Ήδη από τον 19ο αιώνα, με το διαβόητο «Δόγμα Μονρόε» οι ΗΠΑ είχαν κάνει σαφές ότι αντιμετωπίζουν την Λατινική Αμερική ως την «πίσω αυλή» τους. Αυτό εξηγεί και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οποιαδήποτε χώρα διεκδικούσε μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, αλλά και το γεγονός ότι δεν δίστασαν να στηρίξουν μια σειρά από πραξικοπήματα αλλά και αυταρχικά καθεστώτα.
Στη δεκαετία του 2000 φάνηκε να αλλάζει ο συσχετισμός στη Λατινική Αμερική. Στη Βενεζουέλα, στη Βολιβία, στον Ισημερινό, στη Βραζιλία, στην Αργεντινή εμφανίστηκαν κυβερνήσεις αριστερές ή αριστερόστροφες οι οποίες αμφισβήτησαν πλευρές της αμερικανικής πολιτικής.
Οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην «πίσω αυλή τους»
Με τις ΗΠΑ να εμπλέκονται πρώτη στον πόλεμο στο Αφγανιστάν και αμέσως μετά στον πόλεμο στο Ιράκ, δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για μια πιο «θερμή» εμπλοκή στη Λατινική Αμερική. Όμως, τα πράγματα άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν. Οι ΗΠΑ ήθελαν να ανακτήσουν ένα σημαντικό βαθμό επιρροής στην Λατινική Αμερική, ιδίως από τη στιγμή που ορισμένες χώρες, όπως η Βραζιλία επί των κυβερνήσεων Λούλα και Ρούσεφ διεκδίκησαν μέσω των BRICS και μια άλλη θέση στις παγκόσμιες οικονομικές συναλλαγές. Παράλληλα, ήθελαν να ανακόψουν αυτή την αίσθηση ότι υπάρχουν χώρες που αμφισβητούν την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, ξεκινώντας από τον τρόπο που αμφισβήτησαν τον βραχνά του χρέους και αρνήθηκαν τις υποδείξεις του ΔΝΤ.
Όλα αυτά συνδυάστηκαν και με την όξυνση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, καθώς η Ρωσία και η Κίνα έκαναν μεγάλη προσπάθεια να αξιοποιήσουν την εμφάνιση κυβερνήσεων που δεν κοιτούσαν αποκλειστικά και μόνο προς τις ΗΠΑ για συμμαχίες.
Η Βενεζουέλα και το πείραμα Τσάβες
Χώρα με τεράστιο εξορυκτικό πλούτο, εφόσον έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα αργού πετρελαίου στον κόσμο, η Βενεζουέλα ήταν ένα κατεξοχήν παράδειγμα των στρεβλώσεων που γεννά η εξάρτηση από την εξορυκτική βιομηχανία. Το αποτέλεσμα ήταν μια πλούσια χώρα με τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και ελίτ που κυρίως λειτουργούσαν παρασιτικά στη σχέση με τις πολυεθνικές.
Στη δεκαετία του 1980 η υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου οδήγησε σε μια κρίση χρέους και τελικά στις νεοφιλελεύθερες συνταγές του ΔΝΤ, που πυροδότησαν το 1989 μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη. Σε αυτό το πλαίσιο θα γεννηθεί το φαινόμενο Τσάβες. Ένας αξιωματικός που θα δοκιμάσει ένα αποτυχημένο πραξικόπημα αλλά μετά θα ηγηθεί ενός κινήματος που θα κερδίσει τις εκλογές και θα αλλάξει κυριολεκτικά τη χώρα. Παρότι πολλά από τα προβλήματα θα διατηρηθούν, εντούτοις θα μπορέσει βελτιώσει τη θέση των φτωχών στρωμάτων και θα τους δώσει νέες δυνατότητες συμμετοχής. Όμως, παρότι θα το προσπαθήσει, δεν θα καταφέρει να διαμορφώσει ένα παραγωγικό μοντέλο που να μην εξαρτάται από το πετρέλαιο.
Ο θάνατός του Τσέβες συμπίπτει με την εκκίνηση μιας περιόδου σημαντικών δυσκολιών που έχουν να κάνουν από τη μια με τον τρόπο που οι διακυμάνσεις στις τιμές του πετρελαίου επηρέαζαν και το διαθέσιμο εισόδημα της χώρας (άρα και τη δυνατότητα να χρηματοδοτούνται κοινωνικά προγράμματα) από την άλλη με την κλιμάκωση των πιέσεων από τη μεριά των ΗΠΑ. Ειδικά η υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου μετά το 2012 είχε πολύ αρνητικές επιπτώσεις και στην οικονομία και στα δημοσιονομικά της Βενεζουέλας και αυτό ενίσχυε την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Η περίοδος Μαδούρο και η όξυνση των εσωτερικών συγκρούσεων
Ο Νικολάς Μαδούρο, κατάφερε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου του 2013, λίγο μετά το θάνατο του Τσάβες, με οριακή όμως πλειοψηφία (50.6% έναντι 49.6%). Λίγο μετά, τον Δεκέμβριο του 2013, η συμμαχία γύρω από το κόμμα που δημιούργησε ο Τσάβες (PSUV) κέρδισε τις δημοτικές εκλογές, παρά την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να τις μετατρέψει σε δημοψήφισμα εναντίον του Μαδούρο.
