Η ολοκλήρωση του τελευταίου σκέλους της συμφωνίας των Πρεσπών, με την ψήφιση από την ελληνική Βουλή του πρωτοκόλλου ένταξης της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ, κλείνει το συγκεκριμένο κεφάλαιο και δρομολογεί εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο.
Είναι προφανές ότι ο πολιτικός κύκλος της κυβέρνησης Τσίπρα, τουλάχιστον με τον τρόπο που ορίστηκε το 2015 ως συμμαχία ανάμεσα σε δύο κόμματα που είχαν υπάρξει τμήμα της αντιφατικής κοινωνικής δυναμικής που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «αντιμνημονιακό κίνημα», έκλεισε.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μετά το τυπικό τουλάχιστον τέλος των μνημονίων ήταν αναμενόμενο να αναιρεθεί και η ανάγκη για μια αντιμνημονιακή κυβερνητική σύμπραξη, έστω και στην παράδοξη μορφή μιας αντιμνημονιακής συμμαχίας που ψήφισε και εφάρμοσε μνημόνιο.
Ταυτόχρονα, πλέον έχει φτάσει και σε ένα οριακό σημείο και η ίδια η δυνατότητα της κυβέρνησης να λειτουργήσει και να κυβερνήσει, ανεξαρτήτως του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι διαθέτει τη δεδηλωμένη.
Η εικόνα μιας Βουλής όπου σε κάθε διαδικασία ή νομοσχέδιο θα μπαίνουν διαδικαστικά ζητήματα και θα επανέρχεται η διερώτηση ως προς τη δεδηλωμένη, έστω και από κεκτημένη αντιπολιτευτική ταχύτητα, από ένα σημείο θα αρχίσει να γίνεται φθορά και για την κυβέρνηση.
Γιατί, όπως και να δει κανείς, η εικόνα ενός πρωθυπουργού που «τολμά» και λύνει τα προβλήματα που οι άλλοι δεν άγγιζαν, δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με τη λογική της «κουρελούς» ως προς τη διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Δοκιμάζοντας τα όρια της κοινοβουλευτικής αρχής
Είναι σαν το ελληνικό πολιτικό σύστημα να θέλει να δοκιμάσει τα όρια και του θεσμικού πλαισίου και των παραδόσεων που ορίζουν τον κοινοβουλευτισμό στη χώρα μας.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μέσα στις τελευταίες εβδομάδες είδαμε ένα κυβερνητικό συνασπισμό να διαλύεται, αλλά την κυβέρνηση να βρίσκει πλειοψηφία σε επίπεδο ολομέλειας της Βουλής, όμως με βουλευτές που είναι συμπολίτευση στο γενικό άθροισμα αλλά αντιπολίτευση ως προς την κοινοβουλευτική ομάδα.
Είδαμε ακόμη τον τέως κυβερνητικό εταίρο να ζητά να διατηρήσει τα προνόμια του πολιτικού αρχηγού ακόμη και την ώρα που εμφανώς διαλυόταν η κοινοβουλευτική του ομάδα, τον Πρόεδρο της Βουλής να ζητά γνωμοδοτήσεις για το εάν μπορούν οι κοινοβουλευτικές ομάδες να διατηρούνται ακόμη και εάν έχουν μείνει κάτω από τα όρια του Κανονισμού της Βουλής και τελικά να ακολουθεί την αυτονόητη απάντηση ότι προφανώς δεν μπορούν.
Είδαμε έναν Καμμένο… Κ(λ)αμμένο, με στυλ Νίκου Ξανθόπουλου να χτυπιέται από το βήμα της Βουλής για την άδική του μοίρα και για το γεγονός ότι τώρα κατάλαβε ότι ο Τσίπρας είναι ψυχρός εκτελεστής που τον πέταξε στα σκουπίδια.
Ζήσαμε ακόμη ένα χωρίς προηγούμενο θρίλερ σε σχέση με την παραίτηση αρχικά και τη διαγραφή αργότερα του Θανάση Παπαχριστόπουλου, καθώς αυτή επηρέαζε το εάν θα μιλούσε ως αρχηγός ο Πάνος Καμμένος. Και ζήσαμε μια κατάσταση όπου η χώρα να στηρίζεται σε πολιτικά ρετάλια που σε άλλες εποχές δεν θα περνούσαν ούτε έξω από τη Βουλή.
Είδαμε για άλλη μια φορά μια πολιτική σκιαμαχία όπου ο πρωθυπουργός με τη γνωστή οίηση του «ξερόλα» που όλα τα κάνει για το εθνικό συμφέρον και ποτέ δεν κάνει λάθη. Και είδαμε ότι επί της ουσίας απαντήσεις δεν έχουν δοθεί, οι γκρίζες ζώνες της συμφωνίας είναι εδώ και ο διχασμός που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας θα καραδοκεί σε κάθε μας βήμα.
