Μετά την ώρα μηδέν. Κάπως έτσι θα μπορούσε να επιγραφεί η επόμενη στιγμή της ψήφισης της συμφωνίας των Πρεσπών η οποία πέρασε από τη Βουλή με 153 ψήφους, 146 όχι και παρών ένα.
Πλέον ξεκινά η ώρα του απολογισμού για όλους και για όλα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών διαίρεσε το πολιτικό σκηνικό και οδήγησε σε μεγάλη πόλωση. Βέβαια, όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοια γεγονότα που λειτουργούν ως σημεία συμπύκνωσης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, οι φορτίσεις συχνά ξεπέρασαν το συγκεκριμένο και οι θέσεις συχνά εμφανίστηκαν τεθλασμένες.
Αυτό αποτυπώθηκε σε τρεις βασικές πλευρές αυτής της συζήτησης που όρισαν σε μεγάλο βαθμό και την αντιπαράθεση εδώ και ένα χρόνο.
Η πρώτη ήταν ότι μπορεί το περίγραμμα της λύσης, δηλαδή ο συνδυασμός ανάμεσα στη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και την αναγνώριση κάποιου είδους «μακεδονικής ταυτότητας» με όρους που να μην εγείρουν αλυτρωτικές αξιώσεις, ήταν γνωστό εδώ και αρκετά χρόνια, δεν ήταν αυτονόητο ότι τα κόμματα θα ήθελαν σε αυτή τη φάση να συγκρουστούν με μια παγιωμένη στην κοινωνία πεποίθηση, που άλλωστε διαμορφωθεί με βάση την «επίσημη γραμμή» μιας προηγούμενης περιόδου.
Η δεύτερη ήταν ότι εξαρχής η κυβέρνηση μεθόδευσε το άνοιγμα του ζητήματος και με όρους πολιτικού υπολογισμού, καθώς εκτιμούσε ότι θα μπορούσε να οξύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις του ευρύτερου χώρους της κεντροδεξιάς.
Η τρίτη αφορούσε το ίδιο το γεγονός ότι η συζήτηση της συμφωνίας συνέπεσε με μια αρκετά μακρά προεκλογική περίοδο, που σήμαινε ότι εκ των πραγμάτων η αντιπολίτευση είχε λίγους λόγους να θέλει να διευκολύνει την αντιπολίτευση, ιδίως από τη στιγμή που έβλεπε και τον κυβερνητικό συνασπισμό να έχει σοβαρά προβλήματα ως προς αυτό το θέμα.
Η ώρα του απολογισμού για το ΣΥΡΙΖΑ
Ως κομματικός φορέας ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο μόνος που δεν είχε εσωτερικό θέμα ως προς τον πυρήνα της συμφωνίας, εφόσον είχε πάγια θέση υπέρ της σύνθετης ονομασίας, ενώ σημαντικός αριθμός στελεχών, συμπεριλαμβανομένων και σημερινών υπουργών, δεν είχαν πρόβλημα ακόμη και με τη συνταγματική ονομασία της γειτονικής χώρας.
Γι’ αυτό το λόγο και μπόρεσε να αξιοποιήσει ορισμένες επικρίσεις που απηχούσαν τις θέσεις της ακροδεξιάς ως μοχλό «κομματικής συσπείρωσης».
Όμως, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η απλή συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ του 2008. Είναι ένα πολύ μεγαλύτερο κόμμα ως προς την εκλογική επιρροή, η οποία περιλαμβάνει πια ανθρώπους που δεν είχαν ιστορική αναφορά στην αριστερά και τις θέσεις της (συμπεριλαμβανομένων αυτών για το Μακεδονικό).
Την ίδια στιγμή ούτως ή άλλως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σημαντικές απώλειες εξαιτίας της πολιτικής του και της διάψευσης των προεκλογικών του υποσχέσεων, που καταγράφονται σε όλη την περίοδο της διακυβέρνησής του και που προσπαθούσε να αντιστρέψει εν μέρει από τους τελευταίους μήνες του 2017.
