Χαρακτηρίστηκε ως μια ιστορική επίσκεψη και χωρίς αμφιβολία ήταν, η πρώτη στα χρονικά προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Αραβική Χερσόνησο: εκεί δηλαδή όπου γεννήθηκε το Ισλάμ και συγκεκριμένα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία φιλοδοξούν να κάνουν ένα άνοιγμα προς την ανεκτικότητα και την ποικιλομορφία.

Στις συνολικά 40 όλες κι όλες ώρες που παρέμεινε στο Αμπου Ντάμπι, ο Ποντίφικας ξεναγήθηκε στο Μεγάλο Τέμενος, συνομίλησε με θρησκευτικούς ηγέτες, χοροστάτησε σε υπαίθρια θεία λειτουργία παρουσία 135.000 καθολικών πιστών (πρωτοφανές για τη μουσουλμανική χώρα) και έδωσε μια ομιλία ενώπιον θρησκευτικών ηγετών και κρατικών αξιωματούχων.

Ο Ποντίφικας έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον πόλεμο της Υεμένης, όπου τα Εμιράτα συμμετέχουν ενεργά ως χώρα-σύμμαχος της Σαουδικής Αραβίας. Μολονότι αποφεύγει να ασκεί κριτική στις χώρες που τον φιλοξενούν και δεν θίγει ζητήματα τα οποία δυσαρεστούν τους οικοδεσπότες του, αυτή τη φορά «πέρασε οριακά τις κόκκινες γραμμές», με αφετηρία την αναφορά του στη σύρραξη που μαίνεται εδώ και χρόνια στην πιο φτωχή χώρα της χερσονήσου, Υεμένη.

«Η ανθρώπινη αδελφοσύνη απαιτεί από εμάς, τους εκπροσώπους των θρησκειών του κόσμου, να απορρίπτουμε κάθε απόχρωση της λέξης «πόλεμος», καθώς οι μοιραίες συνέπειές του βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην Υεμένη αλλά και στη Συρία, στο Ιράκ και στη Λιβύη».

Μεγάλο μέρος της ομιλίας του ήταν αφιερωμένο στον σεβασμό της διαφορετικότητας και στα ανθρώπινα δικαιώματα: «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Είτε θα οικοδομήσουμε το μέλλον μαζί είτε δεν θα υπάρξει μέλλον» δήλωσε χαρακτηριστικά, ενώ έκανε έκκληση να υπάρξουν περισσότερες ευκαιρίες οι άνθρωποι να γνωρίσουν τις άλλες θρησκείες και τους λαούς και να μάθουν καταδικάζουν το μίσος, τις προκαταλήψεις και τις ψεύτικες ειδήσεις που δηλητηριάζουν τη ζωή τους. «Σε αυτό το κομμάτι», τόνισε, «οι θρησκευτικοί ταγοί πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο».

Στη συνέχεια, μαζί με τον σεΐχη Αχμάντ αλ Ταγέμπ, Μεγάλο Ιμάμη του Αλ Αζχάρ, υπέγραψε κείμενο αδελφοσύνης, ένα είδος μανιφέστου ειρήνης μεταξύ των δύο θρησκειών, ώστε να μπει τέλος στην υποκίνηση του μίσους, της βίας, του εξτρεμισμού και του τυφλού φανατισμού, αλλά και να σταματήσουν οι δολοφονίες, οι πράξεις βίας, τρομοκράτησης και καταπίεσης στο όνομα του Θεού.

Η εν λόγω διακήρυξη αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «ο πλουραλισμός και η διαφορετικότητα των θρησκειών αποτελεί επιθυμία του Θεού και για τον λόγο αυτόν ο εξαναγκασμός σε ασπασμό μιας συγκεκριμένης θρησκείας ή κουλτούρας θα πρέπει να πάψει να υφίσταται». Επιπλέον, οι δύο θρησκευτικοί ηγέτες συμφώνησαν στο γεγονός ότι οι επιθέσεις ή κάθε επιχείρηση απειλής με βία ή καταστροφή σε τόπους λατρείας αποτελούν απόκλιση από τις θρησκευτικές διδαχές τόσο του Ισλάμ όσο και του Χριστιανισμού.

Ο πρεσβευτής της χώρας στην Ουάσιγκτον Γιούσεφ αλ Οτάιμπα με άρθρο του στο περιοδικό «Politico» υποστηρίζει ότι η επίσκεψη του Ποντίφικα στα Εμιράτα θα στείλει μήνυμα συνύπαρξης και σεβασμού μπροστά στην «απειλή του εξτρεμισμού» στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα μιλούν για απόλυτη υποκρισία, για επίφαση μεταρρύθμισης και αποτυχία να επιτευχθεί πραγματική αλλαγή.

Οπως αναφέρει η Σάρα Λία Γουίτσον, εκτελεστική διευθύντρια της Human’s Rights Watch στη Μέση Ανατολή, η παπική επίσκεψη χρησιμοποιείται από το καθεστώς της αραβικής χώρας προκειμένου να αποκρύψει την ηθική σήψη που πλήττει τις χώρες του Κόλπου εδώ και δεκαετίες, όπου οι μη μουσουλμάνοι αντιμετωπίζονται επί το πλείστον ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και εκατομμύρια χριστιανοί μετανάστες υφίστανται διώξεις.

Συγκεκριμένα, με επιστολή της στον ίδιο τον Πάπα, η Γουίτσον παραθέτει πλείστα παραδείγματα περιπτώσεων όπου άνθρωποι στα Εμιράτα εξακολουθούν να στερούνται βασικών ελευθεριών, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης και λατρείας. Υποστηρίζει ότι ακτιβιστές και ειρηνικοί αντιφρονούντες διώκονται, φυλακίζονται και βασανίζονται κατά συρροήν από τα αυταρχικά καθεστώτα της χερσονήσου, ενώ κάνει ιδιαίτερη μνεία στο διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που συντελείται εδώ και χρόνια στην Υεμένη.