Η επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία, η πρώτη μετά από 11 χρόνια, δεν φαίνεται να έχει άμεσα και απτά αποτελέσματα, ως προς τα προβλήματα που ταλανίζουν εδώ και χρόνια τις σχέσεις των δύο χωρών. Πέρα από τις δημόσιες φιλοφρονήσεις από τις δηλώσεις των δύο ηγετών ήταν σαφές ότι δεν γεφυρώθηκαν οι διαφορές στα θέματα αιχμής.
Μπορεί να μην είχαμε τις δημόσιες διαφωνίες που παρουσιάστηκαν κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 2017. Όμως ήταν εμφανής η επιμονή του τούρκου ηγέτη στο θέμα των 8 στρατιωτικών, καθώς δεν δίστασε να προχωρήσει στην επικήρυξη τους την ημέρα που ο έλληνας πρωθυπουργός έφτανε στην Άγκυρα. Εξίσου σαφής ήταν και η αναφορά του στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ενώ στο πολυσυζητημένο θέμα της θεολογικής σχολής της Χάλκης δεν φαίνεται να υπήρξε η παραμικρή πρόοδος, καθώς συνδέθηκε με το γνωστό θέμα των μουφτήδων.
Είναι εμφανές ότι αυτή την ώρα, όπως επεσήμανε και ο κ. Τσίπρας, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για σημαντικά βήματα βελτίωσης στις σχέσεις των δύο χωρών. Είναι ενδεικτικό ότι ο έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε ότι ο διάλογος αποσκοπεί στο να μπουν τα θεμέλια για μια πιο συστηματική επαφή, καθώς δεν μπορεί να «χτιστεί τώρα κάτι παραπάνω».
Μένει να φανεί αν πράγματι θα επιτευχθεί μια μείωση της έντασης στο Αιγαίο, ώστε να προχωρήσουν στο μέλλον και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, που έχουν αδρανοποιηθεί εδώ και αρκετό καιρό. Μέτρα που και στο παρελθόν είχαν συμφωνηθεί και είχαν μειώσει την ένταση για κάποιο διάστημα, αλλά έπαψαν να ισχύουν μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία και την παντοκρατορία Ερντογάν.
Με την Ελλάδα αλλά και την Τουρκία σε προεκλογική περίοδο, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξουν καθοριστικές αποφάσεις για βελτίωση του κλίματος. Είναι επίσης σαφές ότι οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, δεν διευκολύνουν αυτή την ώρα τουλάχιστον ,σημαντικές διμερείς παρεμβάσεις.
Ουσιαστικά η επίσκεψη μπορεί αυτή τη φορά να μην είχε δραματικές προεκτάσεις,αλλά πέραν των φιλοφρονήσεων και της εκτίμησης για αναγκαιότητα συνέχισης του διαλόγου, δεν οδήγησε ένα βήμα μπροστά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.