Σε αυτό το φόντο ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιφατικός. Από τη μια, είχε σαφείς απώλειες επιρροής σε ανθρώπους και περιοχές όπου υπάρχει μια ιδιαίτερη φόρτιση γύρω από το Μακεδονικό, τις οποίες εντόπισαν τοπικά και οι δημοσκοπήσεις από την αρχή. Και βεβαίως έχει απέναντί του πλέον και τον «τοξικό» Καμμένο που θα δημιουργεί αρνητικά θέματα συνεχώς.
Από την άλλη, παρά τη φόρτιση για το ζήτημα, οι πολίτες εξακολουθούν να ιεραρχούν πιο πάνω τα ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητά τους και τους όρους εργασίας και διαβίωσης. Στην πρόσφατη δημοσκόπηση της RASS για το in.gr το 47,5% των πολιτών απάντησαν ότι θα αποφασίσουν για το ποιο κόμμα θα ψηφίσουν με βάση τις θέσεις του για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών και μόνο το 21,4% με βάση τις θέσεις του για τη συμφωνία των Πρεσπών.
Αυτό αφήνει ένα περιθώριο στην κυβέρνηση να διεκδικήσει αυξημένη συσπείρωση στο όνομα των όποιων «φιλολαϊκών» μέτρων θέλει να πάρει, από την αύξηση του κατώτατου μισθού μέχρι την αύξηση των δόσεων για την εφορία και το στεγαστικό επίδομα και να κεφαλαιοποιήσει πάνω στο κοινωνικό μέρισμα και τη μη μείωση συντάξεων μαζί με τη μείωση της ανεργία.
Ταυτόχρονα, αυτό καθιστά ευάλωτο τον ΣΥΡΙΖΑ στα συσσωρευμένα αποτελέσματα της λιτότητας και των πληγμάτων που δέχτηκε η μεσαία τάξη, σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο κόστος από ζητήματα όπως οι πλειστηριασμοί.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύει ιδιαίτερα στο να δείξει ότι είναι μια κυβέρνηση που λύνει προβλήματα και τολμά εκεί όπου δεν τόλμησαν άλλοι. Ταυτόχρονα θέλει να εκμεταλλευτεί την εικόνα ότι πλέον κυριαρχεί και στο χώρο της Κεντροαριστεράς. Φαινομενικά η κρίση της κεντροαριστεράς που αποτυπώθηκε κυρίως στην εικόνα αποδιάρθρωσης του Ποταμιού αλλά και στις διαφορετικές δημόσιες τοποθετήσεις ιστορικών στελεχών, τον διευκολύνει. Όμως, σε αντίθεση με τους υπολογισμούς του κυβερνητικού επιτελείου, αυτό δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά και επιπλέον μετακίνηση ψηφοφόρων προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πιθανό να εκφραστεί και ως ψήφος προς τη ΝΔ ως διαμαρτυρία και έναντι στη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι πλησιάζουν οι εκλογές εξακολουθεί να αποτυπώνεται σημαντική δημοσκοπική διαφορά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ και το κυβερνών κόμμα διατηρεί χαμηλό βαθμό συσπείρωσης για τέτοια περίοδο.
Η ΝΔ επένδυσε στη συνοχή της και στη φθορά της κυβέρνησης
Παρότι οι χειρισμοί της κυβέρνησης είχαν και τον υπολογισμό της δημιουργίας εσωτερικού προβλήματος στη ΝΔ, εντούτοις η ηγεσία της ΝΔ επένδυσε στην συνοχή της παράταξης και στο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Η κυβερνητική επιλογή να ανοίξει το ζήτημα αφού είχε προηγηθεί η ουσιαστική διαπραγμάτευση, διαμόρφωσε ένα είδος τετελεσμένου που επέτρεψε στην ΝΔ να επιλέξει εξαρχής μια αρνητική τοποθέτηση, με επίκληση και της όλης μεθόδευσης αλλά και της σπουδής της κυβέρνησης να κλείσει με κάθε τρόπο τη συμφωνία.