Όμως, η όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων από την οικονομική κρίση και η υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου, καθώς και η απουσία μιας χαρισματικής φιγούρας όπως ο Τσάβες, οδήγησε το 2014 σε ένα νέο γύρο αντικυβερνητικών διαδηλώσεων και βίαιων συγκρούσεων. Σε αυτό το φόντο, ενισχύθηκαν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης, με αποκορύφωμα τις βουλευτικές εκλογές του 2015 όπου πρώτη δύναμη αναδεικνύεται η αντιπολίτευση με καθαρή διαφορά έναντι του PSUV.
Η συγκυρία αυτή ενίσχυσε την εσωτερική πολιτική πόλωση. Η πλευρά του Μαδούρο και του PSUV, που διατηρούσε ακόμη ισχυρές προσβάσεις στα πιο λαϊκά τμήματα του πληθυσμού, επέλεξε ένα είδος «φυγής προς εμπρός», ενεργοποιώντας την πρόβλεψη του βενεζουελάνικου συντάγματος για συντακτική συνέλευση (περιλαμβάνει αιρετούς εκπροσώπους αλλά εκπροσώπους των κινημάτων). Ωστόσο, δεν κατορθώνει να αντιστρέψει τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα (ιδίως από τη στιγμή που οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν χαμηλές) ούτε και τα διάφορα ενδημικά φαινόμενα διαφθοράς.
Η αντιπολίτευση κατήγγειλε τη διαδικασία σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης και θεωρήθηκε ότι με αυτό τον τρόπο η πλευρά Μαδούρο επιθυμούσε τη χειραγώγηση των εκλογών και την παράκαμψη του αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών. Η αντιπολίτευση απέχει και εκλογές για τη συνέλευση κερδίζονται από το κόμμα του Μαδούρο. Ουσιαστικά ο έλεγχος της Συντακτικής και η προεδρία δείχνουν να διαμορφώνουν ένα συσχετισμό υπέρ της κυβέρνησης Μαδούρο, την ώρα που η αντιπολίτευση δεν φαινόταν ικανή να μπορεί να τον ανατρέψει, παρά την υποστήριξη μεγάλου μέρους της διεθνούς κοινότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο προκηρύσσονται προεδρικές εκλογές τις οποίες κερδίζει ο Μαδούρο, ύστερα από την αποχή του κύριου όγκου της αντιπολίτευσης. Οι εκλογές έγιναν τον Μάιο του 2018, αλλά η αναγόρευση του Μαδούρο σε νέο πρόεδρο έγινε τον Ιανουάριο του 2019. Οι χώρες του G7 αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα των εκλογών. Αντίθετα, αναγνώρισαν την εκλογή Μαδούρο μια σειρά από χώρες, ανάμεσά τους η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία.
Την ίδια στιγμή, ο συνδυασμός ανάμεσα στην υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου και τις άμεσες ή έμμεσες οικονομικές κυρώσεις οδήγησαν σε μια σημαντική συρρίκνωση της οικονομίας της Βενεζουέλας μέσα στο 2018 αλλά και σε μια έκρηξη υπερπληθωρισμού
Η κίνηση του Γκουαϊδό και οι πρωτοβουλίες της Δύσης
Τον Ιανουάριο του 2019 ο Χουάν Γκουαϊδό, πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης αυτοανακηρύσσεται μεταβατικός πρόεδρος. Τον αναγνωρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ένας σημαντικός αριθμός χωρών, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση Μαδούρο μιλά για πραξικόπημα και επιμένει ότι είναι η μόνη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. Τη θέση της στηρίζουν η Ρωσία και η Κίνα, ενώ ούτε ο ΟΗΕ αναγνώρισε τον Γκουαϊδό. Το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ δεν αναγνώρισε (δεδομένου ότι ορισμένες χώρες υπογράμμισαν ότι η ΕΕ αναγνωρίζει κράτη όχι κυβερνήσεις) αλλά στήριξε το αίτημα για νέες και ελεύθερες προεδρικές εκλογές.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι με όρους τυπικούς η Βενεζουέλα έχει δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο και δεν προβλέπεται από κάπου τέτοιος ρόλος για τον πρόεδρο της Βουλής. Γι’ αυτό και οι δυτικές χώρες προσπαθούν να δικαιολογήσουν αυτή την παρέμβαση στην τυπική θεσμική διαδικασία στη Βενεζουέλα με την επίκληση των παρατυπιών σε όλες τις πρόσφατες εκλογές εκτός από αυτές για την εθνοσυνέλευση.
