλειψαν να κάνουν ό,τι έπρεπε και άφησαν να «κοκκινίσουν» δάνεια».