Με αυτό τον τρόπο, παρά την υπαρκτή διαφορά ανάμεσα στις φωνές μέσα στη ΝΔ που υποστήριζαν το «καμιά χρήση του όρου Μακεδονία ή παράγωγού του» και την κεντρική κομματική γραμμή ότι «εθνική γραμμή είναι η σύνθετη ονομασία χωρίς εκχώρηση εθνότητας και γλώσσας», η ΝΔ μπορούσε να εμφανίζεται συσπειρωμένη στο «όχι στη συμφωνία» και να μην αφήνει περιθώριο σε όποιον θα ήθελε να την αμφισβητήσει από τα δεξιά.
Γνώριζε, άλλωστε, η ηγεσία της ΝΔ ότι οι πολίτες του ευρύτερου χώρου της κεντροδεξιάς που δεν θα είχαν αντίρρηση σε μια πιο «ρεαλιστική» πολιτική για το θέμα, ούτως ή άλλως δεν επρόκειτο να μετακινηθούν προς τον ΣΥΡΙΖΑ γύρω από αυτό το θέμα.
Από την άλλη, ο τρόπος που η άκρα δεξιά και ιδίως η Χρυσή Αυγή αλλά και άλλοι χώροι της ακροδεξιάς επένδυσε στο ζήτημα και προσπάθησε να χρωματίσει και αρκετές από τις κινητοποιήσεις, μπορεί να αποδειχτεί ένα μελλοντικό πρόβλημα για τη Νέα Δημοκρατία, που σήμερα κερδίζει ως δύναμη αντιπολίτευσης με «παράσταση νίκης», αλλά αύριο θα είναι πιθανώς ένα κυβερνητικό κόμμα αντιμέτωπο με την φθορά της διακυβέρνησης.
Το «τέλος του δρόμου» για τον Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ
Η Συμφωνία των Πρεσπών αποδείχτηκε και η τελειωτική δοκιμασία για τον Πάνο Καμμένο και το κόμμα του.
Η εκ των πραγμάτων συμπόρευσή του με την κυβέρνηση στον κύριο όγκο της διαπραγμάτευσης και η άρνησή του να αποσύρει νωρίτερα την εμπιστοσύνη του, είχαν ως αποτέλεσμα μια εξέγερση της όποιας κομματικής βάσης των ΑΝΕΛ και μια ακόμη μεγαλύτερη δημοσκοπική υποχώρηση.
Η αλλοπρόσαλλη στάση του ίδιου του αρχηγού των ΑΝΕΛ που πρότεινε διαφορετική τακτική κάθε μέρα, την ώρα που στελέχη και βουλευτές του κόμματός του είχαν να σταθμίσουν ανάμεσα στο να τον ακολουθήσουν σε μια τροχιά βέβαιης μη επανεκλογής και την παραμονή στην κυβέρνηση, επέτρεψε στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να του αποσπάσει έναν βασικό κορμό στελεχών και να τον αφήσει να διαμαρτύρεται για «αποστασίες» και «εξαγορές», την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει πλέον τη ρήξη μαζί του ως ένδειξη αριστερής στροφής.
Τα blues της κεντροαριστεράς
Η κεντροαριστερά βρέθηκε σε αρκετά δύσκολη θέση σε αυτή την πολιτική αντιπαράθεση.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, αυτό δεν οφείλεται τόσο στη Συμφωνία των Πρεσπών όσο στο γεγονός ότι ούτως ή άλλως το σχέδιο ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς γύρω από το αρχικό εγχείρημα του ΚΙΝΑΛ δεν είχε μπορέσει να προχωρήσει, με αποκορύφωμα την αποχώρηση του Ποταμιού.
