Μια ξεχασμένη πια πλευρά των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, ήδη από τη δεκαετία του 1950 είναι ότι παρότι πολλές υποσχέθηκαν επενδύσεις οι ΗΠΑ, συγκριτικά δεν τις έφεραν.
Μπορεί να υπήρξε το Σχέδιο Μάρσαλ αλλά από εκεί και πέρα το «δολάριο δεν ήρθε», ή τουλάχιστον δεν ήρθε στην κλίμακα που θα περίμενε κάποιος.
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που ήδη από τη δεκαετία του 1960 οι κυβερνήσεις στράφηκαν προς την τότε ΕΟΚ θεωρώντας ότι από την Ευρώπη όλο και κάτι θα ερχόταν οικονομικά.
Εν μέρει αυτή η προσδοκία δικαιώθηκε με την είσοδο στην ΕΕ, αν και με το μεταγενέστερο κόστος των μνημονίων.
Τώρα οι ΗΠΑ επανέρχονται και ο υπερδραστήριος πρέσβης Τζέφρυ Πάιατ, με τη γνωστή και μη εξαιρετέα προϋπηρεσία στην Ουκρανία, αναγγέλλει κάθε τόσο επενδύσεις και αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ.
Όμως, η άφιξη ενός φορτίου υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ στη Ρεβυθούσα και η αναγγελία της άφιξης άλλων δύο δεν συνιστούν ακριβώς «επένδυση».
Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι κυρίως είναι οι ΗΠΑ που ενδιαφέρονται να «σπρώξουν» στις διεθνείς αγορές το σχιστολιθικό αέριο το οποίο παράγουν, παρά τις καταγγελίες για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Η Ελλάδα, αντικειμενικά έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αγωγούς αερίου από κοντινότερες περιοχές.
Ούτε μπορούμε εύκολα να προσπεράσουμε την προηγούμενη μεγάλη «επένδυση» των ΗΠΑ και το πώς κατέληξε.
Μιλάω για το ναυάγιο της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, όπου η ευνοημένη και από την αμερικανική πρεσβεία ΕΧΙΝ Financial Services Holdings B.V. ταλαιπώρησε επί σχεδόν 1,5 χρόνο την Ελλάδα, αλλά στο τέλος αποχώρησε άπραγη, αφού αποδείχτηκε ότι πολύ απλά δεν μπορούσε να φέρει τα χρήματα που αναλογούσαν στην προσφορά που είχε κάνει (718,5 εκατομμύρια ευρώ), εκθέτοντας έναν ολόκληρο όμιλο, τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρία της χώρας και τις διοικήσεις τους.
Υπάρχει ενδιαφέρον των ΗΠΑ; Βεβαίως, αλλά είναι μονόπλευρο και μονοσήμαντο.
Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για γεωπολιτικές διευκολύνσεις και για εξοπλιστικά προγράμματα.
Ειδικά τα δεύτερα τους ενδιαφέρουν πάρα πολύ.
Το αμερικανικό κράτος, πολλές δεκαετίες τώρα, συμπεριφέρεται ως κανονικός ατζέντης της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ.
Αυτό ακριβώς είδαμε και στο ειδικό ενδιαφέρον για την αναβάθμιση των F-16, που θα την πληρώσουμε ακριβά και που ήδη είδαμε την προσπάθεια να επανέλθουν τα διαβόητα «αντισταθμιστικά ωφελήματα», που στο παρελθόν αποτέλεσαν το προκάλυμμα για μεγάλες μίζες.
Και θα θελήσουν να πάρουν και άλλα προγράμματα όσο περνάει καιρός, φροντίζοντας π.χ. να βάζουν τρικλοποδιές όποτε μπορούν στην αντίστοιχη προσπάθεια των ευρωπαίων, που επίσης ενδιαφέρονται για τις αμυντικές δαπάνες μας.
Και για να το κάνουν αυτό πάντα φροντίζουν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ στην Ελλάδα να χτίζουν «ιδιαίτερες σχέσεις» ειδικά με κρίσιμους υπουργούς.
Όπως για παράδειγμα την ειδική σχέση των ΗΠΑ με την Πάνο Καμμενο.
Ο Πάνος Καμμένος, εάν συμπεριφερόταν με τόση έπαρση και αλαζονεία, πριν φυσικά τρακάρει με τους κυνικούς σχεδιασμούς του Αλέξη Τσίπρα, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν γιατί ήταν συνομιλητής των αμερικάνων και εκπρόσωπος της στρατηγικής τους.
Γι’ αυτό και βγαίνει τώρα και κοκορεύεται, λέγοντας ότι «γύρισα τη χώρα στην Αμερική. Ότι και να κάνουν, όποιος και να αναλάβει, τους έχω “δέσει” με συμφωνίες».
Γι’ αυτό λοιπόν ας αφήσει τα περί «οικονομικής συνεργασίας» και περί «επενδύσεων» ο κ. Πάιατ και ας επικεντρωθεί σε αυτά που ξέρει να κάνει και για τα οποία βρίσκεται όντως εδώ.