Το «πράσινο φως» στην απαλλοτρίωση των ακινήτων επί των οδών Αρδηττού, Θωμοπούλου, Κούτουλα και Κεφάλου στο Μετς, όπου στην αρχαιότητα βρισκόταν ο ναός της Αρτέμιδος Αγροτέρας, έδωσαν ομόφωνα τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ).
Στη γνωμοδότησή του περιλήφθηκαν επίσης οι όροι να πραγματοποιηθεί μικρή ανασκαφική έρευνα για επιπλέον στοιχεία (με βάση και τα νέα δεδομένα), να προχωρήσουν ταχύτατα οι διαδικασίες ανάδειξης των αρχαιοτήτων και να μελετηθεί η δυνατότητα σύνδεσης του χώρου με το Ολυμπιείο και τα παριλίσσια ιερά. Κάτι, που, όπως ειπώθηκε στη συνεδρίαση, μπορεί εύκολα να συμβεί με μια απλή πεζογέφυρα που θα περνά πάνω από την οδό Αρδηττού.
Από το 1964, το θέμα έχει απασχολήσει αλλεπάλληλες συνεδριάσεις του ΚΑΣ, το οποίο έχει γνωμοδοτήσει πολλές φορές υπέρ της απαλλοτρίωσης, χωρίς ωστόσο η διαδικασία αυτή να έχει ως σήμερα τελεσφορήσει. Βασικός λόγος γι’ αυτό είναι το μεγάλο κόστος του ακινήτου, εμβαδού 1.390,70 τ.μ., που σήμερα φτάνει τα 2.200.000 ευρώ. Ευκαιρίες ώστε το κόστος της απαλλοτρίωσης να καλυφθεί, είτε από κοινοτικά πλαίσια είτε από το πρόγραμμα της ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων, χάθηκαν πριν από χρόνια.
«Το θέμα είναι από τις πιο μακροχρόνιες υποθέσεις στο ΚΑΣ κι αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι πρόκειται για τμήμα των παριλίσσιων ιερών, ενός πολύ σημαντικού χώρου για την ιστορία των Αθηνών, σε εξαιρετική θέση, που κατοπτεύει όλο τον αρχαιολογικό χώρο γύρω από το Ολυμπιείο, αλλά ταυτόχρονα και για ένα πολύ ταλαιπωρημένο χώρο από την οικοδόμηση στα νεότερα χρόνια», δήλωσε η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, στην αρχή της συνεδρίασης, που πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες μετά την αυτοψία της ολομέλειας των μελών του ΚΑΣ στην περιοχή.
Υπέρ της απαλλοτρίωσης ήταν η εισήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η διευθύντρια της οποίας αναφέρθηκε στη «δυναμική και εμπεριστατωμένη προσπάθεια εξεύρεσης λύσης» από μεριάς Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, η οποία πρότεινε την υπό όρους δόμηση με παράλληλη ανάδειξη των αρχαιοτήτων, δεδομένου της υψηλής αντικειμενικής αξία του ακινήτου, καθώς και της γενικότερης συγκυρίας. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό γιατί η ιδιοκτησία δεν είναι ενιαία -υπάρχουν έξι ακίνητα- και τα κατάλοιπα δεν είναι συγκεντρωμένα σε έναν χώρο.
Όπως τονίστηκε, η δόμηση με όρους δεν θα συνέβαλε στην ανάδειξη και προστασία των αρχαίων καταλοίπων, τα οποία είναι απλωμένα στο χώρο και αποτελούν ένα σύνολο, καθώς η πρόσβαση σε αυτά θα ήταν προβληματική. Εξάλλου, όπως τονίστηκε, η οπτική επαφή από το χώρο και η σύνδεση που υπάρχει από κάτω με το παραλίσσιο τοπίο είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Στη συνεδρίαση παραβρέθηκαν, επίσης, ιδιοκτήτες του οικοπέδου που ζήτησαν «ξεκάθαρη λύση σε εύλογο χρονικό διάστημα», δηλαδή, είτε με τη λύση της απαλλοτρίωσης είτε με τους περιορισμούς ανάδειξης των ευρημάτων και κατόπιν διαβεβαίωσης ότι υπάρχουν οι σχετικές πιστώσεις. Σε απάντησή τους, η γ.γ. ανέφερε ότι σήμερα η διαδικασία της απαλλοτρίωσης προστατεύει αυτούς που έχουν μια πρώτη γνωμοδότηση από το ΚΑΣ.