Το γεωπολιτικό παιχνίδι
Οι εξελίξεις στην Βενεζουέλα δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές χωρίς την αλλαγή συσχετισμού στη Λατινική Αμερική και τις συνολικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Στο Ισημερινό ο νέος πρόεδρος Λένιν Μορένο, παρότι προερχόμενος από το ίδιο κόμμα με τον Κορρέα, επιλέγει να ανατρέψει αρκετές από τις πολιτικές του προκατόχου του. Στην Αργεντινή ο Μάκρι κάνει σαφώς νεοφιλελεύθερη στροφή σε ρήξη με τις πολιτικές των κυβερνήσεων Κίρχνερ. Στη Βραζιλία έχουμε πρώτα τη δίωξη και καθαίρεση της Ντίλμα Ρούσεφ και στη συνέχεια τη φυλάκιση και τον αποκλεισμό του Λούλα από τις εκλογές που διευκόλυνε την εκλογή του ακροδεξιού και φιλοαμερικανού Μπολσονάρο. Αρχίζει και φυσάει ένας άνεμος πιο δεξιός που περιορίζει και τις τοπικές συμμαχίες της κυβέρνησης Μαδούρο.
Την ίδια στιγμή έχουμε την όξυνση του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία αλλά και την ένταση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η Βενεζουέλα είχε παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Ρωσία, αλλά τα τελευταία χρόνια αυτές οι σχέσεις αναβαθμίστηκαν καθώς η Ρωσία πέραν της πολιτικής στήριξης αποτελούσε και μια κρίσιμη πηγή χρηματοδοτήσεων για επενδύσεις στη βιομηχανία πετρελαίου. Ιδίως η απόφαση της βενεζουελάνικης κυβέρνησης το 2016 να μεταβιβάσει το 49,9% της Citgo που είναι η θυγατρική στις ΗΠΑ της κρατικής εταιρείας πετρελαίου, στην ρωσική Rosneft με αντάλλαγμα ένα ρωσικό δάνειο 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στις ΗΠΑ, που ούτως ή άλλως θα ήθελαν οι ενεργειακοί πόροι της Βενεζουέλας να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από δυτικές εταιρείες. Ως προς τις στρατιωτικές σχέσεις ανησυχία στην Ουάσιγκτον προκάλεσε και η επίσκεψη δύο ρωσικών στρατηγικών βομβαρδιστικών Tu-160 πέρσι.
Αντίστοιχη ανησυχία στις ΗΠΑ προκαλεί και η αναβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα την Βενεζουέλα και την Κίνα που αποτυπώθηκε και την επίσκεψη Μαδούρο στο Πεκίνο που συνοδεύτηκε από 5 δισεκατομμύρια δολάρια ευρώ δάνεια και άλλες διμερείς συμφωνίες.
Όλα αυτά φαίνεται ότι συνέτειναν στην απόφαση των ΗΠΑ αλλά και άλλων χωρών που μοιράζονται τις δικές τους ανησυχίες να αναγνωρίσουν τον Χουάν Γκουαϊδό, ιδίως από τη στιγμή που ο Νικολάς Μαδούρο αρνήθηκε να προχωρήσει στην προκήρυξη νέων προεδρικών εκλογών και προχώρησε σε μια επίδειξη δύναμης με μια τεράστια διαδήλωση στο Καράκας προς τιμήν των 20 ετών από την έναρξη της «Μπολιβαριανής Επανάστασης».
Ήδη έχουν αναγνωρίσει τον Γουαϊδό πέραν των ΗΠΑ και του Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ισπανία, η Γερμανία, η Σουηδία και η Δανία, όχι όμως η Ιταλία, καθώς είναι αντίθετο το Κίνημα των 5 Αστεριών.
Μέχρι στιγμής η αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα δεν έχει καταφέρει να ελέγξει σημαντικό μέρος του κρατικού μηχανισμού ή του στρατού και αυτό σημαίνει ότι πρακτικά ο Γουαϊδό δεν μπορεί ακριβώς να ασκήσει τα καθήκοντα που δηλώνει ότι έχει αναλάβει. Την ίδια στιγμή είναι ερώτημα εάν οι ΗΠΑ θέλουν να αναλάβουν το κόστος μιας στρατιωτικής επέμβασης, έστω και με τη βοήθεια τοπικών συμμάχων όπως η Κολομβία, όπως υποστηρίζει ο Μαδούρο, που μίλησε για «νέο Βιετνάμ», ή εάν θα προσπαθήσουν μέσα από την οικονομική και διπλωματική απομόνωση να οδηγήσουν σε κατάρρευση την κυβέρνηση της Βενεζουέλας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ «ευθυγραμμίζεται» με τη Δύση
Επισήμως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που από χρόνια είχε πολύ καλές σχέσεις με το PSUV, το κόμμα που ίδρυσε ο Ούγκο Τσάβες και αυτό είχε αποτυπωθεί σε ανταλλαγές επισκέψεων κομματικών στελεχών και σε αμοιβαίες δηλώσεις υποστήριξης.
