Αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει ο Αλέξης Τσίπρας, μολονότι υπήρξε ο πρωταρχικός του στόχος, ήταν να διχάσει τη Νέα Δημοκρατία. Για τη στάση και τα επιχειρήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφορικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, σημειώθηκε πολλές φορές διχογνωμία στην Πειραιώς. Αλλοι ζητούσαν πιο σκληρή γραμμή, άλλοι εξέφραζαν μετριοπαθείς απόψεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάλαβε εγκαίρως ότι έπρεπε να μετακινηθεί προς την απόρριψη της διαφαινόμενης συμφωνίας για το Μακεδονικό αν ήθελε να συμβαδίσει με την κοινή γνώμη και να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο. Το γεγονός ότι την κρίσιμη ώρα παρέμειναν στοιχισμένοι πίσω από το «όχι στη συμφωνία των Πρεσπών» ο Κώστας Καραμανλής, ο Αντώνης Σαμαράς, η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Νίκος Δένδιας αποτελεί προσωπική επιτυχία του κ. Μητσοτάκη.
Ο κ. Καραμανλής καθυστέρησε να μιλήσει για το θέμα, προκαλώντας δυσφορία στην καραμανλική βάση. Αυτή τη φορά εξέδωσε γραπτή δήλωση στην οποία, αν και δεν αναφέρεται όπως και άλλες φορές στον πρόεδρο του κόμματος, σημείωνε ότι «η κριτική της Νέας Δημοκρατίας για την προκείμενη συμφωνία είναι ισχυρή και πλήρως τεκμηριωμένη».
Επιπλέον διατύπωσε, με τον τρόπο του, αιχμές κατά του κ. Τσίπρα αναφερόμενος σε «διαπραγμάτευση υπό όρους αδικαιολόγητης βιασύνης. Οφειλε η κυβέρνηση να σεβαστεί την ευαισθησία και να αφουγκραστεί τις εύλογες ανησυχίες της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, αλλά και να διαμορφώσει με δική της πρωτοβουλία συνθήκες στοιχειώδους εθνικής συνεννόησης. Δεν είναι επιτρεπτό εθνικά θέματα τέτοιας σημασίας να οδηγούν σε οξύτητα που ευνοεί διχαστικό κλίμα».
Αλλαγή στάσης
Δεν αποτελεί μυστικό ότι ο πρώην πρωθυπουργός έβλεπε με συμπάθεια τον κ. Τσίπρα, έναν νέο πολιτικό που ήρθε από το πουθενά και έφερε τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα. Η νίκη του κ. Μητσοτάκη στις εσωκοματικές εκλογές με καθαρό μέτωπο κατά του ΣΥΡΙΖΑ και ο τρόπος που πολιτεύτηκε ο κ. Τσίπρας τον έκαναν να αλλάξει στάση. Παρότι έχει δεχθεί κατηγορίες από τον χώρο της Κεντροαριστεράς ότι το περιβάλλον του λειτουργεί ως κρυφή συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνος αποκήρυξε τον Ευάγγελο Αντώναρο και την Κατερίνα Παπακώστα και διεμήνυσε στους οπαδούς του ότι «ο Κυριάκος πρέπει να έχει την ευκαιρία του».
Η περίπτωση του κ. Σαμαρά είναι πολύ διαφορετική. Στήριξε τον κ. Μητσοτάκη στη μάχη για την ηγεσία της ΝΔ, η κριτική του για επιμέρους χειρισμούς σε διάφορα ζητήματα έμενε στις προσωπικές τους συζητήσεις και διατήρησε το δικαίωμα στην άποψή του χωρίς εσωτερικές αναταράξεις.
Στο Μακεδονικό είχε την πιο σκληρή γραμμή κατά της συμφωνίας των Πρεσπών και μαζί του ένα μεγάλο κομμάτι της δεξιάς παράταξης. Δεν το διεκδίκησε όμως για να το στερήσει από τον κ. Μητσοτάκη, όπως είπε ο κ. Τσίπρας σημειώνοντας στην ομιλία του ότι ο πρόεδρος της ΝΔ «διαφοροποιήθηκε από τον κ. Σαμαρά, μην του πάρει και όλο το κόμμα, του έχει πάρει τα 2/3!», αλλά για να μην του επιτρέψει να μετακινηθεί προς άλλα διαμερίσματα της «δεξιάς πολυκατοικίας», διερύνοντας παράλληλα το ακροατήριο του κόμματος.
Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι ο κ. Καμμένος, που κατηγόρησε τον Αλ. Τσίπρα και τον Νίκο Βούτση ότι έχουν σχέδιο διάλυσης της ΚΟ των ΑΝΕΛ και έχοντας μείνει πολιτικά μετέωρος, δήλωσε ότι τον εκφράζει η ομιλία του κ. Σαμαρά.