Στη συνεδρίαση παραβρέθηκαν, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων που ζήτησαν την απαλλοτρίωση και ανάδειξη του χώρου λόγω της εξαιρετικής αρχαιολογικής και συμβολικής σημασίας του, αλλά και εκπρόσωποι συλλόγων, όπως ο «Παραλίσσιος» και ο «Αρδηττός», που επίσης ζήτησαν την απαλλοτρίωση, καθώς και του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ) που δήλωσαν ότι βρίσκονται στη διάθεση του ΥΠΠΟΑ για να βοηθήσουν σε μελέτες ανάδειξης, crowdfunding κ.λπ.
Σημειώνεται ότι στην περιοχή έχουν εντοπιστεί δυο ναοί. Για τον ιωνικό ναό του Ιλισσού, που κατασκευάστηκε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., λεπτομέρειες γνωρίζουμε από τους περιηγητές Stuart και Revett που το κατέγραψαν το 1851 κατά την επίσκεψή τους στην Ελλάδα. Στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ., μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία που ονομάστηκε Παναγία στην Πέτρα και τον 17ο αι. μετασκευάστηκε σε ναό μικρότερων διαστάσεων. Κατεδαφίστηκε το 1778 µε διαταγή του βοεβόδα των Αθηνών, Χατζή Αλή Χασεκή, για να χρησιμοποιηθεί το υλικό του στην ανέγερση του οχυρωµατικού περιβόλου της πόλης. Θραύσματα της ζωφόρου του ναού βρίσκονται σήμερα σε μουσεία της Αθήνας, της Βιέννης και του Βερολίνου, ενώ στο Μετς σώζεται ανάλημμά του. Ως προς την ταύτισή του υπάρχει μεγάλη συζήτηση αν πρόκειται για την Αγροτέρα Αρτέμιδα ή για άλλον ναό.
Ωστόσο, τα καινούργια συμπεράσματα δίνουν νέες κατευθύνσεις ή επικυρώνουν παλιές. Όπως δήλωσε στην παρουσίασή του ο κ. Κορρές, ο ιωνικός ναός του Ιλισσού είναι του αρχιτέκτονα Καλλικράτη, όπως αποδεικνύεται κυρίως από τη βάση της παραστάδος, καθώς έχει ακριβώς τις ίδιες λεπτομέρειες και τα ίδια μέτρα με τον ναό της Αθηνάς Νίκης. Μάλιστα, όπως τόνισε ο ίδιος, ο ναός του Ιλισσού είναι ο δεύτερος σε μέγεθος αθηναϊκός ιωνικός ναός μετά το Ερέχθειο, ενώ ο Ναός της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη είναι πολύ μικρότερος σε μέγεθος.
Ο δεύτερος ναός, που είναι διπλάσιος σε μέγεθος από τον ιωνικό, ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή μεταξύ 2010 και 2015. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε στο ΝΑ τμήμα του οικοπέδου όρυγμα θεμελίωσης ναού κλασικών χρόνων, καθώς και κινητά ευρήματα, μεταξύ των οποίων τέσσερα τμήματα αναθηματικών αναγλύφων, τα δύο από τα οποία σώζουν παράσταση καθήμενου θεού με σκήπτρο που ταυτίζεται με τον Δία Μειλίχιο, καθώς και δύο ενεπίγραφα θραύσματα που αναφέρονται στον Δία Μειλίχιο και θραύσματα ενεπίγραφου αναθηματικού κιονίσκου αφιερωμένου στον ίδιο θεό.
Ωστόσο, αν ο ναός αυτός αποδίδεται στον Δία είναι υπό συζήτηση καθώς, σύμφωνα με τον κ. Κορρέ, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ήταν αφιερωμένος στην Άρτεμη (λόγω ύπαρξης αδύτου και άλλων χαρακτηριστικών). Επίσης, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχαν πολύ κοντά κι άλλοι ναοί, γεγονός εύλογο, όπως σημείωσε ο καθηγητής, γιατί στην περιοχή βρισκόταν η πηγή Καλλιρόη, η οποία προσήλκυσε τους πρώτους Αθηναίους να εγκατασταθούν εκεί, πριν μεταφερθούν στην Ακρόπολη, όπως υπαινίσσεται ο Θουκυδίδης. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι, λόγω αυτής της ανάμνησης, διατηρούσαν τα ιερά στο άστυ, αλλά και στην παριλίσσια περιοχή γύρω από την Καλλιρόη.