Εν μέρει αυτό αποτυπώθηκε και στην επιλογή των δύο ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, της Κωνσταντίνας Κούνεβα και του Στέλιου Κούλογλου, να καταψηφίσουν, μαζί με όλη την ευρω-ομάδα της Αριστεράς το ψήφισμα για την αναγνώριση του Γκουαϊδό από το Ευρωκοινοβούλιο.
Βέβαια, ο ίδιος ο Στέλιος Κούλογλου υποστήριξε ότι δεν πήραν θέση στο δίλημμα Γκουαϊδό – Μαδούρο αλλά υπερασπίστηκαν τη διεθνή νομιμότητα. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Ο Μαδούρο είναι ο νόμιμα εκλεγμένος Πρόεδρος. Δεν έχουμε το δικαίωμα να παρέμβουμε και να διορίσουμε άλλον στην θέση του. Μόνο ο λαός της Βενεζουέλας αποφασίζει για το μέλλον της χώρας του. Δεν είμαστε ούτε με τον Γκουαϊδό, ούτε με τον Μαδούρο. Είμαστε με την διεθνή νομιμότητα. Αντί να υιοθετούμε ψηφίσματα που προκαλούν εμφύλιο πόλεμο, πρέπει να συμβάλλουμε ώστε τα δυο μέρη να έρθουν σε διάλογο και να οδηγηθούν σε εκλογές με βάση τους διεθνείς κανόνες. Αυτή είναι και η στάση του ΟΗΕ, του Πάπα και των μετριοπαθών κρατών της λατινικής Αμερικής που γνωρίζουν το πρόβλημα, όπως το Μεξικό και η Ουρουγουάη».
Όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εδώ και κάποιο καιρό ακολουθεί μια πιο «ρεαλιστική» γραμμή, συντονιζόμενη περισσότερο με τους ευρωπαίους «εταίρους». Αυτό είχε ήδη φανεί από το γεγονός ότι τον Μάιο του 2018 το Συμβούλιο της ΕΕ σε ανακοινωθέν για τις προεδρικές εκλογές του 2018 στη Βενεζουέλα, το οποίο είχε συνυπογράψει και η Ελλάδα, είχε υποστηρίξει ότι: «Το σημαντικά μειωμένο εκλογικό χρονοδιάγραμμα, οι απαγορεύσεις και άλλα σημαντικά εμπόδια στη συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και των αρχηγών τους, καθώς και η μη τήρηση των ελάχιστων δημοκρατικών προδιαγραφών, όπως υποδηλώνουν οι πολυάριθμες καταγγελίες για παρατυπίες, και ιδίως η εκτεταμένη κατάχρηση κρατικών πόρων, η άσκηση πιέσεων στους ψηφοφόρους και η άνιση πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, οδήγησαν σε εκλογές που δεν ήταν ούτε ελεύθερες ούτε δίκαιες».
Σε αυτό το πλαίσιο, επί της ουσίας ούτε και τώρα η ελληνική κυβέρνηση ακριβώς διαφοροποιήθηκε από την κοινή ευρωπαϊκή θέση, που κυρίως επικεντρώνεται στο αίτημα για νέες προεδρικές εκλογές.
Αυτό άλλωστε αποτύπωσε και η δήλωση «διπλωματικών πηγών» σύμφωνα με την οποία: «Η Ελλάδα εξ αρχής υποστήριζε τη διεξαγωγή νέων προεδρικών εκλογών στη Βενεζουέλα, μετά την ανάληψη ευρωπαϊκής διπλωματικής πρωτοβουλίας που θα διασφαλίζει τις συνθήκες για την δημοκρατική και δίκαιη διεξαγωγή τους. Οι ΗΠΑ γνωρίζουν και κατανοούν τη λογική αυτή θέση της χώρας μας και ουδέποτε εξέφρασαν παράπονα, ούτε ασφαλώς προέβησαν σε σχετικό διάβημα».
Είναι σαφές ότι μπορεί κομματικά μέσα ή στελέχη να προσπάθησαν να δώσουν την εικόνα μιας Ελλάδας που συμπαραστέκεται στη Βενεζουέλα και στον Μαδούρο, όμως στην πραγματικότητα σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τη βασική πολιτική θέση της Δύσης.