Αυτό αντικειμενικά διευκόλυνε την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει τη θέση του βασικού εκπροσώπου αυτού του χώρου, ιδίως από τη στιγμή που εκμεταλλεύτηκε ότι παραδοσιακά ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς αλλά και του εκσυγχρονιστικού κέντρου, είχε μια «ρεαλιστική» τοποθέτηση πάνω στο Μακεδονικό.
Η διάλυση ουσιαστικά του Ποταμιού, με τις αποχωρήσεις βουλευτών τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς την κεντροδεξιά και η ρήξη ανάμεσα σε ΔΗΜΑΡ και ΚΙΝΑΛ σηματοδοτούν έτσι τα αποτελέσματα του νέου δικομματισμού στο χώρο της Κεντροαριστεράς που συμπυκνώθηκαν στις διεργασίες γύρω από την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών.
Η ακροδεξιά αναζητά «νομιμοποίηση» μέσω του Μακεδονικού
Μια από τις πιο σημαντικές αρνητικές παρενέργειες του Μακεδονικού ήταν ότι διάφοροι χώροι της Ακροδεξιάς, ξεκινώντας από τη Χρυσή Αυγή δοκίμασαν μέσα από αυτό το ζήτημα να αναβαθμίσουν την παρουσία τους και να διεκδικήσουν «νομιμοποίηση» ως «πατριωτικές δυνάμεις».
Βοηθούμενη από την επιλογή των οργανωτών των συλλαλητηρίων να μην κάνουν σαφή περιφρούρηση έναντι των ακροδεξιών και φασιστικών τάσεων, η Χρυσή Αυγή διεκδίκησε να χρωματίσει τις κινητοποιήσεις, να διευρύνει την επιρροή της, να «διεκδικήσει το δρόμο» και να παρουσιάσει τα «τάγματα εφόδου» της ως «γνήσιους πατριώτες», όπως φάνηκε με τις επιθέσεις σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και τα έκτροπα στο συλλαλητήριο της 20ης Ιανουαρίου. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και άλλες μικρότερες ομάδες της ακροδεξιάς.
Μένει να δούμε σε ποια κλίμακα αυτό θα αποτυπωθεί και σε εκλογική ενίσχυση.
Το Μακεδονικό και η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά
Η προοπτική της Συμφωνίας των Πρεσπών είχε επιπτώσεις και στο χώρο της υπόλοιπης αριστεράς.
Το ΚΚΕ διεκδίκησε να είναι ο βασικό εκφραστής ενός «αριστερού όχι» στη συμφωνία των Πρεσπών, εστιάζοντας κυρίως στο θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι ακολουθεί επικίνδυνη εξωτερική πολιτική. Με αυτό τον τρόπο, διεκδικεί εκείνο το υπαρκτό τμήμα του εκλογικού σώματος που εξακολουθεί να τοποθετείται επικριτικά απέναντι στην πολιτική του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ και ανησυχεί για το ενδεχόμενο νέων γεωπολιτικών εντάσεων ή ακόμη και πολιτικών κινδύνων. Ταυτόχρονα, πρόβαλε τις παραδοσιακές του διεθνιστικές θέσεις απέναντι στην κριτική του ΣΥΡΙΖΑ ότι υπαναχωρεί από προηγούμενες θέσεις του όταν μιλάει για άλυτρωτισμό στα Βαλκάνια.
Με ανάλογο τρόπο τοποθετήθηκε και ένα άλλο φάσμα χώρων της αριστεράς, όπως η Λαϊκή Ενότητα και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που επέμειναν στο όχι στη Συμφωνία των Πρεσπών από τη σκοπιά της αντίθεσης και στο ΝΑΤΟ και στον εθνικισμό.
Άλλοι χώροι όμως προερχόμενοι από την αριστερά, όπως η Πλεύση Ελευθερίας της κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου, επέλεξαν σε αυτό το ζήτημα να συστρατευτούν με τον πολιτικό τόνο που απέπνεαν τα συλλαλητήρια και να υποστούν κριτική από άλλους χώρους της αριστεράς ότι μετατοπίζονται σε εθνικιστικές θέσεις.