Βλέπουμε να προεξαγγέλλεται ότι λόγω των οριακών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών ουσιαστικά θα πάμε στην πρακτική των ονομαστικών ψηφοφοριών σχεδόν για το παραμικρό.
Στο μεταξύ ζήσαμε πρωτόγνωρες κοινοβουλευτικές πρακτικές όπως επιστολές βουλευτών που παρότι ανεξάρτητοι ή ενταγμένοι σε κοινοβουλευτική ομάδα της αντιπολίτευσης δηλώνουν ότι εκπροσωπούνται από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της συμπολίτευσης.
Τα νομοσχέδια που θέλει να περάσει η κυβέρνηση
Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση έχει καταφέρει να ολοκληρώσει τα μεγαλύτερο μέρος του έργου που είχε θέσει ως στόχο. Πέτυχε την τυπική έξοδο από τα μνημόνια, έστω και με το κόστος μιας μακράς ματαμνημονιακής επιτήρησης και εξοντωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων, εξασφάλισε τη μη περικοπή των συντάξεων, κατάφερε να μοιράσει άλλο ένα κοινωνικό μέρισμα, πέρασε τη Συμφωνία των Πρεσπών, αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 11% και κατήργησε τον υποκατώτατο μισθό, ψήφισε το νέο πλαίσιο για τους διορισμούς στην εκπαίδευση.
Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι θέλει να περάσει μερικά νομοσχέδια ακόμη, ιδίως αυτά που θεωρεί ότι θα της δώσουν ένα φιλολαϊκό προφίλ. Αυτά περιλαμβάνουν το νέο πλαίσιο για την «προστασία πρώτης κατοικίας», που φαίνεται ότι θα προτιμήσει να μην ακολουθήσει τις υποδείξεις των θεσμών για μεγάλη μείωση του ορίου προστασίας, το στεγαστικό επίδομα και τη θέσπιση ξανά πολλών δόσεων για τις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές.
Παράλληλα, θα ήθελε να ολοκληρώσει και τη συζήτηση στην ολομέλεια για τη συνταγματική αναθεώρηση, εκτός των άλλων και για να μη μείνει μετέωρη μια διαδικασία, που ορίζει και ένα πλαίσιο συζήτησης και για την επόμενη Βουλή.
Τα νομοσχέδια που… μπορούν να περιμένουν
Όλα δείχνουν ότι την ίδια ώρα η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να προχωρήσει ορισμένα νομοσχέδια που εκτιμά ότι θα έχουν δυσκολία και κόστος και θα προτιμούσε να είναι μια «καυτή πατάτα» για την επόμενη κυβέρνηση.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τελική λύση για τα «κόκκινα δάνεια». Ο τρόπος που μίλησε στη Βουλή για αυτό το θέμα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκης που ουσιαστικά είπε ότι πρέπει να σταθμιστούν τα υπέρ, τα κατά και το κόστος των δύο βασικών σχεδίων που είναι αυτή τη στιγμή στο Τραπέζι, αυτό της Τράπεζας της Ελλάδος και αυτό του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, παραπέμπει σε μια κυβέρνηση που δεν βιάζεται να νομοθετήσει, προτιμώντας, να μεταφέρει την ευθύνη στους επόμενους.
Εκλογές στον ορίζοντα
Όλα αυτά παραπέμπουν σε έναν κυβερνητικό προγραμματισμό που δεν υπερβαίνει τις ευρωπαϊκές εκλογές. Ακόμη και άλλες παράμετροι, που με έναν τρόπο θα επηρεάσουν τις εξελίξεις, όπως οι διώξεις εναντίον πολιτικών προσώπων για την υπόθεση Novartis, αφορούν έναν σχετικά βραχύ χρόνο.
Άλλωστε, εξαρχής είχε διατυπωθεί το ερώτημα για ποιο λόγο η κυβέρνηση να θέλει να πάει σε εθνικές εκλογές έχοντας το βάρος μιας διαφαινόμενης δεύτερης θέσης στις ευρωεκλογές που αντικειμενικά θα διαμορφώνει παράσταση νίκης υπέρ της ΝΔ.
Επιπλέον, υπάρχει πάντα η σκέψη ότι η σύμπτωση των αυτοδιοικητικών εκλογών, των ευρωεκλογών και των εθνικών θα επιτρέψει η ψήφος διαμαρτυρίας απέναντι στην κυβέρνηση να διοχετευτεί στις αυτοδιοικητικές και τις ευρωεκλογές και άρα να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά τα εκβιαστικά δίπολα στις εθνικές εκλογές.
Σε αυτό το πλαίσιο, για ένα πολιτικό επιτελείο όπως αυτό του ΣΥΡΙΖΑ που είναι πάντα πολύ προσεκτικό σε ζητήματα εικόνας, είναι προφανές ότι τρέχουσα παρωδία κοινοβουλευτικής διαδικασίας μάλλον θα αποτελέσει επιχείρημα υπέρ της επίσπευσης των εκλογών.